Τι σημαίνει το précédent στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης précédent στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του précédent στο Γαλλικά.
Η λέξη précédent στο Γαλλικά σημαίνει προηγούμενος, δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενο, προηγούμενος, προηγούμενος, προηγούμενος, προηγούμενος, νομική υπόθεση που δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενος, προγενέστερος, προηγούμενος, αλλοτινός, προηγούμενος, πρωτύτερος, προηγούμενος, παλιότερος, προηγούμαι, προηγούμαι, προηγούμαι χρονικά, προηγούμαι, προϋπάρχω σε σχέση με κτ, προηγούμαι, προηγούμαι, προηγούμαι, προηγούμαι, προπορεύομαι, προηγούμαι, προηγούμαι, προηγούμαι, άνευ προηγουμένου, χωρίς προηγούμενο, του περασμένου μήνα, συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλ, απόφαση ορόσημο, απόφαση σταθμός, επιτυχία ανευ προηγουμένου, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρωτοφανής, πρωτόγνωρος, πρωτάκουστος, δόγμα περί του νομικού προηγούμενου και της τήρησης των νόμων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης précédent
προηγούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le nouveau livre de l'écrivaine est encore meilleure que son précédent. Ο Άλμπερτ είχε τελειώσει την προηγούμενη μέρα. Το νέο βιβλίο της συγγραφέως είναι ακόμα καλύτερο από το προηγούμενο. |
δικαστικό προηγούμενο(Droit) (νομολογία, αγγλοσαξονικό δίκαιο) L'avocat a cité plusieurs précédents pour appuyer son interprétation. Ο συνήγορος αναφέρθηκε σε δικαστικά προηγούμενα για την ερμηνεία του. |
προηγούμενοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le nouveau téléphone établit un précédent pour ses compétiteurs. Με το νέο τηλέφωνο δημιουργείται ένα προηγούμενο που θα επηρεάσει τους ανταγωνιστές. |
προηγούμενοςadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) La décision précédente a limité ce que pouvait faire le juge. Η προηγούμενη απόφαση περιόρισε τη δυνατότητα δράσης του δικαστή. |
προηγούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Les précédents actes de violence s'étaient déroulés dans la même rue. Οι προηγούμενες βιαιοπραγίες εκδηλώθηκαν στον ίδιο δρόμο. |
προηγούμενοςadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Nous avons passé les quatre jours précédents à faire du parachute. |
προηγούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
νομική υπόθεση που δημιουργεί δικαστικό προηγούμενοnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce cas constitue un précédent. |
προηγούμενος, προγενέστεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προηγούμενοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La combinaison d'événements antérieurs a mené à l'explosion de la guerre. |
αλλοτινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προηγούμενος, πρωτύτεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un rapport antérieur (or: Un précédent rapport) a dit que seulement cinq voitures étaient impliquées. Μια προηγούμενη αναφορά έκανε λόγο για την εμπλοκή μόνο πέντε αυτοκινήτων. |
προηγούμενος, παλιότερος(σε χρονολογική σειρά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les gouvernements passés (or: antérieurs) n'étaient pas bien disposés envers la presse. Προηγούμενες (or: παλιότερες) κυβερνήσεις δεν ήταν φιλικές προς τον τύπο. |
προηγούμαιverbe transitif (για γεγονότα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les journées qui précédèrent le mariage furent bien remplies, avec plein de détails à finaliser. |
προηγούμαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dans l'alphabet, J précède K. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η εργασία πρέπει να προηγείται της ανάπαυσης. |
προηγούμαι χρονικά(με γενική) La Bible hébraïque précède la Bible chrétienne. |
προηγούμαι(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προϋπάρχω σε σχέση με κτverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προηγούμαιverbe transitif (με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προηγούμαιverbe transitif (με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette découverte éclipse tout ce qui l'a précédée. |
προηγούμαιverbe transitif (στο χρόνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le corbillard précède le cortège funèbre. Η νεκροφόρα προηγείται (or: προπορεύεται) σε μια νεκρική πομπή. |
προηγούμαι, προπορεύομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) William a précédé sa femme dans la rue sombre. Ο Γουίλιαμ προπορευόταν της γυναίκας του στον σκοτεινό δρόμο. |
προηγούμαιverbe transitif (σε σχέση με κτ ή με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le nombre 2 vient avant 3 et 4 vient avant 5. |
προηγούμαι(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les guides passent devant le groupe de touristes. |
άνευ προηγουμένου, χωρίς προηγούμενοlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
του περασμένου μήναlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Bob a pris un verre de canneberge pour faire descendre son shot de vodka. |
απόφαση ορόσημο, απόφαση σταθμός
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Roe contre Wade a été une décision de la Cour suprême historique dans les annales judiciaires sur le sujet de l'avortement. |
επιτυχία ανευ προηγουμένουadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ses travaux avaient été maintes fois récompensés, mais le prix Nobel lui offrait un degré de reconnaissance sans précédent. |
προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτριαnom masculin et féminin |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Sport américain) |
πρωτοφανής, πρωτόγνωρος, πρωτάκουστοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De nombreuses plaintes ont été reçues au sujet de la série dramatique qui contenait un niveau de violence sans précédent. Έγιναν πολλά παράπονα για την τηλεοπτική σειρά, η οποία περιείχε σκηνές βίας άνευ προηγουμένου. |
δόγμα περί του νομικού προηγούμενου και της τήρησης των νόμωνnom féminin (Droit) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του précédent στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του précédent
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.