Τι σημαίνει το coup στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης coup στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coup στο Γαλλικά.
Η λέξη coup στο Γαλλικά σημαίνει χτύπημα, χτύπημα, βολή, χτύπημα, χτύπημα, βολή, εκρηκτική ύλη, χτύπημα, χτύπημα, σφαλιάρα, χτύπημα, πλήγμα, χτύπημα, σκούντηγμα, κρότος, ήχος, χτύπημα, χτύπημα, σπρώξιμο, χτύπημα, χτύπημα, καλός στο κρεβάτι, προσπάθεια, απόπειρα, χτύπημα, πήδημα, χτύπημα, κτύπημα, κομμάτι, ζαριά, μολυβιά, σουτ, πληγή, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, πλήγμα, κόψιμο, κίνηση, πόνος, στριμωξίδι, σπρωξίδι, χτύπημα, χτύπημα, ζαριά, τίναγμα, πέταγμα, χτύπημα, γαμήσι, προσπάθεια, δοκιμή, κόλπο, χεριά, θύελλα, πινελιά, πλήγμα, γρήγορος, στα γρήγορα, τη μια στιγμή, παραλήρημα, παρόρμηση, ώθηση, λήψη αυστηρών μέτρων, θερμοπληξία, αναζωογόνηση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάτι που με ανεβάσει, πήδημα, κορνάρω, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, τηλεφωνώ σε κπ, σκουπίζω, κορνάρω, μαχαιρώνω, χτυπάω, σκουντώ, kickoff, <div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, τηλεφωνώ, χτυπώ, ανανεώνω, προσπάθεια, ψαριά, κρότος, αστραπή, χτενίζω, καρφώνω με τα κέρατα, τη φέρνω σε κπ, ντου, στριφογυριστή γροθιά, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, τηλέφωνο, ματιά, βοηθάω, βοηθώ, βολή, χτύπημα βάσης, κτύπημα βάσης, παρόρμηση, κλωτσιά, κρότος, ποτηράκι, με, αντέχω, ξεκινώ, αρχίζω, αδειάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης coup
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a fallu trois coups de hache pour fendre la bûche. Χρειάστηκαν τρεις τσεκουριές για να κοπεί το κούτσουρο στα δύο. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a reçu 40 coups de fouet comme punition. Για τιμωρία δέχτηκε 40 χτυπήματα με το μαστίγιο. |
βολήnom masculin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le coup du golfeur mériterait d'être travaillé. Η βολή του παίκτη του γκολφ θα μπορούσε να βελτιωθεί. |
χτύπημαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tina est allée ouvrir la porte après avoir entendu un coup. Η Τίνα πήγε να απαντήσει στο χτύπημα της πόρτας. |
χτύπημαnom masculin (combat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup le renversa, mais il se releva rapidement. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δέχτηκε αλλεπάλληλα πλήγματα στο πρόσωπο. |
βολήnom masculin (Billard) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le coup était difficile car la boule devait traverser toute la table. |
εκρηκτική ύληnom masculin Le coup n'est pas parti donc, il n'y a pas eu d'explosion. |
χτύπημαnom masculin (bruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup de marteau contre le mur a réveillé tout le monde. |
χτύπημαnom masculin (figuré : émotionnel) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nouvelle de la mort de son mari lui a porté un coup terrible. Τα νέα για τον χαμό του άντρα της αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα. |
σφαλιάρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Petits, si nous n'étions pas sages, nous étions sûrs de nous prendre un coup. |
χτύπημα, πλήγμα(ενέργεια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu ne pourrais pas dire à tes amis qu'ils utilisent la sonnette ? Tous ces coups abîment la porte. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup de Sally sur la table a attiré l'attention de tous. Το χτύπημα της Σάντυ στο τραπέζι τράβηξε την προσοχή όλων. |
σκούντηγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρότοςnom masculin (de tonnerre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un gros coup de tonnerre a interrompu la sieste du chat. Ο δυνατός κρότος του κεραυνού ξύπνησε τη γάτα από τον υπνάκο της. |
ήχοςnom masculin (de sifflet,...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tout le monde sursauta au coup de trompette. Όλοι αναπήδησαν από την έκπληξη όταν άκουσαν τον ήχο της τρομπέτας. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le joueur a dû partir après avoir reçu un coup sur la tête. Ο παίχτης έπρεπε να βγει εκτός μετά από χτύπημα στο κεφάλι. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σπρώξιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup de Larry a fait tomber Gerry. Η σπρωξιά του Λάρι έριξε τον Τζέρι κάτω. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup du boxeur sur le côté de la tête prit son adversaire par surprise. Το χτύπημα του μποξέρ στο πλάι του κεφαλιού εξέπληξε τον αντίπαλό του. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce coup sur le coude droit m'a laissé un bleu. |
καλός στο κρεβάτιnom masculin (très familier : personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon nouveau mec est vraiment un bon coup. Ο καινούριος γκόμενός μου είναι πολύ καλός στο κρεβάτι. |
