Τι σημαίνει το IT στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης IT στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του IT στο Αγγλικά.

Η λέξη IT στο Αγγλικά σημαίνει τεχνολογία πληροφοριών, της τεχνολογίας πληροφοριών, -, τον, την, το, του, της, του, του, της, του, -, -, -, -, -, -, το, ιν, κυνηγάω, εκείνος ακριβώς, αυτός και κανένας άλλος, πληροφορική, φτάνω σε οργασμό, και όλα όσα συνεπάγεται, και τα λοιπά, όσο γίνεται, εδώ είναι το τέρμα, το καλύτερο δυνατό, όπως το βλέπω εγώ, όπως προκύπτει, όπως έχουν τα πράγματα, όπως έχουν τα πράγματα, όπως θα έπρεπε να είναι, σε μία ιδανική περίπτωση, σε ένα ιδανικό σενάριο, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, όπως αποδεικνύεται, όπως ήταν, τρόπος του λέγειν, ευτυχώς, πάω γυρεύοντας, το κάνω, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, όπως και να 'χει, ξεκουβάλα, την κάνω, προλαβαίνω κπ, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, είτε το πιστεύεις είτε όχι, Να πάρει!, αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα, κρατάω μόνο την ουσία, αναλύω, κόφ' το, τελειώνω μία σχέση, Κόφτε το!, άντε ντε!, έλα να δούμε!, σταματώ δραστηριότητα, τα παρατάω, βούλωσ' το!, ράψ'το!, καταφέρνω, υποστηρίζω, τιμωρούμαι, ρισκάρω, κοίτα, δες, Έλα τώρα!, έγινε, χαλάρωσε, άραξε, χαλαρώνω, αράζω, είμαι τόσο καλός όσο λένε, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα, κόφτο, σταμάτα, κόφτο, σταμάτα, τσίμα τσίμα, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, να πάρει!, Να πάρει!, Φτου!, πάρτο απόφαση, δέξου το, τα χώνω, τη λέω, Κάν' το μόνος σου, Φτιάξ' το μόνος σου, κατασκευές, που το φτιάχνω μόνος μου, Δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, παράτα το, άστο το, κόφ'το, παρατάω, αφήνω, παλεύω, Με το μαλακό, κατάλαβέ το, αποδέξου το, προσποιούμαι, παριστάνω, αυτοσχεδιάζω, δεν πρόκειται να κάνω κτ, καθόλου, τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω, το σανιδώνω, περπατώ, έχω πρόβλημα, για πλάκα, για διασκέδαση, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς, ξέχνα το, μην το σκέφτεσαι, ξέχασε το, μην ασχολείσαι, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, γάμα το, γάμα το, το πιάνω, φασώνομαι, τελειώνω με κτ, κάνω κτ σωστά, μου σηκώνεται, κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ αμέσως, ξεκόλλα, ξεκόλλα, κουνήσου, ξεκουβάλα, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, ξανασκέφτομαι, μαλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης IT

τεχνολογία πληροφοριών

noun (initialism (information technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There were no IT lessons at school when I was a boy.

της τεχνολογίας πληροφοριών

noun as adjective (initialism (relating to information technology)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roger works in the IT department, maintaining the company's computers.

-

pronoun (inanimate thing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I've lost my pen; it was on my desk.
Έχασα το στυλό μου, ήταν πάνω στο γραφείο μου.

τον, την, το

pronoun (direct object)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
He brought it to the party.
Το έφερε στο πάρτυ.

του, της, του

pronoun (indirect object)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I gave it a push.
Του έδωσα μια σπρωξιά.

του, της, του

pronoun (after preposition)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
She put the book on it.
Έβαλε το βιβλίο πάνω σε αυτό.

-

noun (circumstances) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
How is it going?
Πώς τα πας;

-

pronoun (impersonal subject of to be) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It is important to remember who your friends are.
Είναι σημαντικό να θυμάσαι ποιοι είναι οι φίλοι σου.

-

pronoun (weather) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's raining.
Βρέχει.

-

pronoun (animal) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
From the size of the footprints, it must be a big one.
Κρίνοντας από το μέγεθος τον αποτυπωμάτων, πρέπει να είναι μεγάλο.

-

pronoun (person) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Who is it?
Ποιος είναι;

-

pronoun (group) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The crowd dispersed once it left the main square.
Το πλήθος διαλύθηκε όταν έφυγε από την κεντρική πλατεία.

το

pronoun (informal (special quality) (αργκό: το 'χω)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
There's something special about this singer; the boy just has it.

ιν

adjective (fashionable)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κυνηγάω

noun (informal (player in children's game: tag)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're it!

εκείνος ακριβώς

pronoun (emphasis in anticipation) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was at that moment that I realized my mistake.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησα το λάθος μου.

αυτός και κανένας άλλος

pronoun (informal (person: special) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That girl really thinks she's it.

