Τι σημαίνει το couvert στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης couvert στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του couvert στο Γαλλικά.
Η λέξη couvert στο Γαλλικά σημαίνει συννεφιασμένος, στρώσιμο τραπεζιου, καλυμμένος, που καλύπτεται, καλυμμένος, καλυμμένος, επικαλυμμένος, κουβέρ, με σκεπαστό διάδρομο, μαχαιροπίρουνο, κουταλοπίρουνο, διατροφή, σερβίτσιο, καταφύγιο, στρώσιμο τραπεζιού, σκοτεινός, εσωτερικός, συννεφιασμένος, κρυμμένος, σκεπάζω, καλύπτω, πνίγω, ισοσκελίζω, σβήνω, φτάνω από κτ μέχρι κτ, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, αντισταθμίζω, φυλάω τα νώτα κπ, αντικαθιστώ, εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ, αναλαμβάνω, διασχίζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω με κτ, γεφυρώνω, γράφω, πληρώνω το λογαριασμό, ασφαλίζω, σκεπάζω, καλύπτω, κρύβω, καλύπτω, στρώνω, έχω διάρκεια, πνίγω, καλύπτω, καλύπτω, περνάω, περνώ, καλύπτω, σκεπάζω, καλυμμένος με κτ, καλυμμένος με κτ, καλυμμένος με κτ, ματωμένος, με πούλιες, γεμάτος βρύα, σκεπασμένος με βρύα, σοβαντισμένος, θαμπωμένος, θολωμένος, δεμένος με επιδέσμους, αιμόφυρτος, καταματωμένος, γεμάτος λάδια, γεμάτος γράσο, τραχύς, λασπωμένος, αγκαθωτός, μωλωπισμένος, φτερωτός, γεμάτος γλίτσα, που έχει λέπια, κηλιδωμένος, γεμάτος σπυράκια, παχνισμένος, πευκώδης, γεμάτος καλάμια, καπνισμένος, φολιδωτός, με φουσκάλες, αγκαθωτός, αγκαθερός, καλυμμένος με ιστό αράχνης, με ψίχουλα, γεμάτος φοίνικες, χορταριασμένος, μούσκεμα από τα δάκρυα, μελανός, μελανιασμένος, γεμάτος ψύλλους, υπό την κάλυψη, υπό τον μανδύα του, στο σκοτάδι, στεγασμένος διάδρομος, διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης couvert
συννεφιασμένος(temps) (καιρός, μέρα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le temps est couvert aujourd'hui ; j'espère qu'il ne va pas pleuvoir. Έχει συννεφιά σήμερα, ελπίζω να μη βρέξει. |
στρώσιμο τραπεζιουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La table est assez grande pour six couverts. |
καλυμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που καλύπτεταιadjectif (assurance) (για ασφάλιστρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La coloscopie n'est pas couverte par beaucoup de mutuelles. |
καλυμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλυμμένος, επικαλυμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κουβέρ(restaurant : frais additionnel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο. |
με σκεπαστό διάδρομοadjectif (passage,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαχαιροπίρουνο, κουταλοπίρουνοnom masculin (couteau, fourchette,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les serveurs plaçaient les couverts sur les tables. |
διατροφήnom masculin (hôtellerie, pension) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La bourse comprend le logement et le couvert. Η υποτροφία περιλαμβάνει διαμονή και σίτιση. |
σερβίτσιοnom masculin (convive) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Combien de couverts faut-il à table ? |
καταφύγιοnom masculin (Militaire, Chasse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le soldat tomba de tout son long, espérant se mettre à couvert. |
στρώσιμο τραπεζιούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le couvert du repas comportait deux fourchettes, un couteau et une cuillère. |
σκοτεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette pièce est sombre : allume la lumière ! Ήταν μια μουντή ημέρα με τον ήλιο να μη είναι ορατός πίσω από τα πυκνά σύννεφα. |
εσωτερικός(chaussures, scène de théâtre ou de cinéma, photographie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Certaines consoles de jeu permettent désormais de pratiquer certains sports d'intérieur dans son propre salon. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν βρέξει, θα πάμε στην εσωτερική πισίνα. |
συννεφιασμένος(temps) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le temps est nuageux aujourd'hui, mais la météo n'a pas prévu de pluie. Σήμερα έχει συννεφιά, αλλά η πρόγνωση του καιρού δεν αναφέρει καθόλου βροχή. |
κρυμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dexter regarda sous les arbustes, où il trouva une boîte à bijoux cachée. Ο Ντέξτερ κοίταξε κάτω από τους θάμνους όπου βρήκε ένα κρυμμένο κουτί με κοσμήματα. |
σκεπάζω, καλύπτω(protéger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Couvre tes épaules pour ne pas sentir l'air froid. Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας. |
πνίγωverbe transitif (μεταφορικά: ήχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'hélicoptère couvrait les cris des gens en dessous. |
ισοσκελίζωverbe transitif (un déficit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce prêt devrait être suffisant pour couvrir le déficit durant trois bons mois. Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες. |
σβήνωverbe transitif (un feu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτάνω από κτ μέχρι κτverbe transitif (idées) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ses idées couvrent la philosophie et de l'économie. Οι ιδέες του φτάνουν από τη φιλοσοφία μέχρι τα οικονομικά. |
καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses collègues ont essayé de couvrir toutes ses erreurs. Οι συνάδελφοί της προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη της. |
καλύπτω, περιλαμβάνωverbe transitif (figuré : inclure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que le prix du ticket couvre aussi les frais administratifs ? Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές; |
καλύπτωverbe transitif (figuré : frais) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vingt dollars suffiront-ils à couvrir tous les frais ? Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα; |
αντισταθμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian a couvert ses investissements afin de sécuriser son fonds de retraite. Ο Μπράιαν αντιστάθμισε τις επενδύσεις του για να διατηρήσει ασφαλές το συνταξιοδοτικό του κονδύλιο. |
φυλάω τα νώτα κπverbe transitif (protéger [qqn]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντικαθιστώverbe transitif (remplacer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu me couvres un moment, je vais chercher le reste du matériel. Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό. |
εκτείνομαι από κτ μέχρι κτverbe transitif (un sujet,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλαμβάνω(un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pouvez-vous couvrir ces questions à ma place ? |
