Τι σημαίνει το prenant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prenant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prenant στο Γαλλικά.

Η λέξη prenant στο Γαλλικά σημαίνει χρονοβόρος, καθιερώνομαι, χρεώνομαι το φταίξιμο, παίρνω, αρπάζω, αρπάζω, έχω απήχηση, παίρνω, ανεβαίνω, χοροπηδώ, τρώω, παίρνω, παίρνω, παίρνω, βάζω, πιάνω, χρησιμοποιώ, χρειάζομαι, κλέβω, βάζω, παίρνω, παίρνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, κολλάω, τραβάω, τραβώ, παίρνω, χρειάζομαι, αναχωρώ, αποπλέω, δένω, πιάνω, παίρνω, κλείνω, παίρνω, κάθομαι, παίρνω, παίρνω, κάνω, βάζω, κάνω, αφαιρώ, παίρνω, σπάω, σπάζω, πιάνω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, τραβάω, βγάζω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, παίρνω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, συλλαμβάνω, αρπάζω, μαζεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prenant

χρονοβόρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθιερώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a fallu du temps pour que la nouvelle organisation se mette en place.
Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα.

χρεώνομαι το φταίξιμο

(figuré, populaire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a pris l'argent et a couru au magasin.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

αρπάζω

(κάνω δικό μου κάτι ξένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui m'a pris mon stylo (or: qui a pris mon stylo) ?

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω απήχηση

verbe intransitif (idée, enthousiasme...)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παίρνω

verbe transitif (le bus, le train)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je prends le bus pour aller au travail tous les jours.
Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά.

ανεβαίνω, χοροπηδώ

(un véhicule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je vais en ville, je prends généralement un bus plutôt que la voiture.
Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο.

τρώω

verbe transitif (nourriture, boisson) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai décidé de ne pas prendre de vin, car je dois rentrer à la maison en voiture.

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου.

παίρνω, βάζω

verbe transitif (du poids) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai pris six livres pendant les vacances.
Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές.

πιάνω

verbe transitif (un poisson)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina a pris quelques poissons ce matin.
Η Τίνα έπιασε μερικά ψάρια σήμερα το πρωί.

χρησιμοποιώ, χρειάζομαι

verbe transitif (du temps...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce projet va prendre pas mal de ton temps.
Αυτό το πρότζεκτ θα σου πάρει τον περισσότερο χρόνο σου.

κλέβω

verbe transitif (voler)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'avait pas l'argent pour s'acheter la friandise, alors il l'a simplement prise.
Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε.

βάζω, παίρνω

verbe transitif (du poids) (βάρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keith a pris 20 kg depuis qu'il s'est séparé de sa femme.
Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του.

παίρνω

verbe transitif (se servir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
S'il vous plaît, prenez donc un gâteau du plateau.
Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο.

υποκρίνομαι, προσποιούμαι

(un accent, un air)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il prit une voix aiguë énervante pour imiter sa sœur.

κολλάω

verbe transitif (une habitude) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria avait peur que son fils ne prenne de mauvaises habitudes d'autres enfants à l'école.
Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο.

τραβάω, τραβώ

verbe transitif (une photographie) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le photographe a pris 50 photos.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

παίρνω

verbe transitif (un moyen de transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons pris un taxi pour rentrer à la maison à la fin de la soirée.
Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι.

χρειάζομαι

verbe transitif (temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combien de temps cela a-t-il pris ? // Cela m'a pris toute la journée pour finir ce travail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσος χρόνος απαιτείται;

αναχωρώ, αποπλέω

verbe transitif (les airs, la mer, la route)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le porte-avions a pris la mer avec quatre-vingts avions à bord.

δένω

verbe intransitif (colle) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiens le panneau en bois en place pendant quelques minutes le temps que l'adhésif prenne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι δυο τους έχουν δέσει πολύ καλά από τότε που άρχισαν να δουλεύουν μαζί.

πιάνω

verbe intransitif (plante)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'espère vraiment que le lilas prendra ; j'adorerais avoir une haie de lilas.

παίρνω

verbe transitif (une décision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tess doit prendre une décision.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.

κλείνω

verbe transitif (un rendez-vous) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appelez d'abord pour prendre un rendez-vous.
Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.

παίρνω

verbe transitif (le pouvoir,...) (τον έλεγχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les généraux ont pris le pouvoir et ont envoyé le Président en exil.

κάθομαι

(un siège)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε.

παίρνω

verbe transitif (des médicaments)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il prend ses médicaments sans se plaindre.

παίρνω

verbe transitif (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette comédie musicale prend son inspiration dans une pièce de Shakespeare.

κάνω

verbe transitif (un bain, une douche)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis tellement sale. J'ai vraiment besoin de prendre un bain.

βάζω

verbe transitif (du sel, poivre, sucre,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je prends deux sucres avec mon café.

κάνω

(des vacances)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons pris nos vacances en Argentine l'année dernière.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

αφαιρώ

verbe transitif (une vie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le meurtrier a pris de nombreuses vies.

παίρνω

verbe transitif (Jeu : capturer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a pris l'un des pions de son adversaire lors de la partie d'échecs.

σπάω, σπάζω

(Tennis : le service) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur prit le service de son adversaire.

πιάνω

verbe transitif (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mouche était prise dans la toile de l'araignée.
Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης.

παίρνω

verbe transitif (drogues) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le drogué avait pris beaucoup d'acide de son vivant.

παίρνω

(un virage) (μτφ: τη στροφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture de sport prit le virage rapidement.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή.

πιάνω

verbe transitif (Chasse, Pêche) (για κυνήγι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons pris un faisan lors de notre partie de chasse.

τραβάω, βγάζω

verbe transitif (une photo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le photographe a pris une photo de la star.

πιάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel a réussi à prendre une table à côté de la fenêtre.

αιχμαλωτίζω

verbe transitif (Échecs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne vous faites jamais prendre votre cavalier par la reine de votre adversaire.

παίρνω

verbe transitif (de la drogue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu es vraiment bizarre ; tu as pris de la drogue ?

αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne sais pas comment prendre ce que tu as dit. C'est un travail important, on doit le prendre au sérieux.

συλλαμβάνω

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a capturé le suspect du meurtre.
Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο για τον φόνο.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz a saisi le ballon et a foncé vers le but.
Η Λιζ άρπαξε την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα.

μαζεύω

(la poussière)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ces meublent attirent la poussière.
Το έπιπλο μαζεύει σκόνη.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prenant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του prenant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.