Τι σημαίνει το court στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης court στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του court στο Γαλλικά.
Η λέξη court στο Γαλλικά σημαίνει τρέχω, τρέχω, τρέχω, διατρέχω, τρέχω, κυκλοφορώ, συσσωρεύομαι, τρέχω, προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά, σε κυκλοφορία, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, -, κυκλοφορώ, λέω, κοντός, κοντός, κοντός, κοντός, αποκαλυπτικός, μικρός, κομμένος, σύντομος, σύντομος, υψηλός, βραχύς, short, γήπεδο, κομμένος, σύντομος, γήπεδο του τένις, τρέξιμο, κυνηγάω, κυνηγώ, κατεβάζω σε αγώνες, βάζω να τρέξουν σε αγώνες, σπανιότατος, τα μασάω σε κπ, τρέχω, ξεπερνώ στο τρέξιμο, επιδιώκω, επιζητώ, φλερτάρω με κτ, που κινδυνεύει, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, φάρσα ή κέρασμα, κυνηγώ κορίτσια, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, κάνω πολλές σχέσεις, θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο, έχω άλογα κούρσας, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης court
τρέχωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu cours vite ? Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις; |
τρέχωverbe intransitif (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il aime courir en compétitions. |
τρέχωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leah courait à travers la chambre. Η Λία έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο. |
διατρέχωverbe transitif (un risque, un danger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous ne voulons pas courir le risque d'être poursuivis en justice. |
τρέχωverbe transitif (une distance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il parcourt cinq kilomètres chaque matin. Κάνει τρία χιλιόμετρα τζόκινγκ κάθε μέρα. |
κυκλοφορώverbe intransitif (rumeur) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La rumeur court que tu trompes Tim. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ. |
συσσωρεύομαι(intérêts) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les intérêts sur ce compte courent à hauteur de 4% par an. Το επιτόκιο σε αυτόν τον λογαριασμό συσσωρεύεται με ποσοστό 4% ανά έτος. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le lapin a traversé la route en courant. |
προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά
Richard observait les gens courir le long de la route passante. |
σε κυκλοφορίαverbe intransitif (rumeur, bruit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lorsque Paul se réveilla, les rumeurs avaient déjà circulé. Όταν ξύπνησε ο Πωλ, οι φήμες είχαν κυκλοφορήσει παραέξω. |
κυκλοφορώ, μαθαίνομαιverbe intransitif (bruit, rumeur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand le bruit a couru qu'elle faisait des biscuits, les enfants sont apparus à sa porte. Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της. |
-verbe intransitif (rumeur, bruit,...) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il y a des bruits qui courent (or: circulent). Κυκλοφορούν φήμες. |
κυκλοφορώ(informations) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une méchante rumeur a circulé à travers la ville. |
λέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les garçons seront des garçons, comme le dit le proverbe. |
κοντόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) S'il te plaît, passe-moi la corde courte. Σε παρακαλώ δώσε μου το κοντό σκοινί. |
κοντός(habits) (ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette femme aime porter des vêtements courts. |
κοντόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοντόςadjectif (vêtement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son pantalon était trop court : on voyait un bout de ses jambes poilues au-dessus de ses chaussettes quand il s'asseyait. Est-ce que cette robe est trop courte pour porter à un mariage ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ψήλωσα από πέρσι και το παντελόνι μου είναι κοντό. |
αποκαλυπτικόςadjectif (vêtement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mme Winston pensa que la robe de la femme était trop courte pour le lieu. Η κυρία Γουίνστον θεώρησε ότι το φόρεμα της γυναίκας ήταν πολύ αποκαλυπτικό για το μέρος. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est à une courte distance. Είναι πολύ μικρή η απόσταση από εδώ. |
κομμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ce jeans court est trop négligé pour le travail. |
σύντομος(durée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce film était très court. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν βραχύς ο βίος του. |
σύντομος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son discours était court (or: concis) et pertinent. Η ομιλία της ήταν σύντομη και επί του θέματος. |
υψηλόςadjectif (automobile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les voitures de sport ont des vitesses courtes qui les rendent plus rapides. |
βραχύςadjectif (Phonétique) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les voyelles courtes sont courantes en anglais. |
shortadjectif (σπάνιο: για ρούχα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mon manteau est un 42 court. |
γήπεδο(basket, volley, tennis) (αθλητικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est généralement sur le terrain de basket à cette heure-ci. Συνήθως τέτοια ώρα είναι στο γήπεδο του μπάσκετ. |
κομμένοςadjectif (vêtement) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σύντομος(dans le temps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma consultation avec le médecin fut très brève. Η εξέταση του γιατρού ήταν σύντομη. |
γήπεδο του τένις
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les courts de tennis à Wimbledon sont en gazon, contrairement à beaucoup d'autres. Τα γήπεδα του τένις στο Γουίμπλεντον έχουν γρασίδι σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα. |
τρέξιμο(sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je vais faire un jogging. Πάω για τρέξιμο. |
κυνηγάω, κυνηγώ(chasser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chiens ont pourchassé le lapin (or: ont pris le lapin en chasse). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
κατεβάζω σε αγώνεςverbe transitif (un animal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon oncle Rory entraîne et fait courir des whippets. Ο θείος μου ο Ρόρι προπονεί γουίπετ και τα κατεβάζει σε αγώνες. |
βάζω να τρέξουν σε αγώνεςverbe transitif (en compétition) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fait courir des lévriers le week-end. |
σπανιότατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De nos jours, les cabines téléphoniques publiques sont rares. Στην εποχή μας οι τηλεφωνικοί θάλαμοι είναι σπανιότατοι. |
τα μασάω σε κπ(un peu familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James s'affairait, à essayer de tout organiser pour la soirée. |
ξεπερνώ στο τρέξιμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιδιώκω, επιζητώ(la gloire, la fortune) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle recherche la gloire et la fortune. Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία. |
φλερτάρω με κτ(désastre, catastrophe : au passé) (μεταφορικά: ρισκάρω) Le gouvernement a frôlé le désastre en ne se préparant pas aux ouragans. Η κυβέρνηση φλέρταρε με την καταστροφή, καθώς δεν είχε λάβει μέτρα προστασίας ενάντια στους τυφώνες. |
που κινδυνεύειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιμέτωπος με τον κίνδυνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les fumeurs courent plus de risques d'avoir un cancer. Όσοι καπνίζουν είναι αντιμέτωποι με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. |
φάρσα ή κέρασμα(à Halloween) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνηγώ κορίτσια
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron semble passer la plupart de son temps à courir les filles. |
του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα. |
κάνω πολλές σχέσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Simon a gagné la réputation d'être un homme qui enchaîne les conquêtes. |
θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne nous fais pas courir de risques inutiles et passe par un autre chemin, cette route est trop dangereuse. |
έχω άλογα κούρσαςlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ma famille fait courir des chevaux depuis le 19e siècle. |
ψάχνω βελόνα στα άχυρα(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό(figuré, familier) (μεταφορικά) La sœur de Darryl lui a dit qu'il allait droit dans le mur quand il est tombé amoureux de la mère de son ami. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του court στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του court
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.