προσπάθεια, απόπειραnom masculin (Sport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a tapé la balle trois fois en trois coups aujourd'hui. Σήμερα, είχε τρία εύστοχα χτυπήματα σε τρεις προσπάθειες στο μπέιζμπολ. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πήδημα(argot, vulgaire) (υβριστικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il ne l'aime pas, il veut juste tirer un coup. |
χτύπημα, κτύπημαnom masculin (Golf) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Au golf, vous n'avez le droit qu'à un coup sur le tee. |
κομμάτιnom masculin (familier, vulgaire : personne) (μτφ: ερωτικός/ή παρτενέρ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Oui, cette fille est un bon coup. Ναι, είναι καλό κομμάτι. |
ζαριάnom masculin (de dés) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le coup montrait un cinq et un quatre, alors il a perdu sa mise. |
μολυβιάnom masculin (de pinceau, crayon,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son fils de trois ans a badigeonné le mur de sa chambre à grands coups de feutre. |
σουτnom masculin (Football) (ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il a obtenu un coup franc. Κέρδισε ένα ελεύθερο σουτ (or: λάκτισμα). |
πληγή(ανάλογα με την περίπτωση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χτύπημα(de vent) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup de vent a endommagé les voiles. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le boxeur a donné un bon coup au visage de son adversaire. |
χτύπημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χτύπημα, πλήγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Suite au coup pris à la mâchoire, il avait un bleu et saignait. |
κόψιμοnom masculin (de couteau, de hache) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce coup était bâclé : regarde, la hache est par terre. |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En un seul superbe coup, l'équipe de base-ball a éliminé trois joueurs. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il avait beau faire, Adam n'arrivait pas à oublier la douleur causée par les mots cruels de sa femme. |
στριμωξίδι, σπρωξίδι(entre personnes) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un coup de coude de sa collègue fit renverser son thé à Audrey. Il faut donner un coup énergique pour fermer la porte. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jim a reçu un coup à la tête dans l'accident. Ο Τζιμ δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι στο ατύχημα. |
χτύπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le coup donné par le tracteur a fait tomber la botte de foin. |
ζαριάnom masculin (de dés) (για ζάρια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a eu de la chance dès le premier coup de dés. Η πρώτη ρίψη (or: ριξιά) των ζαριών ήταν τυχερή. |
τίναγμα, πέταγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le colibri fila d'un petit coup d'aile. |
χτύπημα(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαμήσι(vulgaire : indénombrable) (χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το ζευγάρι συναντήθηκε για ένα γρήγορο πήδημα την ώρα του διαλείμματος. |
προσπάθεια, δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a réussi à la troisième tentative. |
κόλπο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je ne sais pas encore bien couper les tomates, il faut que je prenne le pli. |
χεριά(Natation) (κολύμβηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mouvement des bras du nageur était puissant et le propulsait en avant. |
θύελλαnom masculin (orage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On attend un fort coup de vent ce soir, alors on a fermé les volets de la maison sur la plage. |
πινελιά(Peinture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fallait des dizaines de coups de pinceau pour peindre le ciel. |
πλήγμα(familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La perte de financement fut un coup dur pour l'avancement du projet. |
γρήγορος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στα γρήγορα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Η Λίζα σταμάτησε για λίγο στο μαγαζί ενώ πήγαινε στη συναυλία. |
τη μια στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
παραλήρημα(soutenu) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Κάθριν ήταν έξαλλη και το παραλήρημά της συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά. |
παρόρμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je ressens soudainement l'impulsion de manger une glace. Είχα μια ξαφνική παρόρμηση να φάω παγωτό. |
ώθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Obtenir cette subvention a donné une sacrée impulsion au projet de construction. Η καταβολή της επιδότησης έδωσε ώθηση στο οικοδομικό σχέδιο. |
λήψη αυστηρών μέτρων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θερμοπληξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναζωογόνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball, anglicisme) |
κάτι που με ανεβάσει(alcool surtout) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πήδημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben s'est redressé avec un soubresaut en entendant la porte ouvrir. |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Klaxonne s'il n'avance pas. |
ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure. |
τηλεφωνώ σε κπ
|
σκουπίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert a nettoyé et balayé avant d'aller se coucher. Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο. |
κορνάρω(οχήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qui est cette personne qui klaxonne derrière moi ? |
μαχαιρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agresseur a poignardé sa victime (or: a donné un coup de couteau à sa victime) lorsqu'elle a refusé de lui donner son sac. Ο ληστής μαχαίρωσε το θύμα του όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει την τσάντα της. |
χτυπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un supporter a frappé l'arbitre à la tête avec sa chaise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ. |
σκουντώ(ανάλογα με την περίπτωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
kickoff(Foot américain, anglicisme) (ξενικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Au kick-off, l'équipe locale a pris le contrôle du terrain. |
<div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
|
τηλεφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu vas passer ou est-ce que tu vas juste téléphoner ? Θα έρθεις από εδώ ή απλά θα πάρεις τηλέφωνο; |
χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le boxeur a frappé son adversaire. Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του. |
ανανεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau gérant a redynamisé la société. |
προσπάθεια(souvent pluriel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Leurs efforts de dernière minute les aidèrent à trouver une solution. Η προσπάθεια της τελευταίας στιγμής τους βοήθησε να φτάσουν σε μια απόφαση. |
ψαριά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le pêcheur a fait une énorme prise la nuit dernière. Ο ψαράς έβγαλε μια τεράστια ψαριά χτες βράδυ. |
κρότος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'assiette est tombée au sol en un fracas. Το πιάτο έπεσε στο πάτωμα με έναν κρότο. |
αστραπή(μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Dan a fait une visite éclair à Paris. |
χτενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après une journée à la mer, j'ai du mal à peigner mes cheveux. Μετά από μια μέρα στην παραλία, είναι δύσκολο να χτενίσω τα μαλλιά μου. |
καρφώνω με τα κέρατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le taureau encorna le toréador. |
τη φέρνω σε κπ(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il n'est pas revenu avec les marchandises j'ai su que j'avais été roulé. |
ντου(raid de police) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Plusieurs toxicomanes ont été découverts lors de la descente. Ανακάλυψαν αρκετούς χρήστες ναρκωτικών όταν έκαναν έφοδο. |
στριφογυριστή γροθιά(coup) (πυγμαχία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι. |
τηλέφωνο(téléphonique) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai reçu un appel de mon directeur de banque aujourd'hui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις. |
ματιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La blonde remarqua le regard de Dan et le lui rendit. Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous demandons à tous ceux qui le peuvent de bien vouloir aider. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
βολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa frappe a envoyé la balle derrière son adversaire. |
χτύπημα βάσης, κτύπημα βάσης(Base-ball, anglicisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aujourd'hui, le joueur a fait trois coups sûrs, mais n'a marqué aucun point. |
παρόρμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a acheté les chaussures sur une impulsion. |
κλωτσιά(quadrupède : coup de pied vers l'arrière) (ικανότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce mulet a des ruades vicieuses. Αυτό το μουλάρι έχει γερό πόδι. |
κρότος(arme à feu) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le soldat entendit les détonations des fusils ennemis. |
ποτηράκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
με(sous l'effet de) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il a agi dans la colère. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne suis pas sûr de pouvoir tenir jusqu'à la fin de la journée de travail. Je risque de m'endormir avant. Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε. |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont lancé l'expédition dans la jungle inexplorée. Ξεκίνησαν την αποστολή μέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα. |
αδειάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy vida son verre. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coup στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του coup
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.