Τι σημαίνει το vino στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vino στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vino στο ισπανικά.
Η λέξη vino στο ισπανικά σημαίνει έρχομαι, βγαίνω, έρχομαι, φτάνω, έρχομαι, προέρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, πάω, έρχομαι, προχωράω, προχωρώ, έρχομαι, περνάω, περνώ, -, μένω δίπλα, τριγυρίζω, ακολουθώ, πηγαίνω, κατάγομαι, είμαι, κρασί, κρασί, κρασί, χρώμα του κρασιού, κληματαριά, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, τι πρόκειται να συμβεί, εναλλάσσω μεταξύ, ακολουθώ, επόμενος, ερχόμενος, ακολουθώ, έρχομαι, με το που ήρθε, έφυγε, άσχετος με, δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία, αυτό είναι, αδιάκοπο πηγαινέλα, ευκολία, μέλλον, επόμενες γενιές, ακολουθώ, έπομαι, φέρνω, πηγαινοέρχομαι, Έλα όπως είσαι, γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη, κατηγοριοποιούμαι, χρειάζομαι, έρχομαι ειρηνικά, έρχομαι τρέχοντας, είμαι κληρονομικός, τρέχω γύρω-γύρω, δεν παράγομαι πια, προηγούμαι, έρχομαι μαζί με κπ, αναδύομαι από κτ/κπ, προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω, πετάγομαι, συνοδεύω, παρακολουθώ, ξεστομίζω, προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vino
έρχομαι(moverse hacia uno) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven aquí y lee esto. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
βγαίνωverbo intransitivo (είμαι διαθέσιμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La crema de afeitar viene en lata. Ο αφρός ξυρίσματος διατίθεται σε μεταλλικό δοχείο. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El otoño viene antes que el invierno en las estaciones del año. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La línea de autobuses no llega tan lejos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
έρχομαι, προέρχομαι(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El mal olor provenía del basurero municipal. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ayer llegué de Chicago. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La lluvia apareció (or: vino) de la nada. |
πάω(κάπου ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dijo que haría todo lo posible para venir, pero que probablemente llegaría tarde. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vienes más tarde, podemos hacer los deberes juntos. Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας. |
προχωράω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi proyecto de historia viene bien. Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά. |
έρχομαι, περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven esta tarde y miramos juntos una película. Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Te vienes al pub con nosotros? Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ; |
μένω δίπλαverbo intransitivo (orden, perro) (σε κπ) Le ordenó a su perro que venga. Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της. |
τριγυρίζω(ασθένεια: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Megan está estornudando mucho hoy, creo que se viene un resfrío. Η Μέγκαν φτερνίζεται συνέχεια σήμερα· πρέπει να την τριγυρίζει κανένα κρύωμα. Νιώθω ότι έρχεται καταιγίδα. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hermano pequeño siempre quería sumarse. Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo vas? Πώς τα πας; |
κατάγομαι, είμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella procede de la India. Él es procedente de una parte muy pobre del país. Κατάγεται (or: Είναι) από την Ινδία. Κατάγεται (or: Είναι) από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας. |
κρασίnombre masculino (ποτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sirvieron vino en la cena de celebración. Σερβίρισαν κρασί στο εορταστικό δείπνο. |
κρασίnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρασίnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρώμα του κρασιού(color) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quería pintar la habitación de azul, pero él la pintó de color vino. Ήθελα το δωμάτιο μπλε, αλλά αντ΄αυτού εκείνος το έβαψε στο χρώμα του κρασιού. |
κληματαριά(uva, vino) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jeff cultiva uvas en su valla de tela metálica. Ο Τζεφ έχει μια κληματαριά που φυτρώνει μέσα από τον συρμάτινο φράκτη του. |
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Luis nunca tuvo problemas llamando a las cosas por su nombre. |
τι πρόκειται να συμβεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No importa cuáles sean nuestros planes, nunca sabemos a ciencia cierta lo que nos espera. |
εναλλάσσω μεταξύ
|
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En el alfabeto, la B le sigue a la A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
επόμενος, ερχόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Espero ansioso trabajar contigo en las semanas próximas. Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo que sigue es un ejemplo de cómo no hay que actuar. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Presientes cuándo nacerá tu bebé? Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό; |
με το που ήρθε, έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llegó y se fue de la reunión antes de que nadie se diera cuenta. |
άσχετος με
El hecho de que él esté casado no viene al caso. Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο. |
δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Eso es justo lo que necesitabas! Ahora seguro que ganas la feria de ciencias. |
αδιάκοπο πηγαινέλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το αδιάκοπο πήγαινε έλα των επισκεπτών της βιβλιοθήκης δε με άφησε να συγκεντρωθώ. |
ευκολίαlocución verbal (AR, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Acá nada viene de arriba, si no trabajás, no comés. |
μέλλονnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El científico afirma que el cuidado del medioambiente deberá ser la prioridad en el mundo por venir. |
επόμενες γενιές
|
ακολουθώ, έπομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de la letra S, la letra T es la que sigue en el alfabeto inglés. |
φέρνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si querés un vaso de agua vení a buscarlo. |
πηγαινοέρχομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durante el recreo los estudiantes pueden ir y venir como deseen. |
Έλα όπως είσαιlocución verbal (vestimenta informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Qué debo ponerme para la fiesta? Ven tal y como estás. |
γεννιέμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vino al mundo pateando y gritando como el resto de nosotros. |
έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tras mucho pensar sobre el asunto, cuando lo dejé de lado fue cuando me vino a la mente el dato. |
κατηγοριοποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Este informe viene bajo el título de "Finanzas", así que debería archivarse en esa carpeta. |
χρειάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre llevo sujetapapeles en el bolsillo; nunca se sabe cuándo me pueden ser útiles. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το βιβλίο που μου έδωσες μου φάνηκε πολύ χρήσιμο για την πτυχιακή μου. |
έρχομαι ειρηνικάlocución verbal No temas, vengo en son de paz. |
έρχομαι τρέχονταςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los chicos vinieron corriendo en cuanto sintieron el olor a las galletitas que su madre estaba cocinando. |
είμαι κληρονομικός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Los ojos azules deben de ser un rasgo de la familia de Anita porque todas sus hermanas los tienen. |
τρέχω γύρω-γύρω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν παράγομαι πια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo lamento señora pero ese modelo de refrigerador ha sido discontinuado. Déjeme mostrarle nuestros nuevos modelos. Λυπάμαι κυρία, αυτός ο τύπος ψυγείου δεν παράγεται πια. Αφήστε με να σας δείξω τα καινούρια. |
προηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El número 2 viene antes del 3 y el 4 viene antes del 5. |
έρχομαι μαζί με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me voy. ¿Vas a venir conmigo o no? Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι; |
αναδύομαι από κτ/κπ
Un mal olor emanaba de la despensa. |
προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿De dónde vino esa idea? |
πετάγομαιlocución verbal (AR) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Voy y vengo al centro comercial, regreso en 10 minutos. Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me acompañas a la tienda? Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα; |
παρακολουθώverbo intransitivo (χωρίς συμμετοχή: κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me dejaban ir de oyente a las reuniones, pero sin voz ni voto. |
ξεστομίζω(figurado) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podía creer que me viniera con ese comentario. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο. |
προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ
Estos problemas vienen de los ataques terroristas de hace unos años. Αυτά τα προβλήματα προέρχονται (or: απορρέουν) από την τρομοκρατική επίθεση που έγινε πριν μερικά χρόνια. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vino στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vino
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.