Τι σημαίνει το entendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης entendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entendre στο Γαλλικά.
Η λέξη entendre στο Γαλλικά σημαίνει ακούω, ακούω, ακούω, πραγματοποιώ ακρόαση, καταλαβαίνω, εισακούω, παρακολουθώ, ακούω, ακούω, ακούω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός, μου ξεφεύγει, μαθαίνω για κτ, μέχρι, έως, ως, υπαινίσσομαι, υπονοώ, -, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπ, ακούω τη φωνή της λογικής, ακούγομαι, εισασακούομαι, δεν τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, τα πάω καλά, αρνούμαι να ακούσω, ακούω, βάζω μυαλό, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά, τα πάω καλά με κπ, μαθαίνω για κτ, τα πάω καλά, ταιριάζω με κπ, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά με κπ, ακούω, παρακούω, διατάζω, κάνω, έχω επανακρόαση, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, ακούω, μαθαίνω, ακούω, μαθαίνω, που δε διστάζει να εκφράσει κτ, φιλικός, εκφράζω τη γνώμη μου, στήνω την τιμή, ακούω ότι/πως, υπαινίσσομαι, συνωμοτώ με κπ/κτ, υπονοώ, υπαινίσσομαι, ακούω, μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, από δεύτερο χέρι, ακούω, υπονοώ, θεωρώ, υπαινίσσομαι, υπαινίσσομαι, υπονοώ, ξέρω, γνωρίζω, ταιριάζω με κπ, χάνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης entendre
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il entendit quelque chose se briser dans la cuisine et alla voir ce qui s'était passé. Άκουσε έναν κρότο στην κουζίνα και πήγε να δει τι έγινε. |
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous entendez siffler le train ? // Je ne t'ai pas entendu rentrer hier soir. Ακούς το τρένο που σφυρίζει; // Δεν σε άκουσα όταν ήρθες χτες το βράδυ. |
ακούωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle n'entend plus très bien et devient sourde. Δεν ακούει πλέον καλά και παθαίνει κώφωση. |
πραγματοποιώ ακρόασηverbe transitif (un témoignage,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le tribunal entendra son témoignage mardi. Το δικαστήριο θα πραγματοποιήσει την ακρόαση της μαρτυρίας του την Τρίτη. |
καταλαβαίνωverbe transitif (littéraire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'entends bien, mais je ne suis pas d'accord. |
εισακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prie pour être pardonné et le Seigneur t'entendra. Προσευχήσου στον Θεό για συγχώρεση και οι προσευχές σου θα εισακουστούν. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous assistons à la messe tous les dimanches matin. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pardon, je n'ai pas entendu. Qu'est-ce que tu as dit ? Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες; |
ακούω(considérer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais qu'ils écoutent ma proposition. Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου. |
ακούω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as entendu que M. Johnson était mort ? Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε; |
αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai entendu dire que la situation est grave. Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. |
που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου ξεφεύγει(κατά λάθος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω για κτ(la mort de [qqn]) Quand as-tu appris sa mort ? |
μέχρι, έως, ωςpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Κάτσε να το ακούσεις αυτό! |
υπαινίσσομαι, υπονοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) John s'est dépêché, pensant qu'il était en retard. Περπατάει κιόλας το μωρό; // Ο Τζον βιάστηκε νομίζοντας ότι έχει αργήσει. // Άκουσα την Έρικα να φτερνίζεται στο διπλανό δωμάτιο. |
έχω φιλικές σχέσεις με κπverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je m'entends bien avec mes collègues. Έχω φιλικές σχέσεις με τους συναδέλφους στη δουλειά. Τα πάμε καλά. |
τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπlocution verbale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je m'entends bien avec ma sœur. |
ακούω τη φωνή της λογικήςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'arrive pas à lui faire entendre raison. |
ακούγομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Olive aime se faire entendre dans les discussions de classe. |
εισασακούομαιverbe pronominal (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν τα πάω καλάverbe pronominal (με κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma sœur et moi ne nous sommes jamais bien entendus quand nous étions petites. |
τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick et Steve s'entendent bien. Ο Ρικ και ο Στηβ τα πηγαίνουν καλά. |
τα πάω καλά(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon nouveau colocataire et moi nous sommes bien entendus dès le début. Εγώ και η καινούρια μου συγκάτοικος μου τα πάμε καλά απ' την αρχή. |
αρνούμαι να ακούσω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils disent qu'ils sont toujours mariés mais on a entendu dire qu'ils avaient divorcé en cachette. |
βάζω μυαλόlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après une discussion interminable, il est finalement parvenu à lui faire entendre raison. |
