Τι σημαίνει το crever στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crever στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crever στο Γαλλικά.

Η λέξη crever στο Γαλλικά σημαίνει σκάω, σκίζω, τρυπώ, ξεπατώνω, σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, εξαντλώ, τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, εξουθενώνω, τρυπώ, σκάβω, εξουθενώνω, εξαντλώ, εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ, τρυπάω, τρυπώ, εξαντλώ, εξουθενώνω, ψήνομαι, σκάω, πεινάω σα λύκος, παγώνω από το φόβο μου, με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, πεθαίνω της πείνας, πεινάω σα λύκος, πεθαίνω για κτ, πεθαίνω να κάνω κτ, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, σκάω, ψήνομαι, σκάω, βράζω, πεθαίνω της πείνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crever

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bombe à eau a éclaté sur la jambe du prof.
Το μπαλόνι με το νερό έσκασε όταν χτύπησε στο πόδι του δασκάλου.

σκίζω

(un ballon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tonton a fait éclater le ballon (or: a crevé le ballon) de Théo avec sa cigarette quand il dansait.
Ο Λάρι γέλασε τόσο δυνατά που έσκισε το παντελόνι του.

τρυπώ

verbe transitif (libérer l'air)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le clou creva le pneu du vélo.

ξεπατώνω

verbe transitif (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο

verbe transitif (un œil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fais attention avec ce bâton ! Tu risques de crever l'œil de quelqu'un !

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

verbe transitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
xx

εξαντλώ

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout ce sport va les crever.

τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα

(familier : mourir) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis complètement crevé avec toutes ces courses !
Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα.

εξουθενώνω

verbe transitif (familier : épuiser)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρυπώ

verbe transitif (faire un trou)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill perça l'emballage avec une paire de ciseaux.

σκάβω

verbe transitif (les yeux,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξουθενώνω, εξαντλώ

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Margery était crevée par sa longue journée de travail.

εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρυπάω, τρυπώ

verbe transitif (un ballon,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily perça le ballon avec une aiguille et il se dégonfla.

εξαντλώ, εξουθενώνω

(figuré, familier : fatiguer) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette chaleur va me tuer.
Αυτή η ζέστη θα με εξουθενώσει.

ψήνομαι, σκάω

(figuré : personne) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vache ! On cuit ici ! Je vais piquer une tête dans la piscine.
Ουφ! Σκάω (or: Ψήνομαι). Θα πάω για μια βουτιά στην πισίνα.

πεινάω σα λύκος

(figuré) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À quelle heure on mange ? Je meurs de faim !
Τι ώρα θα είναι έτοιμο το βραδινό; Πεινάω σα λύκος!

παγώνω από το φόβο μου

verbe intransitif (figuré, argot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les enfants crevaient de trouille devant l'homme à la tronçonneuse.

με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι

interjection (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

verbe pronominal (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκωλώνομαι στη δουλειά

verbe pronominal (vulgaire) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Marre de me crever le cul au boulot pour un salaire de misère !

πεθαίνω της πείνας, πεινάω σα λύκος

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω για κτ

locution verbale (familier) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan crevait d'envie de fumer une clope mais, elle n'avait pas envie de sortir.
Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω.

πεθαίνω να κάνω κτ

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je meurs d'envie de revoir ma famille, après avoir passé un an à l'étranger.
Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό.

θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα

(να κάνω κάτι)

Gerald veut à tout prix trouver un emploi.
Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά.

σκάω

(personne : familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je crève de chaud ! On peut ouvrir une fenêtre ?
Σκάω! Δε μπορούμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο;

ψήνομαι, σκάω, βράζω

(figuré : avoir chaud) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Retire ton manteau ou tu vas mourir de chaud !

πεθαίνω της πείνας

(figuré) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À quelle heure on dîne ? Je crois que je vais mourir de faim si je ne mange pas quelque chose bientôt !

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crever στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του crever

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.