Τι σημαίνει το écouter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης écouter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του écouter στο Γαλλικά.
Η λέξη écouter στο Γαλλικά σημαίνει ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, είμαι απλός ακροατής, ακούω, υπακούω, αφήνω κπ να ολοκληρώσει, προσέχω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, προσέχω, κρυφακούω, κρυφακούω, κοίτα, δες, κρυφακούω, τσεκάρω, κόβω, ακούω, ακούω, συντονίζομαι σε, παρακολουθώ, ακρόαση, ευχάριστος στην ακοή, καλός ακροατής, κρυφακούω, στήνω αυτί, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω, δέχομαι συμβουλές, κρυφακούω, ακούω προσεκτικά, προσέχω, βάζω μουσική, ακούω προσεκτικά, προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως, προσέχω, ακούω προσεκτικά, αφουγκράζομαι, το να κρυφακούω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης écouter
ακούωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sois silencieux et écoute. Quels sons entends-tu ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μείνε για ένα λεπτό ήσυχος και άκου (or: αφουγκράσου). Τι ακούς; |
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tais-toi, s'il te plaît. J'écoute la radio. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε παρακαλώ, κάνε ησυχία. Ακούω ραδιόφωνο. |
ακούω(considérer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais qu'ils écoutent ma proposition. Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου. |
ακούωverbe transitif (porter attention) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écoutez-moi bien attentivement. Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά. |
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si j'avais écouté les conseils de ma mère, je n'en serais pas là. |
είμαι απλός ακροατήςverbe transitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ακούω, υπακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pam a écouté l'avis de tempête et s'est réfugiée dans l'abri. Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο. |
αφήνω κπ να ολοκληρώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je doute qu'il me convainque, mais je suis prêt à l'écouter. Δεν πιστεύω τη δικαιολογία του αλλά θα τον ακούσω. |
προσέχω, ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écoute-moi quand j'essaye de te dire quelque chose d'important. Άκουγέ με όταν προσπαθώ να σου πω κάτι σημαντικό. |
ακούωverbe transitif (assister à) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous sommes allés écouter le concert dans le parc. Πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη συναυλία στο πάρκο. |
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu lui présentes ton argument calmement, je suis sûr que le patron t'écoutera. |
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούωverbe transitif (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écoute ta mère et range ta chambre. Άκου (or: Υπάκουσε) τη μητέρα σου και πήγαινε να καθαρίσεις το δωμάτιό σου. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu veux bien écouter ce que j'ai à te dire ? |
προσέχωverbe transitif (ce qui se passe) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Écoute un peu ce qui se passe ! Arrête de lire quand je te parle ! Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω! |
κρυφακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρυφακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous cherchons un endroit pour parler en privé, sans que personne n'écoute (or: n'espionne). Ψάχναμε ένα μέρος για να μπορέσουμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως, χωρίς να κρυφακούει κανείς. |
κοίτα, δες(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mate ça ! Cette voiture est trop cool ! Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο! |
κρυφακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσεκάρω, κόβω(familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mate-moi ce type avec le haut-de-forme ! Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο! |
ακούω(μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a sans arrêt des problèmes mais refuse d'obéir. Μπλέκει πάντα σε μπελάδες και δεν ακούει (or: υπακούει). |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντονίζομαι σε(radio) |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement est à l'écoute des émissions de radio diffusées par la Corée du Nord. Η κυβέρνηση παρακολουθεί τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις από τη Βόρεια Κορέα. |
ακρόαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une écoute attentive d'un morceau de musique révèlera souvent des choses que l'on n'avait pas remarquée avant. Η προσεκτική ακρόαση ενός μουσικού κομματιού συχνά αποκαλύπτει πράγματα που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν. |
ευχάριστος στην ακοήlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλός ακροατήςnom féminin |
κρυφακούω, στήνω αυτίlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux entendre ce qu'ils disent si tu écoutes discrètement aux portes. |
δίνω προσοχή, προσέχω(ακούω προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faites bien attention, sinon, vous aurez des ennuis. |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut tenir compte des notices de médicaments avant de les prendre. |
δέχομαι συμβουλέςverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'écoutera l'avis de personne pour prendre sa décision. |
κρυφακούω(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne voulais pas écouter aux portes, c'est juste qu'ils parlaient juste devant ma porte. Δεν είχα την πρόθεση να στήσω αυτί, μιλούσαν όμως ακριβώς έξω απ' την πόρτα μου. |
ακούω προσεκτικά
Si tu écoutes attentivement, tu peux reconnaître les oiseaux par leur chant. |
προσέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βάζω μουσικήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω προσεκτικά
Les enfants écoutaient attentivement l'histoire de leur grand-père. |
προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρωςverbe transitif Écoute bien ce que je vais dire car je ne me répéterai pas. |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω προσεκτικά, αφουγκράζομαιverbe intransitif (λογοτεχνικό, απαρχαιωμένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το να κρυφακούωlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του écouter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του écouter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.