Τι σημαίνει το école στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης école στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του école στο Γαλλικά.

Η λέξη école στο Γαλλικά σημαίνει σχολείο, σχολείο, σχολή, σχολείο, σχολείο, πανεπιστήμιο, σχολικό κτήριο, ακαδημία, ακαδημία, ακαδημία, σχολή σκέψης, σχολείο, όλου του σχολείου, επιστροφή στο σχολείο, προνήπιο, κατηχητικό, Πριμιτιβισμός, σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών, σχολή οδηγών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω κοπάνα από κτ, στο σχολείο, μετά το σχολείο, νηπιαγωγείο, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, διευθυντής, βρεφονηπιακός σταθμός, παιδικός σταθμός, δάσκαλος, δάσκαλος, εργασία στην τάξη, κατ' οίκον εκπαίδευση, πρωτοετής στρατιωτικής σχολής, δασκάλα, διοίκηση επιχειρήσεων, αρχιτεκτονική σχολή, πολυτεχνείο, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η παλιά σχολή, σχολείο για μαθητές ως 12 ετών που τους προετοιμάζει για ιδιωτικό σχολείο, ιδιωτικό δημοτικό, ιδιωτικό σχολείο, δραματική σχολή, σχολή καλών τεχνών, σχολείο καλών τρόπων, δάσκαλος οδήγησης, μηχανολογική σχολή, στρατιωτική ακαδημία, μουσικό σχολείο,κολλέγιο, Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, Ανώτερη Ναυτική Σχολή, σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικού, νηπιαγωγείο, βασική εκπαίδευση, δημοτικό σχολείο, αναμορφωτήριο, σχολή ιππασίας, πολυτεχνείο, σχολή καλών τεχνών, σχολή σχεδίου, κολλέγιο, σχολή καλών τεχνών, δημόσιο σχολείο, επαγγελματικό λύκειο, ημι-ιδιωτικό σχολείο, δημοτικό σχολείο, ιδιωτικό σχολείο, σχολή αισθητικής, καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο, σχολή μαγειρικής, οδοντιατρική σχολή, εκπαίδευση οδηγών, δάσκαλος, δασκάλα, δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών, σχολείο κωφών, νηπιαγωγός, σχολικό γεύμα, σχολική παράσταση, σχολική ετοιμότητα, σχολικό έμβλημα, σχολικό περιβάλλον, αγάπη για το σχολείο, νηπιαγωγείο, ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσης, σχολή εκμάθησης καλών τρόπων, εκκλησιαστικό σχολείο, μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο, σχολική ζωή, σχολικά χρόνια, ένοπλες επιθέσεις σε σχολεία, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης école

σχολείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tous les enfants doivent aller à l'école.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. «Το σχολειό μου ήταν δίπλα σε αυτή την εκκλησία», είπε η ηλικιωμένη κυρία.

σχολείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En France, l'école est obligatoire dès l'âge de six ans.

σχολή

nom féminin (mouvement artistique) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'École florentine a été créée par Giotto. En tant que philosophe, elle appartient à l'école du platonisme.

σχολείο

nom féminin (ensemble des élèves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toute l'école a été très choquée quand le proviseur a été renvoyé.

σχολείο

(bâtiment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette école a été construite en 1956.

πανεπιστήμιο

(γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η Έλενα αποφοίτησε από ένα καλό πανεπιστήμιο.

σχολικό κτήριο

nom féminin

ακαδημία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a étudié dans une école culinaire après le lycée.

ακαδημία

nom féminin (επαγγελματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'école des scientifiques lui a accordé une récompense.

ακαδημία

nom féminin (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a envoyé son fils dans une école militaire.

σχολή σκέψης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle va à l'école primaire du quartier
Πηγαίνει στο τοπικό δημοτικό σχολείο.

όλου του σχολείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστροφή στο σχολείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La rentrée des élèves a lieu le 6 septembre cette année.

προνήπιο

(France : jusqu'à 3 ans)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai mis ma fille de 2 ans à la crèche.

κατηχητικό

(Catholicisme, équivalent, France)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les enfants lisaient les histoires de la Bible ensemble au catéchisme.

Πριμιτιβισμός

(Art : mouvement)

σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών

(France, équivalent : 15-18 ans)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σχολή οδηγών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(avion, bateau, camion)

κάνω κοπάνα από κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο σχολείο

adverbe (plutôt pour les plus jeunes)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah n'est pas ici tout de suite : elle est à l'école.

μετά το σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le professeur a fait rester Kyle après les cours pour qu'il finisse ses devoirs.

νηπιαγωγείο

nom féminin (Scolaire, 2-6 ans)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate a mis sa fille à l'école maternelle à l'âge de 5 ans.
Η Κέιτ πήγε την κόρη της στο νηπιαγωγείο στην ηλικία των 5.

μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού

Harry n'est encore qu'un écolier, il n'a pas encore appris ça.

διευθυντής

(école primaire) (σχολείου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le directeur a consenti à donner les cours du samedi.

βρεφονηπιακός σταθμός, παιδικός σταθμός

Les enfants commençaient l'école maternelle à 3 ans.
Τα παιδιά ξεκίνησαν να πηγαίνουν στον βρεφονηπιακό σταθμό στην ηλικία των 3 ετών.

