Τι σημαίνει το mouvement στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mouvement στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mouvement στο Γαλλικά.
Η λέξη mouvement στο Γαλλικά σημαίνει κίνηση, κίνηση, κίνημα, κίνηση, κίνηση, κίνηση, μόδα, κίνηση, κούνημα, κίνηση, στροφή, κίνηση, περάσμα, κίνηση, Πριμιτιβισμός, ορμή, περιστροφική κίνηση, επίθεση, κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα, καμαρωτός, κορδωτός, εν κινήσει, κουρδιστός, κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση, ανοδική κίνηση, αναδασμός, κατάβαση,πτώση, ρεύμα αέρα, κίνηση Μπράουν, αέναη, αδιάκοπη, ασταμάτητη κίνηση, ρυθμική κίνηση, περιστροφική κίνηση, οργανισμός ενάντια στην κατανάλωση οινοπνεύματος, ανοδική κίνηση, κίνημα για πολιτικά δικαιώματα, αισθητήρας κίνησης, κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίες, περνάω σπρώχνοντας, πηγαινοέρχομαι, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, ζαρώνω, μαζεύομαι, περπατάω, προχωράω, τινάζομαι, χιμώ, χυμώ, ορμώ, σκίζω τον αέρα, γυρίζω σε ύπτια θέση, κάνω πίσω, ξεπετάω, κίνηση προς τα εμπρός, ωρολογιακός μηχανισμός, οι σουφραζέτες, τινάζομαι, πετιέμαι, κινούμαι πολύ γρήγορα, κινούμαι σαν σφαίρα, κινούμαι σαν βολίδα, κάνω σκέιτ, κάνω σκέιτμπορντ, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα, απότομη κίνηση, τίναγμα, τράνταγμα, πήδημα, άλμα, κρυφή και αθόρυβη κίνηση, καβαλάω μηχανή, καλπάζω, περπατάω πλάγια, τίναγμα, πηγαίνω με μηχανάκι, στριφογυρίζω, χεριά, Ντανταϊσμός, κίνηση προς τα κάτω, μετακίνηση μαζών, τρέχω, πάω κούτσα κούτσα, γλιστράω, γλιστρώ, πλαγιολισθαίνω, κροταλίζω, τσαλαβουτάω, περνάω με την άμαξα, περνάω με το κάρο, κινούμαι με θόρυβο, κινούμαι αθόρυβα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mouvement
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a remarqué du mouvement dans les buissons. Παρατήρησε κάποια κίνηση μέσα στους θάμνους. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sans un mot, il a fait un petit mouvement de la tête, l'invitant à se rapprocher. Έκανε ήσυχα μια κίνηση με το κεφάλι του, καλώντας την να πλησιάσει. |
κίνημαnom masculin (Politique, Arts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mouvement néo-libéral est né en Oklahoma. Το νεοφιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε στην Οκλαχόμα. |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) D'un mouvement rapide, il attrapa le voleur. Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε τον ληστή. |
κίνησηnom masculin (musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette symphonie compte trois mouvements. Αυτή η συμφωνία έχει τρεις κινήσεις. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mouvement de la machine était stable et régulier. Η κίνηση του μηχανήματος ήταν σταθερή και ομαλή. |
μόδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les réseaux sociaux sont le dernier mouvement que les grandes entreprises du monde suivent. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κούνημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan marchait en faisant des mouvements maladroits à cause de sa blessure. |
στροφή(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ces dernières années, nous avons assisté à une poussée à droite. |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les grands gestes de Paul quand il parlait étaient parfois un peu effrayants. Οι άγριες χειρονομίες του Πωλ όταν μιλούσε ήταν κάπως τρομακτικές μερικές φορές. |
περάσμαnom masculin (de la main) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le geste de la main que le médium fit au-dessus de la table sembla déclencher une étrange série d'événements. |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons appris de nouveaux gestes (or: mouvements) en cours de massage. |
Πριμιτιβισμός(Art : mouvement) |
ορμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο μετεωρίτης είχε μεγάλη ορμή όταν χτύπησε το έδαφος. |
περιστροφική κίνηση(mouvement) |
επίθεση(Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attaque de l'équipe vers le but a pris ses adversaires par surprise. Η επίθεση της ομάδας στο τέρμα εξέπληξε τους αντιπάλους τους. |
κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καμαρωτός, κορδωτόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εν κινήσειlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne jamais ouvrir la portière quand la voiture est en mouvement. |
κουρδιστόςlocution adjectivale (με το χέρι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je viens de faire réparer ma vieille montre à mouvement mécanique. |
κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Janet observait le mouvement constant du sable dans le vent. Η Τζάνετ παρακολουθούσε την κίνηση της άμμου στον άνεμο. |
ανοδική κίνησηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναδασμόςnom masculin (εκ νέου μοίρασμα της γης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατάβαση,πτώσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρεύμα αέραnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut que je sorte dans le jardin, il n'y a pas le moindre souffle d'air dans cette pièce. |
κίνηση Μπράουνnom masculin (Sciences) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mouvement brownien est aléatoire. |
αέναη, αδιάκοπη, ασταμάτητη κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρυθμική κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mouvement de balancier du bateau me donnait le mal de mer. |
περιστροφική κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οργανισμός ενάντια στην κατανάλωση οινοπνεύματος(Histoire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανοδική κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κίνημα για πολιτικά δικαιώματαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αισθητήρας κίνησηςnom masculin (συσκευή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίεςnom masculin (anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περνάω σπρώχνοντας
|
