Τι σημαίνει το crier στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crier στο Γαλλικά.
Η λέξη crier στο Γαλλικά σημαίνει φωνάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, τσιρίζω, στριγκλίζω, κρώζω, στριγκλίζω, τσιρίζω, αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω, φωνάζω, φωνάζω, οι φωνές, φωνάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, τσιρίζω, φωνάζω, στριγκλίζω, φωνάζω, καλώ, ουρλιάζω, στριγκλίζω, κλαίω, φωνάζω, κραυγάζω, διαμαρτύρομαι, ουρλιάζω, φωνάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, στριγκλίζω, τσιρίζω, αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, φωνάζω σε κπ, ουρλιάζω, φωνάζω, αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ, σφυρίζω σε κυνηγόσκυλο, απερίσκεπτος, αστόχαστος, απρόσεκτος, ασύνετος, ξαφνικά, άξαφνα, σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα, ουρλιάζω, τσιρίζω από τη χαρά μου, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, φωνάζω πιο δυνατά, εξαπατώ, φωνάζω, βάζω τις φωνές σε κπ, φωνάζω σε κπ, φωνάζω σε κπ/κτ, κινδυνολογώ, φωνάζω κάποιον λέγοντας χελόου, κινδυνολογώ για κτ, τσιρίζω, στριγκλίζω, βρίζω, επευφημώ, ανακοινώνω, διαδίδω, φωνάζω πιο δυνατά από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crier
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fiona pouvait entendre le patron crier de l'extérieur du bâtiment. Η Φιόνα άκουγε απέξω το αφεντικό που φώναζε. |
ουρλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel a crié lorsqu'elle a vu l'araignée. Η Ρέιτσελ τσίριξε, όταν είδε την αράχνη. |
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis juste à côté, pas la peine de crier (or: de hurler) ! Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις! |
ουρλιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les fans criaient des encouragements depuis la ligne de touche. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι οπαδοί φώναζαν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους. |
φωνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a crié quelque chose de la fenêtre mais je ne pouvais pas comprendre ce qu'il disait. Ο Τζιμ φώναξε κάτι από το παράθυρο, αλλά δεν μπορούσα να τον ακούσω. |
τσιρίζω(bébé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Personne ne pouvait dormir parce que le bébé criait énormément. Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή το μωρό τσίριζε τόσο πολύ. |
στριγκλίζω, κρώζωverbe intransitif (oiseau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les oiseaux criaient dans les arbres au-dessus de leurs têtes. |
στριγκλίζω, τσιρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La petite fille a crié lorsqu'elle a vu les jolis agneaux. Το κοριτσάκι τσίριξε όταν είδε τα γλυκά αρνάκια. |
αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω(φωνάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a crié qu'ils étaient revenus avec trois médailles. |
φωνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai crié « Stop ! » alors qu'elle allait griller un feu rouge. |
φωνάζωverbe transitif Il crie ses ordres aux ouvriers pour couvrir le bruit des machines. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση. |
οι φωνέςverbe intransitif Crier ne rendra pas ton argument plus convaincant. |
φωνάζω, ουρλιάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cria de douleur. Φώναξε από τον πόνο. |
φωνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le capitaine a crié des ordres pour que les soldats commencent à tirer sur l'ennemi. Ο λοχαγός φώναξε εντολές στους στρατιώτες για να ξεκινήσουν να ρίχνουν στον εχθρό. |
τσιρίζω(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le garçon cria de joie quand il vit son père arriver dans l'allée de la maison. |
φωνάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στριγκλίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle entendait le bébé pleurer dans la pièce d'à côté. |
φωνάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Wade faisait tellement de bruit qu'on l'entendait crier de très loin. |
καλώverbe intransitif (animal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que c'est un hibou qui crie ? |
ουρλιάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bébé criait alors Edward a changé sa couche. |
στριγκλίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) « C'est le mieux que tu puisses faire ? » a-t-il crié. |
κλαίω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le petit crie (or: hurle) parce que sa mère ne veut plus qu'il regarde la télé. |
φωνάζω, κραυγάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Λόρα κραύγαζε από τον πόνο, όταν στραμπούλισε τον αστράγαλό της. |
διαμαρτύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La foule derrière les grilles a vociféré (or: crié) pour voir le roi. |
ουρλιάζω(personne, familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le principal beugla de colère. Ο διευθυντής ούρλιαξε με θυμό. |
φωνάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vu la façon dont hurle (or: crie) le patron, il doit être très en colère. Κρίνοντας από τον τρόπο που ωρύεται το αφεντικό πρέπει να έχει ταραχτεί από κάτι. |
κραυγάζω, ωρύομαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Arrête de beugler et je viendrai t'aider. |
στριγκλίζω, τσιρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molly a hurlé lorsque son frère lui a versé de l'eau froide dans le dos. Η Μόλυ τσίριξε όταν ο αδελφός της της έριξε κρύο νερό στην πλάτη. |
αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Dégage de là !", s'écria-t-il. |
φωνάζω, ουρλιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La femme hurlait (or: criait) des injures au vendeur. |
φωνάζω σε κπ
Si je ne crie pas sur les enfants, ils ne m'écoutent pas. Αν δεν φωνάξω (or: βάλω τις φωνές) στα παιδιά, δεν με προσέχουν. |
ουρλιάζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick est sorti comme un fou de la maison, criant que ses parents ne le reverraient plus. Ο Πάτρικ όρμηξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντας ότι οι γονείς του δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. |
φωνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφυρίζω σε κυνηγόσκυλο(Chasse : les chiens) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απερίσκεπτος, αστόχαστος, απρόσεκτος, ασύνετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξαφνικά, άξαφνα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Τα ξαδέρφια μου εμφανίστηκαν ξαφνικά την ημέρα των Χριστουγέννων. |
σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγηταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attention car crier "au loup" peut se révéler très dangereux. |
ουρλιάζω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s’époumonait (or: Il s'égosillait) mais personne ne l'entendait avec le bruit de la foule. |
τσιρίζω από τη χαρά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Wendy cria de joie (or: poussa un cri de joie) lorsqu'elle vit Dan. |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φωνάζω πιο δυνατά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξαπατώlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu cries au loup trop souvent, les gens arrêteront de t'écouter. |
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les fans commencèrent à crier de joie lorsque le groupe entra sur scène. |
βάζω τις φωνές σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φωνάζω σε κπ
Ce n'est pas la peine de me crier dessus pour que j'aille plus vite, la limite est de 45 km/h ! |
φωνάζω σε κπ/κτ
Susan criait sur son chien mais les aboiements continuaient. Η Σούζαν έβαλε τις φωνές στον σκύλο της, αλλά το γάβγισμα συνεχίστηκε. |
κινδυνολογώlocution verbale (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le danger est minime : inutile de crier au loup. |
φωνάζω κάποιον λέγοντας χελόου(Chasse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κινδυνολογώ για κτlocution verbale (figuré) |
τσιρίζω, στριγκλίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Je te déteste !", cria-t-elle d'une voix perçante. «Σε μισώ!», τσίριξε εκείνη. |
βρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les enfants ne devraient pas injurier (or: insulter) leurs parents. Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους. |
επευφημώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω, διαδίδω(expression) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mallory a crié le secret de sa camarade de classe sur les toits. |
φωνάζω πιο δυνατά από κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του crier
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.