Τι σημαίνει το poussé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης poussé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poussé στο Γαλλικά.
Η λέξη poussé στο Γαλλικά σημαίνει παραφυάδα, βλαστάρι, βέργα, μίσχος, συστάδα, βλαστάρι, σπρώχνω, φυτρώνω, εξωθώ, σπρώχνω, σπρώχνω, ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω, ενθαρρύνω, σπρώχνω κτ για να ανοίξει, σπρώχνω, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, μακραίνω, παίρνω μπόι, πιέζω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ευδοκιμώ, ευημερώ, φυτρώνω, σπρώχνω, πιέζω, εκβλαστάνω, εκβλασταίνω, σπρώξιμο, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, ωριμάζω, βγάζω, κλείνω, υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομο, σπρώχνω, γίνομαι πιο, σηκώνω, ανεβάζω, αναδίδω, αποπνέω, σπρώχνω, σπρώξιμο, παρακινώ, σπρώχνω, προκαλώ, σέρνω, σύρω, βρίσκω, πείθω, σπρώχνω, μετακινώ βιαστικά, παρακινώ, κινώ, παρακινώ, παραμερίζω, ρίκσο, ποδήλατο άμαξα, τρίκυκλο, χορταριασμένος, που ωθεί, που μεγαλώνει γρήγορα, με οποιοδήποτε τρόπο, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο., δίτροχο αμαξίδιο που σύρεται από ένα ή δύο άτομα, ρίζα μπαμπού, μηχανικό μολύβι, φύτρο ροβίτσας, φρούτο, παρασύρομαι από τον άνεμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης poussé
παραφυάδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le botaniste a étudié l'effet du produit chimique sur le développement des pousses. |
βλαστάριnom féminin (Botanique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) À partir des huit graines, nous avons obtenu cinq pousses. |
βέργα(Botanique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons pris une pousse de la plante pour faire une bouture. |
μίσχος(Botanique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συστάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Des buissons ont poussé près de la rivière. |
βλαστάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le jardinier était heureux de voir les nouveaux germes (or: nouvelles pousses) apparaître au printemps. Ο κηπουρός χάρηκε που είδε νέα βλαστάρια να βγαίνουν την άνοιξη. |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a poussé la table pour la changer de place. Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί. |
φυτρώνωverbe intransitif (για φυτά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les semis poussent au début de la saison de croissance. Papy dit toujours qu'on a poussé depuis la dernière fois qu'il nous a vus. Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης. |
εξωθώverbe intransitif (Accouchement) (το έμβρυο στο τελικό στάδιο τοκετού) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous voulez sortir, il faut pousser la porte plutôt que de la tirer. L'homme impoli poussa les gens hors de sa route. Αν θες να βγεις, πρέπει να σπρώξεις την πόρτα αντί να την τραβήξεις. |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a poussé la porte avec son épaule et a finalement réussi à l'ouvrir. Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει. |
ωθώ, παρακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maria a parlé avec son cœur, ne sachant pas ce qui la poussait, mais incapable de s'en empêcher. |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trevor est entré dans le supermarché en poussant le Caddie®. |
ενθαρρύνωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La perspective d'un bon repas à son arrivée l'a poussé à avancer. |
σπρώχνω κτ για να ανοίξει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπρώχνω(1 personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Linda poussa et poussa jusqu'à ce qu'elle parvînt au devant de la foule. |
παίρνω μπόι, ρίχνω μπόιverbe intransitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est resté petit jusqu'à l'adolescence, puis il a poussé d'un coup. Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι. |
μακραίνω(cheveux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω μπόιverbe intransitif (figuré : personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon fils a vraiment poussé depuis qu'il est ado. |
πιέζω(une porte, une voiture,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fallu pousser la voiture jusqu'au garage le plus proche alors qu'il pleuvait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ. |
ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ευδοκιμώ, ευημερώ(végétaux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rares sont les arbres qui poussent dans le désert. Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο. |
φυτρώνωverbe intransitif (cheveux, poils,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'essaie d'épiler mes sourcils dès qu'ils poussent. Προσπαθώ να βγάζω τις ατίθασες τρίχες των φρυδιών μου, αμέσως μόλις αυτές φυτρώνουν. |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina a poussé Bernard hors de son chemin. // Le rugbyman a poussé son adversaire. Η Τίνα έσπρωξε τον Μπέρναρντ από τον δρόμο της. |
πιέζωverbe transitif (κπ, κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'homme étrange au coin de la rue essayait de pousser les passants à acheter de la cocaïne. Ο περίεργος άνδρας στη γωνία προσπαθούσε να πείσει τους περαστικούς να αγοράσουν κοκαΐνη. |