διασχίζωverbe transitif (voyage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons couvert toute l'Amérique du Sud lors de notre dernier voyage. |
καλύπτω(Journalisme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a couvert la guerre en Irak pour le plus grand journal du pays. |
καλύπτωverbe transitif (avec une arme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Couvre-moi pendant que je vais au bunker suivant. Φύλαγε τα νώτα μου μέχρι να τρέξω στο επόμενο καταφύγιο. |
καλύπτωverbe transitif (jeu, pari) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous avez assez pour couvrir votre pari ? |
ζευγαρώνω(Zoologie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le taureau couvre toutes les vaches de la ferme. Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος. |
ζευγαρώνω με κτverbe transitif (Zoologie) Le taureau couvre toutes les vaches de la ferme. Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος. |
γεφυρώνω(χορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son long mandat d'entraîneur de l'équipe a couvert trois générations. |
γράφωverbe transitif (une distance) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les coureurs cyclistes ont couvert 110 kilomètres aujourd'hui. Η ποδηλατική ομάδα έγραψε σήμερα 112 χιλιόμετρα. |
πληρώνω το λογαριασμό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assurance n'a pas pris en charge ma demande donc j'ai dû moi-même payer les réparations. |
ασφαλίζω(το αυτοκίνητο, το σπίτι κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a assuré sa vie, sa santé et sa voiture avec une même assurance. |
σκεπάζω, καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recouvre les restes pour qu'on puisse les manger plus tard. Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ. |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σε περιόδους πολέμου πολλοί πολίτες πρέπει να σκεπάζουν τα παράθυρά τους για να μην ξέρει ο εχθρός πού να βομβαρδίσει. |
καλύπτω, στρώνω(Cuisine surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle enrobait (or enduisait) les biscuits de chocolat. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει. |
έχω διάρκεια
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sa carrière cinématographique s'est étendue sur quatre décennies. |
πνίγωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La menthe a couvert mon persil. |
καλύπτωverbe transitif (assurance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police d'assurance couvre (or: garantit) les accidents de voiture. |
καλύπτωverbe transitif (με αφίσες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les garçons ont couvert la palissade d'affiches pour le concert. Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας. |
περνάω, περνώ(λεπτή στρώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melanie est allée chercher du vernis pour couvrir la vieille table. |
καλύπτω, σκεπάζωverbe transitif (figuré : un son) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλυμμένος με κτ
Mes enfants sont rentrés à la maison couverts de boue de la tête au pied après la sortie scolaire. |
καλυμμένος με κτ
|
καλυμμένος με κτ
|
ματωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Οι διασώστες κρατούσαν το ματωμένο πουκάμισο σφιχτά πάνω στην πληγή του άνδρα. |
με πούλιες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γεμάτος βρύα, σκεπασμένος με βρύα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La forêt était remplie d'arbres moussus. |
σοβαντισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
θαμπωμένος, θολωμένος
|
δεμένος με επιδέσμους(membre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιμόφυρτος, καταματωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος λάδια, γεμάτος γράσο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les mains graisseuses du mécanicien laissaient toujours des traces noires sur la porte. Ο γεμάτος λάδια μηχανικός πάντα άφηνε μαύρες μουντζούρες στην πόρτα. |
τραχύς(surface) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το τραχύ γυαλόχαρτο έκανε καλή δουλειά και η παλιά μπογιά βγήκε από το ξύλο. |
λασπωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Τα ακριβά παπούτσια της Σάρας ήταν λασπωμένα αφού περπάτησε μέσα στην καταιγίδα. |
αγκαθωτός(plante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne marche pas à travers ces buissons, ils sont épineux. Μην περπατάς μέσα από εκείνα τα χόρτα. Έχουν αγκάθια. |
μωλωπισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La joue couverte de bleus de Bill trahit qu'il s'est encore battu. |
φτερωτός(καλυμμένος από φτερά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος γλίτσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει λέπια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La peau écailleuse du lézard avait l'air brillante. |
κηλιδωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος σπυράκια(personne, visage) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παχνισμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il n'y a rien de plus beau que des fleurs couvertes de rosée le matin sur le chemin de randonnée. |
πευκώδηςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος καλάμια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καπνισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
φολιδωτός(soutenu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με φουσκάλες(δέρμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγκαθωτός, αγκαθερόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλυμμένος με ιστό αράχνηςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ψίχουλαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γεμάτος φοίνικεςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
χορταριασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μούσκεμα από τα δάκρυαlocution adjectivale (visage, joues) |
μελανός, μελανιασμένοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος ψύλλουςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υπό την κάλυψη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sous couvert d'entreprises légitimes, la Mafia continuait ses activités illégales. |
υπό τον μανδύα του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο υποψήφιος κατηγόρησε τον αντίπαλό του ότι προώθησε τα δικά του συμφέροντα υπό τον μανδύα του πατριωτισμού. |
στο σκοτάδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στεγασμένος διάδρομοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του couvert στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του couvert
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.