Τι σημαίνει το dedo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dedo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dedo στο ισπανικά.

Η λέξη dedo στο ισπανικά σημαίνει δάχτυλο, δάχτυλο, δάκτυλο, λωρίδα, μπάρα, δάχτυλο, δάκτυλος, δάκτυλος, μεζούρα, βάζω δάχτυλο σε κπ, αντίχειρας, μικρό δάχτυλο, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, αυτό είναι, σφυροδακτυλία, δείκτης, μεσαίο δάχτυλο, παράμεσος, μεγάλο δάχτυλο, μεγάλο δάχτυλο ποδιού, μικρό δάχτυλο ποδιού, δείκτης, ακροδάχτυλα, προσβολή, δείκτης, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, κάνω ωτοστόπ, ταιριάζω γάντι, πιάνω κπ κορόϊδο, σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, ταιριάζω, κατηγορώ, δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, εκλεκτός, επίλεκτος, το δάκτυλο που τραβάει το σκανδάλη, ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου, προθυμοποιούμαι να κάνω κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω οτοστόπ, κάνω swipe, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, κοπανάω, κωλοδάχτυλο, ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο, βάζω δάχτυλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dedo

δάχτυλο

nombre masculino (de la mano)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se rompió uno de los dedos de la mano derecha.

δάχτυλο, δάκτυλο

nombre masculino (ως μονάδα μέτρησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cantinero, sírvame dos dedos de whisky.

λωρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A los niños les encantan los dedos de pescado.

μπάρα

(ολόκληρο, μακρόστενο σχήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desprendió un dedo de su galleta y lo mojó en el café.

δάχτυλο

nombre masculino (del pie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El hombre tenía dedos cortos y gordos.
Ο άντρας είχε κοντά, χοντρά δάχτυλα.

δάκτυλος

nombre masculino (αρχαϊκός τύπος: δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δάκτυλος

nombre masculino (χεριού ή ποδιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le faltaban dos dedos en la mano izquierda.

μεζούρα

(ποσότητα αλκοόλ, 44ml)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάζω δάχτυλο σε κπ

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo creer que le echó dedo en la caseta del baño.
Δεν το πιστεύω πως της έβαλε δάχτυλο στην τουαλέτα.

αντίχειρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom mantuvo el libro abierto con el pulgar.
Ο Τομ κρατούσε το βιβλίο ανοιχτό με τον αντίχειρά του.

μικρό δάχτυλο

(del pie)

το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτό είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Eso es justo lo que necesitabas! Ahora seguro que ganas la feria de ciencias.

σφυροδακτυλία

locución nominal masculina (ποδολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δείκτης

locución nominal masculina (δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ana señaló el diagrama en el pizarrón con su dedo índice. Enfatizó lo que decía moviendo el dedo índice en el aire.

μεσαίο δάχτυλο

El dedo corazón está entre el índice y el anular. Hacerle un corte de manga a alguien consiste en sacarle en mostrarle el dedo corazón con una cara de mala leche.

παράμεσος

Observó que en su dedo anular no llevaba anillo de casada.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κοίταξε το δάχτυλό (or: χέρι) της και χάρηκε όταν είδε ότι μάλλον δεν ήταν παντρεμένη.

μεγάλο δάχτυλο

Es muy difícil andar si te rompes el dedo gordo del pie.

μεγάλο δάχτυλο ποδιού

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρό δάχτυλο ποδιού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se rompió el dedo pequeño del pie cuando un auto le pisó el pie.

δείκτης

locución nominal masculina (δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Siempre que escucho a un malhablado me dan ganas de señalarle con el dedo índice.

ακροδάχτυλα

(μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Cuando tocas Bach en el piano, tiendes a usar la punta del dedo y no la yema.

προσβολή

expresión (ES, figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No le hagas caso, es un puñetero y le encanta meter el dedo en el ojo a los demás.

δείκτης

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su divorcio lo tocó donde más le duele: en la billetera.
Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του.

κάνω ωτοστόπ

(ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tal vez pueda hacer autoestop hasta el aeropuerto.

ταιριάζω γάντι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω κπ κορόϊδο

(CL, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando vio que le había desaparecido la cartera comprendió que ella le había metido el dedo en la boca.

σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ

(AR) (καθομ, χυδαίο, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κωλοδάχτυλο

(coloquial) (αργκό, προσβλητικό)

δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι

(figurado)

A Jody le gustaría tener algo de ayuda en la cocina, pero Josh nunca mueve un dedo.

θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταιριάζω

locución verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατηγορώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando desapareció el dinero, mis compañeros me señalaron con el dedo.

δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ

(AmL) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me sentí tremendamente ofendido cuando el chico que iba delante de mi coche me dio el dedo.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

locución adjetiva (figurado, coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu idea me viene como anillo al dedo, es justo la solución que estaba buscando.

εκλεκτός, επίλεκτος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το δάκτυλο που τραβάει το σκανδάλη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si pones el dedo en el hocico del perro, te puede morder.
Αν βάλεις το δάχτυλό σου στη μύτη του σκύλου μπορεί να σε δαγκώσει.

προθυμοποιούμαι να κάνω κτ

locución verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(literal)

Ben le hizo un gesto con el dedo pulgar entre el índice y el medio a Stan.

κάνω οτοστόπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne hizo dedo todo el camino desde London hasta Manchester.
Η Άνν ταξίδεψε με οτοστόπ όλη τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Μάντσεστερ.

κάνω swipe

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrastra el dedo por la pantalla para desbloquear el teléfono.

σκουντάω, σκουντώ

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry le dio un toque a Gary en Facebook.
Ο Χένρυ έκανε poke στον Γκάρυ στο Facebook.

χτυπάω, κοπανάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen se golpeó un dedo del pie contra la pata de la mesa.

κωλοδάχτυλο

(gesto obsceno) (χειρονομία: χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El conductor del otro auto me hizo un corte de manga.

ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάζω δάχτυλο

(καθομ: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian metió su mano en la bombacha de Sonia y le metió un dedo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dedo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του dedo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.