εκβλαστάνω, εκβλασταίνωverbe intransitif (λόγιο: φυτά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un nouveau bourgeon pousse sur la tige principale de la plante. Un poil poussait sur le nez de la sorcière. Μια τρίχα φύτρωσε στη μύτη της μάγισσας. |
σπρώξιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pousser la voiture l'a finalement aidée à démarrer. |
ανεβαίνω, σκαρφαλώνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On essaie de faire pousser les roses le long du treillage. |
ωριμάζωverbe intransitif (fruit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'avais beaucoup de fleurs sur mes piments cette année mais les fruits n'ont pas poussé. |
βγάζω(un cri, un soupir) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a poussé un cri et s'est mis à courir vers elle. |
κλείνωverbe transitif (ouvrir ou fermer) (κλείσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle poussa doucement la porte pour la fermer. |
υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομοverbe transitif (νομική: ηθική αυτουργία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le duc avait poussé un de ses servants à commettre le vol. Ο δούκας πλεύρισε έναν από τους υπηρέτες του, με σκοπό να τον πείσει να διαπράξει την κλοπή. |
σπρώχνωverbe transitif (κάτι με ρόδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve poussait la poussette sur le trottoir. |
γίνομαι πιο(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand elle aura atteint l'âge de la puberté, elle grandira. Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή. |
σηκώνω, ανεβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick a soulevé Amy hors de l'eau. Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό. |
αναδίδω, αποπνέω(un son) (βγάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπρώχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν. |
σπρώξιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Edward, en poussant (or: bousculant) Larry, lui a fait perdre l'équilibre. Η σπρωξιά του Έντουαρντ έκανε τον Λάρρυ να χάσει την ισορροπία του. |
παρακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen a poussé la chaise hors de son chemin. Η Έλεν έσπρωξε την καρέκλα από μπροστά της. |
προκαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le juge donna aux émeutiers des peines plus légères qu'aux meneurs qui les y avaient poussés. |
σέρνω, σύρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On va pousser (or: traîner) cette lourde étagère au lieu de la porter. |
βρίσκωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Poussons (or: Développons) cette idée jusqu'à sa conclusion logique. Ας φτάσουμε στα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα. |
πείθωverbe transitif (influencer) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une lettre de sa mère le poussa à rentrer chez lui après des années passées à l'étranger. Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό. |
σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετακινώ βιαστικάverbe transitif (κατά λέξη) La sécurité a poussé le politicien hors de la pièce après la tentative d'assassinat. Η φρουρά του φυγάδευσε γρήγορα τον πολιτικό έξω από το δωμάτιο μετά την απόπειρα δολοφονίας. |
παρακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comment pouvons-nous motiver (or: inciter) les élèves à travailler plus dur ? Πως μπορούμε να παρακινήσουμε τους σπουδαστές να δουλέψουν σκληρότερα; |
κινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qu'est-ce qui propulse ces minuscules créatures à travers l'eau ? Τι κινεί αυτά τα μικροσκοπικά πλάσματα μέσα στο νερό; |
παρακινώverbe transitif (κίνητρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραμερίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les ouvriers ont poussé la vieille voiture en panne hors de la route. |
ρίκσο(μεταφορικό μέσο στην Ασία) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Au lieu de conduire une moto, nous avons loué un pousse-pousse pour nous emmener au marché de nuit. |
ποδήλατο άμαξαnom masculin invariable (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τρίκυκλοnom masculin invariable (véhicule en Asie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χορταριασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ωθείlocution adjectivale (δύναμη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που μεγαλώνει γρήγορα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με οποιοδήποτε τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.
|
δίτροχο αμαξίδιο που σύρεται από ένα ή δύο άτομαnom masculin (voiture à bras) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρίζα μπαμπούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nous avons commandé un sauté de poulet avec des brocolis et des pousses de bambou. |
μηχανικό μολύβι
|
φύτρο ροβίτσαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φρούτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παρασύρομαι από τον άνεμο(άνεμος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un sac en papier est passé, poussé par le vent. Μια χαρτοσακούλα παρασύρθηκε από τον άνεμο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poussé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του poussé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.