πηγαινοέρχομαι(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο ελέφαντας περπατούσε με βαριά βήματα μέσα στο δάσος. |
ζαρώνω, μαζεύομαι(reculer) (από φόβο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai un mouvement de recul à chaque fois qu'elle dit qu'elle va chanter. Ανατριχιάζω όποτε λέει ότι θα τραγουδήσει. |
περπατάω, προχωράωverbe pronominal (canard) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'adore la façon dont les canards se dandinent quand je leur jette du pain. |
τινάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Harry tressaille à chaque fois qu'on s'approche de lui. Ο Χάρι τινάζεται κάθε φορά που τον πλησιάζει κάποιος. |
χιμώ, χυμώ, ορμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'est soudain jetée en avant, cherchant à m'étrangler. |
σκίζω τον αέρα(bruit aigu : balle,...) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω σε ύπτια θέση(rare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πίσωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a eu un mouvement de recul quand le chien a aboyé. Έκανε πίσω απότομα όταν της γάβγισε το σκυλί. |
ξεπετάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le policier a sorti son stylo pour me mettre une contravention. |
κίνηση προς τα εμπρός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ωρολογιακός μηχανισμόςnom masculin La partie transparente de la montre permet de voir le mécanisme complexe. |
οι σουφραζέτεςnom masculin (France) (αποδοκιμασίας) Ma fille veut devenir pape. Qu'est-ce que le MLF va encore inventer ? |
τινάζομαι, πετιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το άλογο τραβήχτηκε απότομα στην άκρη όταν ένα φίδι βγήκε από τους θάμνους. |
κινούμαι πολύ γρήγορα, κινούμαι σαν σφαίρα, κινούμαι σαν βολίδα(objet) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La flèche de l'ennemi a traversé l'air en sifflant. Το τόξο του εχθρού πέρασε βολίδα. Ο αθλητής έτρεχε σαν σφαίρα στον στίβο. |
κάνω σκέιτ, κάνω σκέιτμπορντ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Στον Σάιμον και τον Τζέικ αρέσει να πηγαίνουν με τα σκέιτμπορντ στο σχολείο όταν έχει καλό καιρό. |
κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτηταverbe intransitif (voiture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les voitures roulaient à toute vitesse sur la piste. |
απότομη κίνηση
Paul a dégagé la hache de la buche avec un coup sec et s'est mis au travail. Ο Πωλ έβγαλε το τσεκούρι από το κούτσουρο με ένα απότομο τράβηγμα και άρχισε να δουλεύει. |
τίναγμα, τράνταγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η μηχανή πήρε μπρος με απότομες κινήσεις και τινάγματα. |
πήδημα, άλμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) D'un mouvement brusque en avant, il a saisi l'intrus. |
κρυφή και αθόρυβη κίνηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Adrian voyait bien qu'il lui faudrait marcher discrètement s'il voulait se rapprocher assez près pour entendre ce qu'ils disaient. Ο Άντριαν κατάλαβε ότι θα έπρεπε να κινηθεί κρυφά και αθόρυβα για να πλησιάσει αρκετά ώστε να ακούσει τι λένε. |
καβαλάω μηχανή(activité) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλπάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατάω πλάγια
Ils sont allés jusqu'aux arbres en traversant les herbes hautes en marchant de côté. Περπάτησαν πλάγια μέσα από το ψηλό γρασίδι προς τα δέντρα. |
τίναγμαnom masculin (με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tim jeta la pièce dans la boîte de conserve d'un mouvement rapide du poignet. // Le mouvement rapide de tête que fit Mary Mary était un essai raté pour tenter de dégager ses cheveux de devant ses yeux. |
πηγαίνω με μηχανάκι(activité) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je faisais de la mobylette ® quand j'étais plus jeune. |
στριφογυρίζω(Tennis, Base-ball) (κυκλικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur fit un mouvement de balancier avec sa raquette de tennis. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν ο Ποσειδώνας κράδαινε την τρίαινά του, προκαλούσε τρικυμία. |
χεριά(Natation) (κολύμβηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mouvement des bras du nageur était puissant et le propulsait en avant. |
Ντανταϊσμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κίνηση προς τα κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετακίνηση μαζώνnom masculin (Géologie) (γεωλογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le gamin a couru à travers le terrain à toute vitesse pour récupérer le ballon. Το παιδί τσακίστηκε να φτάσει στην άλλη πλευρά του γηπέδου για να πιάσει την μπάλα. |
πάω κούτσα κούτσα(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un des moteurs de l'avion est tombé en panne et nous avons volé tant bien que mal jusqu'à la ville la plus proche pour un atterrissage d'urgence. |
γλιστράω, γλιστρώadverbe (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jean a traversé la scène discrètement, sans que personne ne la voie. |
πλαγιολισθαίνωlocution verbale (Aéronautique) (αεροναυπηγική: γραμμή πορείας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après le décollage, l'avion a fait un lacet vers la gauche. Μετά την απογείωση, το αεροπλάνο πλαγιολίσθησε απότομα προς τα αριστερά. |
κροταλίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσαλαβουτάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάω με την άμαξα, περνάω με το κάρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le conducteur se promenait en cabriolet. |
κινούμαι με θόρυβοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les vaches couraient d'un pas lourd dans le champ. Ο αγελάδες έτρεχαν με θόρυβο στο λιβάδι. |
κινούμαι αθόρυβα
Mark est sorti de la réunion sans bruit, avant la fin. Le voleur avançait sans bruit dans l'allée, rasant les murs. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mouvement στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mouvement
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.