πληροφορική

noun (field of computing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The programmer works in information technology.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Της αρέσει πολύ ο προγραμματισμός, γι' αυτό θέλει να σπουδάσει πληροφορική.

φτάνω σε οργασμό

phrasal verb, intransitive (vulgar, slang (have an orgasm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It takes me a long time to get off when we have sex in the missionary position.
Μου παίρνει ώρα να φτάσω σε οργασμό όταν κάνουμε έρωτα στην ιεραποστολική στάση.

και όλα όσα συνεπάγεται

adverb (and everything it entails)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She gave her sister a birthday party, with cake, ice cream, and all that goes with it.

και τα λοιπά

expression (informal (etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For Christmas dinner we had roast turkey, Brussels sprouts, and all the rest of it.

όσο γίνεται

expression (to some extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This town is all right, as far as it goes, but there are probably better places to raise kids.

εδώ είναι το τέρμα

expression (the end, last stop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone get off the bus, this is as far as it goes!

το καλύτερο δυνατό

expression (the best circumstances)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The smaller football teams have no chance of finishing top of the league, so winning one of the cup competitions instead is as good as it gets.

όπως το βλέπω εγώ

adverb (in my opinion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως προκύπτει

adverb (as has transpired)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The truth, as it emerges, is far more complex than anyone could possibly have imagined.

όπως έχουν τα πράγματα

adverb (colloquial (as the situation stands)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As it is, we'll be lucky to arrive before dark!
Όπως έχουν τα πράγματα, θα είμαστε τυχεροί αν φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει!

όπως έχουν τα πράγματα

adverb (in its current state)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We'll have to make do with the vehicle we have, as it is.
Όπως έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το όχημα που έχουμε.

όπως θα έπρεπε να είναι

adjective (correct, proper)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She completed her inspection and found that everything was as it ought to be.

σε μία ιδανική περίπτωση, σε ένα ιδανικό σενάριο

adverb (in an ideal state)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her speech gave us a vision of the world as it ought to be.

όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση

adverb (correct, proper state)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση

adjective (in a desirable state)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We felt that the hotel was not as good as it should be for the high price.

όπως αποδεικνύεται

adverb (as has transpired)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The candidate I offered the job to is, as it turns out, my boss's cousin!
Αποδείχθηκε ότι ο υποψήφιος στον οποίο έδωσα τη θέση είναι ξάδερφος του αφεντικού μου!

όπως ήταν

expression (previous state)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry preferred the room as it was, not with the new decor.

τρόπος του λέγειν

adverb (idiom (so to speak)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευτυχώς

adverb (idiom (fortunately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As luck would have it, the bus was late too, so I managed to catch it after all.

πάω γυρεύοντας

(figurative, informal (invite: trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't do that if I were you! You're just asking for it.
Δεν θα το έκανα εάν ήμουν στη θέση σου. Πας γυρεύοντας!

το κάνω

adjective (slang (having sex) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't sleep because, they were at it all night!

αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι

verbal expression (informal (compete)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todd and Tina usually don't compete, but this time they battled it out.

όπως και να 'χει

expression (despite [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The weather forecast says there will be heavy rain tomorrow. Be that as it may, we will not cancel the open-air concert.
Το δελτίο καιρού προβλέπει πολλές βροχές αύριο. Όπως και να 'χει, δεν θα ακυρώσουμε την υπαίθρια συναυλία.

ξεκουβάλα

interjection (slang (go away) (αργκό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No, I won't give you any money. Now, beat it!

την κάνω

verbal expression (slang (leave, go)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police showed up and we knew it was time to beat it.

προλαβαίνω κπ

verbal expression (informal (do [sth] before [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was about to give the answer but she beat me to it.
Ήμουν έτοιμος να δώσω την απάντηση αλλά με πρόλαβε.

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

expression (informal (rapidly, soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Christmas will be here before you know it.

είτε το πιστεύεις είτε όχι

expression (though it may seem incredible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Believe it or not, I just won the jackpot in the state lottery!

Να πάρει!

interjection (slang (annoyance) (καθομιλουμένη)

Blast! I just went and spilled my coffee all over the floor!
Να πάρει! Μόλις έχυσα τον καφέ μου στο πάτωμα!

αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!

interjection (UK, informal (expressing annoyance) (ενόχληση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα

verbal expression (slang, figurative (fail) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I totally blew it, and I'm so embarrassed; I don't know when I've performed so badly.

κρατάω μόνο την ουσία

verbal expression (figurative (reduce to essence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you boil it all down, you have two choices: In or out.

αναλύω

verbal expression (figurative, informal (analyze the situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόφ' το

interjection (AU, slang (stop it) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Break it down, will ya?" said Alf. "I've had enough of your whingeing!"

τελειώνω μία σχέση

verbal expression (informal (relationship: end)

Sarah and John were going to get married next month, but she found he was having an affair and broke it off.

