Τι σημαίνει το presser στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης presser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του presser στο Γαλλικά.
Η λέξη presser στο Γαλλικά σημαίνει πατάω, πιέζω, συμπιέζω, κάνω κάποιον να βιαστεί, στύβω, στείβω, ζαλίζω, πρήζω, πιέζω κτ να βγει από κάπου, επισπεύδω, επιταχύνω, πατάω, πατώ, πιέζω, στύβω, κάνω να βιαστεί, κάνω κπ να βιαστεί, πιέζω, στύβω, στύβω, σφίγγω, πιέζω, στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω, πιέζω, παρακινώ, μετακινώ βιαστικά, βιάζομαι, ορμώ, βιάζομαι, στύβω, στείβω, κάνω κάτι βιαστικά, συνωστίζομαι, συγκεντρώνομαι, κατακλύζω, καταλαμβάνω, συνωστίζομαι, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συνωστίζομαι,μαζεύομαι γύρω από, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά, βιασύνη, βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα, επιβάλλω κτ σε κπ, βιάζομαι, τρέχω να κάνω κτ, βιάζομαι να κάνω κτ, ζητώ επανειλημμένα, πιέζω, φεύγω, πιέζω, φεύγω βιαστικά, πιέζω, πιέζω, απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης presser
πατάω, πιέζω, συμπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a pressé la bouteille de ketchup, essayant de faire sortir ce qui en restait. Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα. |
κάνω κάποιον να βιαστείverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Comme c'était l'heure de fermeture, elle a essayé de presser le client. Προσπάθησε να κάνει τον πελάτη να βιαστεί, καθώς ήταν ώρα κλεισίματος. |
στύβω, στείβωverbe transitif (un fruit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William a pressé les oranges pour faire du jus pour le petit déjeuner. Ο Γουίλιαμ έστειψε τα πορτοκάλια για να κάνει χυμό για το πρωινό. |
ζαλίζω, πρήζωverbe transitif (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιέζω κτ να βγει από κάπουverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom pressa le tube de dentifrice pour avoir de quoi se brosser les dents. Ο Τομ πίεσε το σωληνάριο της οδοντόκρεμας, για να βγει και η ελάχιστη ποσότητα που είχε απομείνει. |
επισπεύδω, επιταχύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère a pressé ses enfants pour qu'ils ne ratent pas le train. |
πατάω, πατώ, πιέζω(la détente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pressez la détente fermement. Τράβα δυνατά τη σκανδάλη. |
στύβωverbe transitif (λεμόνια, πορτοκάλια κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dana a commencé à presser des fruits et des légumes parce qu'on lui avait dit que c'était bon pour la santé. Η Ντάνα άρχισε να αποχυμώνει φρούτα και λαχανικά γιατί άκουσε πως είναι υγιεινό. |
κάνω να βιαστείverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ να βιαστείverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Καλύτερα να κάνεις τον Μάικ να βιαστεί, αλλιώς θα χάσουμε την πτήση μας. |
πιέζωverbe transitif (comprimer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Plus on presse une éponge mouillée, plus il en sort d'eau. Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει. |
στύβωverbe transitif (des liquides) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) NEW : Ils ont pressé des oranges pour le jus des enfants. Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό. |
στύβωverbe transitif (fruits) (χυμός από φρούτο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pressez les oranges pour obtenir une boisson excellente pour la santé. Στύψε τα πορτοκάλια στον αποχυμωτή για να φτιάξεις ένα υγιεινό ρόφημα. |
σφίγγωverbe transitif (dans les bras) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pressa sa fiancée contre son cœur. |
πιέζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έστυψε και την τελευταία σταγόνα χυμού από το λεμόνι. |
πιέζω(une porte, une voiture,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fallu pousser la voiture jusqu'au garage le plus proche alors qu'il pleuvait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ. |
παρακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετακινώ βιαστικάverbe transitif (κατά λέξη) La sécurité a poussé le politicien hors de la pièce après la tentative d'assassinat. Η φρουρά του φυγάδευσε γρήγορα τον πολιτικό έξω από το δωμάτιο μετά την απόπειρα δολοφονίας. |
βιάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vous vous dépêchez (or: vous vous pressez), vous avez une chance d'attraper le prochain bus. Αν βιαστείς, μπορεί να προλάβεις το επόμενο λεωφορείο. |
ορμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est précipité à travers l'aéroport pour attraper son avion. Όρμησε μέσα στο αεροδρόμιο για να προλάβει το αεροπλάνο. |
βιάζομαιverbe pronominal (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il se pressa de ranger son appartement avant l'arrivée de son invitée. Βιάστηκε να καθαρίσει το διαμέρισμά του πριν φτάσει η κοπέλα με την οποία είχε ραντεβού. |
στύβω, στείβω(du jus) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alice a pressé le jus des citrons dans un bol. Η Άλις έστειψε τον χυμό από τα λεμόνια μέσα σε ένα μπολ. |
κάνω κάτι βιαστικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne précipite pas ta décision, tu pourrais la regretter plus tard. |
συνωστίζομαι, συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατακλύζω, καταλαμβάνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνωστίζομαι(former une foule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout le monde s'est attroupé pour voir le nouveau chiot. |
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les cyclistes s'étaient regroupés à l'approche du virage serré. |
συνωστίζομαι,μαζεύομαι γύρω απόverbe pronominal (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα
Les voleurs sont partis précipitamment quand ils ont entendu l'alarme sonner. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια όταν άκουσαν το συναγερμό. |
ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικάverbe transitif Elle a pressé l’assureur de répondre sous huit jours. |
βιασύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim ne voulait pas manquer son vol, d'où sa hâte pour aller à l'aéroport. Ο Τζιμ δε θέλει να χάσει την πτήση του, εξ ου και η βιασύνη του να φτάσει στο αεροδρόμιο. |
βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιβάλλω κτ σε κπ(figuré) |
βιάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dan était en retard pour le travail et a donc dû se presser pour éviter d'avoir des problèmes. Ο Νταν είχε αργήσει για τη δουλειά και έτσι έπρεπε να βιαστεί για να μην έχει φασαρίες. |
τρέχω να κάνω κτ, βιάζομαι να κάνω κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Daisy a vu l'arbre tomber et s'est dépêchée de se pousser. Η Ντέιζι είδε το δέντρο να πέφτει και έτρεξε να απομακρυνθεί. |
ζητώ επανειλημμέναverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιέζωlocution verbale (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gabrille a pressé son assistante de finir d'écrire les adresses sur les enveloppes. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une fois la réunion finie, tout le monde est parti rapidement (or: s'est pressé de partir) pour s'atteler à ses différentes tâches. |
πιέζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand le témoin éluda la question, la partie civile le pressa de répondre. Όταν απέφυγε να απαντήσει ο μάρτυρας, ο ανακριτής επέμεινε να πάρει απάντηση. |
φεύγω βιαστικά
Les voleurs sont partis rapidement avant que la police n'arrive. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία. |
πιέζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a pressé la cour de prendre une décision. |
πιέζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nous reste peu de temps, je suis dans l'obligation de vous presser à donner une réponse. |
απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγοραlocution verbale On a pressé la mariée de partir pour que son fiancé ne voie pas sa robe avant la cérémonie. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήρα βιαστικά το σκονάκι από το θρανίο για να μην το δει η καθηγήτρια. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του presser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του presser
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.