Τι σημαίνει το échapper στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης échapper στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του échapper στο Γαλλικά.
Η λέξη échapper στο Γαλλικά σημαίνει πέρα από τον έλεγχο σου, γλιστράω, γλιστρώ, διαρρέω, δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεφεύγω από κτ/κπ, αποφεύγω, μου διαφεύγει, ξεφεύγω, το σκάω, φοροδιαφεύγω, τρέχω, βγαίνω, ρέω, ατιμώρητος, στο τσακ, παρά τρίχα, τη γλυτώνω παρά τρίχα, γλιτώνω παρά τρίχα, πάω ενάντια στο κατεστημένο, φτηνά τη γλυτώνω, φουσκώνω, το σκάω, διαφεύγω, διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, τρόπος διαφυγής, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, ξεφεύγω από κτ, αποφεύγω, διαφεύγω, διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, δεν επηρεάζομαι από, ξεφεύγω, απελευθερώνομαι από κτ, διαρρέω, διαφεύγω, ξεφεύγω από κπ, χάνω την μπάλα, βγαίνω από κτ, το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ, ξεγλιστρώ από κτ, φουσκώνω, το σκάω, μου ξεφεύγει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης échapper
πέρα από τον έλεγχο σουverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλιστράω, γλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le verre glissa des mains de Ian. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του γλίστρησε το ποτήρι απ' το χέρι. |
διαρρέωverbe pronominal (eau, gaz) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les fumées se sont échappées dans l'atmosphère. Οι καπνοί διέρρευσαν στην ατμόσφαιρα. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω(από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του. |
ξεφεύγω(μεταφορικά: από κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sort et travaille sur la voiture pour fuir sa belle-mère. Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του. |
ξεφεύγω από κτ/κπ
Les réfugiés ont passé la frontière pour échapper à la guerre. Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. |
αποφεύγω(éviter) (κάτι δυσάρεστο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le garçon a échappé à la punition en dénonçant son ami. Το αγόρι γλύτωσε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του. |
μου διαφεύγειverbe transitif indirect (oublier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je connais ce visage, mais son nom m'échappe. Τον ξέρω εξ όψεως, αλλά το όνομά του μου διαφεύγει. |
ξεφεύγω(laisser sortir involontairement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un juron s'échappa de ses lèvres. Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της. |
το σκάωverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le chien des voisins s'est encore échappé durant la nuit. |
φοροδιαφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Plusieurs grandes compagnies ont récemment été accusées de frauder l'impôt. Προσφάτως ανακαλύφθηκε πως αρκετές πολυεθνικές εταιρείες φοροδιέφευγαν. |
τρέχω, βγαίνω, ρέω(liquide) (για υγρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ατιμώρητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο τσακ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Αμάν! Στο τσακ τη γλιτώσαμε. Πίστευα πως θα ζητήσει να δει την ταυτότητά μου. |
παρά τρίχα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est sorti de l'accident, sachant qu'il l'avait échappé belle. |
τη γλυτώνω παρά τρίχα(μεταφορικά) Les parents de l'enfant sont devenus très pâles quand ils ont entendu comment celui-ci l'avait échappé de justesse. |
γλιτώνω παρά τρίχα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mary l'a échappé belle quand une voiture a failli la renverser. |
πάω ενάντια στο κατεστημένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτηνά τη γλυτώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φουσκώνω(voile,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bruit de la tente qui se gonflait à cause du vent m'a empêché de dormir. |
το σκάω(familier) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Même s'ils pouvaient se tirer de la vieille prison, il n'y avait nulle part où se cacher sur l'île. |
διαφεύγωverbe transitif indirect (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le suspect a échappé à la police pendant trois jours. |
διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assassin en fuite échappe à la police depuis des mois. |
ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ
Joey ne pouvait pas échapper aux conséquences de ses mensonges. |
φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comment as-tu réussi à échapper à tes ravisseurs ? Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο; |
τρόπος διαφυγής(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je n'avais pas envie d'aller à la conférence mais il n'y avait aucun moyen d'y échapper. |
απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιουverbe transitif indirect (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'otage a échappé à ses ravisseurs et s'est mis en sécurité. |
αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ
Le prisonnier s'est évadé de prison en creusant un tunnel. Ο κρατούμενος δραπέτευσε από τη φυλακή σκάβοντας ένα τούνελ. |
ξεφεύγω από κτ
|
αποφεύγωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fugitif a échappé à l'arrestation. Ο δραπέτης απέφυγε τη σύλληψη. |
διαφεύγωverbe transitif indirect (σε κάποιον ή με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une solution à ce problème a échappé aux scientifiques pendant des décennies. |
διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le remède à cette maladie mortelle échappe encore à la médecine. |
δεν επηρεάζομαι από
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les habitants des régions montagneuses ne seront pas touchés par les tsunamis. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les criminels ont réussi à échapper à la police. |
απελευθερώνομαι από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les deux forçats ont réussi à s'échapper du bagne. Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων. |
διαρρέω, διαφεύγω(liquide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'huile coulait du moteur et au bout d'un moment, ce dernier a grippé. Από την μηχανή έσταζε λάδι και μετά από λίγο σταμάτησε να λειτουργεί. |
ξεφεύγω από κπverbe transitif indirect La logique alambiquée de l'avocat a échappé aux jurés et au juge expérimenté. |
χάνω την μπάλα(Sports) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνω από κτ
La fumée sortait de la cheminée. Καπνός βγήκε από την καμινάδα. |
το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεγλιστρώ από κτ(ανεπίσημο, μεταφορικά) |
φουσκώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το σκάω(καθομ: από κάπου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les condamnés se sont évadés de prison. Οι κατάδικοι απέδρασαν από τη φυλακή. |
μου ξεφεύγει κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του échapper στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του échapper
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.