δεν δέχομαι κτ με τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle veut faire de la randonnée toute seule mais ses parents ne veulent pas en entendre parler. J'ai voulu payer le dîner mais il n'a pas voulu en entendre parler. |
μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πάω καλά με κπ(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω για κτ
Comment avez-vous entendu parler de notre société ? Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας. |
τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mes amis et moi nous entendons très bien. Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά. |
ταιριάζω με κπ
Sarah et sa nouvelle colocataire se sont bien entendues dès leur première rencontre. Η Σάρα και η καινούρια συγκάτοικός της ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je m'entends bien avec mon colocataire. |
τα πηγαίνω καλά με κπ
|
ακούω(όχι εσκεμμένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατάζω, κάνω, έχω επανακρόαση(Droit) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je m'entends très bien avec ma belle-mère. Τα πηγαίνω πολύ καλά με την πεθερά μου. |
τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά μεlocution verbale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu n'arrives pas à (bien) t'entendre avec ton patron, tu devrais peut-être démissionner... Αν δεν έχεις καλές σχέσεις με το αφεντικό σου, καλύτερα να παραιτηθείς. |
ακούω, μαθαίνωlocution verbale (για ειδήσεις/νέα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as entendu parler du tremblement de terre au Japon ? |
ακούω, μαθαίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si j'entends parler d'une offre d'emploi, je te préviendrai. Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω. |
που δε διστάζει να εκφράσει κτlocution adjectivale (personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les résidents se sont fait entendre sur leur opposition au projet. |
φιλικόςverbe pronominal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il s'entendait toujours bien avec son ex-femme. |
εκφράζω τη γνώμη μου(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στήνω την τιμήverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce n'est pas la peine d'essayer de trouver moins cher. Les commerçants se connaissent et s'entendent sur les prix. |
ακούω ότι/πως
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons entendu dire qu'il entretenait une maîtresse à Brooklyn. |
υπαινίσσομαιverbe intransitif (faire allusion) (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Votre cadeau sera bleu, laissa-t-il entendre. Έκανε νύξη ότι το δώρο του θα ήταν μπλε. |
συνωμοτώ με κπ/κτ(κοινό σχέδιο) Richardson a été accusé d'être de connivence avec l'ennemi (or: d'avoir pactisé avec l'ennemi). |
υπονοώ, υπαινίσσομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que tu insinues (or: sous-entends) que je devrais perdre du poids ? Τι υπονοείς; Ότι πρέπει να χάσω βάρος; |
ακούωverbe transitif (άθελά μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπlocution verbale J'ai entendu dire par ta mère que tu te mariais l'année prochaine ? Μου είπε η μητέρα σου ότι παντρεύεσαι του χρόνου. |
έχω φιλικές σχέσεις με κπlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu t'entends bien avec tes voisins de palier ? Έχεις φιλικές σχέσεις με τους γείτονες σου; |
από δεύτερο χέρι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle n'était pas là : elle l'a entendu par quelqu'un d'autre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ήταν εκεί. Το έμαθε από δεύτερο χέρι. |
ακούω(κπ να λέει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a entendu par hasard Tina dire qu'elle allait divorcer. |
υπονοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger Daltrey a laissé entendre qu'il pourrait y avoir un nouvel album des Who. |
θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La politique du gouvernement sur la privatisation sous-entend que le secteur privé peut mieux gérer les choses que le secteur public. Η πολιτική της κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση θεωρεί ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι καλύτερος σε θέματα διοίκησης από τον δημόσιο τομέα. |
υπαινίσσομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pam a laissé entendre à Jon que son épouse lui était peut-être infidèle. Η Παμ υπενήχθηκε στον Τζον ότι ίσως η σύζυγός του τον απατούσε. |
υπαινίσσομαι, υπονοώ(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les commentaires de Sarah laissaient entendre qu'il pourrait y avoir une possibilité d'avancement. Τα σχόλια της Σάρας άφηναν ως υπονοούμενο μια πιθανή ευκαιρία για προαγωγή. |
ξέρω, γνωρίζωlocution verbale (avoir des informations sur) (έχουμε συναντηθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai entendu parler de lui, mais ce n'est pas un ami. Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι. |
ταιριάζω με κπ
Shawn a tout de suite sympathisé avec son nouveau beau-frère. Ο Σων ταίριαξε αμέσως με τον νέο του γαμπρό. |
χάνομαιlocution verbale (changement de sujet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je t'entends mal. Je te rappelle plus tard. Κάνει διακοπές το τηλέφωνο, γι' αυτό θα σε πάρω αργότερα. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του entendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.