δάσκαλος

(école primaire, un peu vieilli)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δάσκαλος

(école primaire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργασία στην τάξη

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατ' οίκον εκπαίδευση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρωτοετής στρατιωτικής σχολής

nom masculin et féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δασκάλα

(école primaire, un peu daté)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοίκηση επιχειρήσεων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai passé un concours pour essayer d'intégrer une prestigieuse école de commerce.

αρχιτεκτονική σχολή

nom féminin

Howard est diplômé d'une école d'architecture.

πολυτεχνείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Irene étudie à l'école d'ingénieur.

πρωτοβάθμια εκπαίδευση

nom féminin (επίσημο)

Karen commence l'école primaire l'année prochaine.
Η Κάρεν θα πάει σχολείο του χρόνου.

η παλιά σχολή

nom féminin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Davies fait partie de la vieille école des commentateurs sportifs.

σχολείο για μαθητές ως 12 ετών που τους προετοιμάζει για ιδιωτικό σχολείο

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il est allé dans une école primaire privée qui coûtait cher.

ιδιωτικό δημοτικό

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'école primaire privée accueille environ 150 garçons.

ιδιωτικό σχολείο

nom féminin

Est-ce que tu es allée à l'école publique ou à l'école privée ?

δραματική σχολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολή καλών τεχνών

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολείο καλών τρόπων

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δάσκαλος οδήγησης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La monitrice d'auto-école lui a donné une technique infaillible pour réussir son créneau.

μηχανολογική σχολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιωτική ακαδημία

nom féminin

West Point est une école militaire très respectée.

μουσικό σχολείο,κολλέγιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Σχολή Ναυτικών Δοκίμων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ανώτερη Ναυτική Σχολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικού

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νηπιαγωγείο

nom féminin (France, 3-6 ans) (υποχρεωτική εκπαίδευση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma fille de trois ans va à l'école maternelle comme je dois travailler.

βασική εκπαίδευση

nom féminin

Aux États-Unis, la plupart des enfants apprennent à écrire et à compter durant leurs premières années d'école.

δημοτικό σχολείο

nom féminin

Il y a une très bonne école primaire dans le quartier où nous allons nous installer.
Υπάρχει ένα πολύ καλό δημοτικό σχολείο στην περιοχή που θα μετακομίσουμε.

αναμορφωτήριο

nom féminin (Histoire, vieilli)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολή ιππασίας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολυτεχνείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολή καλών τεχνών

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολή σχεδίου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κολλέγιο

(France, depuis 2013)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αν θες να γίνεις δάσκαλος, θα πρέπει να πας σε παιδαγωγική ακαδημία. Μια παιδαγωγική ακαδημία μπορεί να σε προετοιμάσει για να δουλέψεις σαν δάσκαλος.

σχολή καλών τεχνών

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημόσιο σχολείο

nom féminin

Leur fils va à l'école publique.

επαγγελματικό λύκειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certains s'inscrivent dans un établissement d'enseignement professionnel pour apprendre une diversité de métiers.

ημι-ιδιωτικό σχολείο

nom féminin (France, équivalent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beaucoup d'écoles privées sous contrat ont un meilleur programme que les écoles publiques.

δημοτικό σχολείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Normalement, les enfants commencent l'école primaire à cinq ou six ans. Ma femme enseignait dans une école primaire.
Τα παιδιά ξεκινούν συνήθως το δημοτικό σχολείο στην ηλικία των πέντε ή έξι ετών.

ιδιωτικό σχολείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολή αισθητικής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο

nom féminin

σχολή μαγειρικής

(n'existe pas en France)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδοντιατρική σχολή

nom féminin (πανεπιστήμιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπαίδευση οδηγών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δάσκαλος, δασκάλα

(nom officiel)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mme Talton est un excellent professeur des écoles.

δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σχολείο κωφών

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νηπιαγωγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σχολικό γεύμα

nom masculin

σχολική παράσταση

nom masculin

J'ai dû aller voir le spectacle de l'école de ma fille : mon dieu, que c'était long !

σχολική ετοιμότητα

nom féminin (ωριμότητα παιδιού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχολικό έμβλημα

nom masculin (σχολείο)

σχολικό περιβάλλον

nom masculin

αγάπη για το σχολείο

nom masculin (στο οποίο φοιτά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νηπιαγωγείο

nom féminin (ένα έτος πριν το Δημοτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Après la crèche, mon petit dernier est allé à la maternelle.

ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσης

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σχολή εκμάθησης καλών τρόπων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκκλησιαστικό σχολείο

μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο

nom féminin

σχολική ζωή

nom féminin

σχολικά χρόνια

nom féminin pluriel

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ένοπλες επιθέσεις σε σχολεία

nom féminin (από μαθητές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα

locution verbale

Nous allons à l'école du lundi au vendredi.

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(familier : pour collégiens, lycéens)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je regrette d'avoir séché les cours au lycée.
Μετανιώνω που έκανα κοπάνες στο σχολείο.

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

locution verbale (un peu vieilli, pour écoliers) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του école στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του école

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.