Κόφτε το!

interjection (slang (stop fighting)

You can't fight in this bar. Break it up or I'll call the police and they'll break it up for you.

άντε ντε!

interjection (informal (eagerness)

My holiday starts tomorrow; bring it on!

έλα να δούμε!

interjection (slang (challenge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you think you can do better, bring it on!
Αν νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα, έλα να δούμε!

σταματώ δραστηριότητα

verbal expression (informal (stop doing [sth]) (καθομιλουμένη)

I've been working for hours, I'm going to call it a day.

τα παρατάω

verbal expression (informal (stop, end) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm too tired to continue; I'm calling it quits.

βούλωσ' το!, ράψ'το!

interjection (slang, impolite (shut up!) (αγενές)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can it! I don't want to hear another word from you!
Βγάλε τον σκασμό! Δε θέλω να ακούσω ούτε λέξη από σένα!

καταφέρνω

verbal expression (informal (succeed in [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was terrified at performing for a crowd, but I carried it off.

υποστηρίζω

verbal expression (clothing: look attractive in) (μεταφορικά: ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Not many women could get away with that outfit, but she can carry it off.

τιμωρούμαι

verbal expression (informal (be punished or reprimanded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ρισκάρω

verbal expression (informal (take a chance or risk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I could see no obvious other way out, so I chanced it and jumped. Don't chance it; take sensible precautions.
Δεν μπορούσα να βρω κάποιον άλλο εμφανή τρόπο διεξόδου κι έτσι ρίσκαρα και πήδηξα. Μην το ρισκάρεις. Πάρε λογικές προφυλάξεις.

κοίτα, δες

interjection (US, slang (look)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Check it out, man! That car's just too cool.
Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο!

Έλα τώρα!

interjection (slang (skeptical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come off it! Do you honestly expect me to run a marathon?

έγινε

interjection (informal (agreeing to a request to do [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you want the report finished tonight, so just consider it done.

χαλάρωσε, άραξε

interjection (slang, figurative (calm down) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cool it, kid, or you're going to get in trouble.
Χαλάρωσε μικρέ, αλλιώς θα μπλέξεις.

χαλαρώνω, αράζω

verbal expression (slang, figurative (calm down) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι τόσο καλός όσο λένε

verbal expression (be as good as claimed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That film's not all it's cracked up to be; I didn't enjoy it at all!

για να λέμε και του στραβού το δίκιο

expression (expressing reluctant praise) (καθομιλουμένη)

She wasn't the nicest boss, but credit where it's due, she did increase profits.

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα

verbal expression (figurative (allow very little margin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to be at the airport for midday; we'll be cutting it fine if we don't leave by 10.

κόφτο, σταμάτα

interjection (slang (stop it) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oi! You! Yes you! Cut it Out! Stop doing that or I'll stop you!

κόφτο, σταμάτα

verbal expression (slang (stop: doing [sth]) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσίμα τσίμα

noun (informal, figurative (finishing just in time) (ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

interjection (slang, potentially offensive (expressing annoyance) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Damn it! I hit my knee on the desk again!
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

να πάρει!

interjection (slang, potentially offensive (anger) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Damn it to hell!" I yelled, as the ball slipped through my fingers once again.

Να πάρει!, Φτου!

interjection (US, informal, euphemism (damn)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mary stubbed her toe. "Darn!" she exclaimed.
Η Μαίρη χτύπησε το δάχτυλο του ποδιού της. Να πάρει!, Φτου! αναφώνησε.

πάρτο απόφαση, δέξου το

interjection (slang (accept reality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You don't like your job? Deal with it! - you need the money.
Δεν σου αρέσει η δουλειά σου; Πάρ' το απόφαση! Χρειάζεσαι τα λεφτά.

τα χώνω, τη λέω

verbal expression (figurative, slang (be critical, abusive) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can dish it out well enough, but you don't like it when someone attacks you.
Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

Κάν' το μόνος σου, Φτιάξ' το μόνος σου

noun (UK, colloquial, initialism (do-it-yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm staying at home this weekend for a little DIY on the house.

κατασκευές

noun (UK (DIY: home improvement) (στο σπίτι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The problem with do-it-yourself is that people often make mistakes and need to hire a professional later.

που το φτιάχνω μόνος μου

adjective (UK (DIY: done by amateur)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did you see that patio? - it must have been a do-it-yourself job!

Δεν πειράζει

interjection (it's not important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I forget to buy the milk." "It doesn't matter. I'll stop by the supermarket on the way back from work."

δεν κάνει τίποτα

interjection (you're welcome)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Thanks so much for all your help." "Don't mention it! It was no trouble."
«Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.» «Δεν κάνει τίποτα! Δεν μου ήταν κόπος.»

παράτα το, άστο το, κόφ'το

interjection (informal, figurative (stop talking about it) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't want to discuss the subject any more – please drop it.
Δε θέλω να το συζητήσω άλλο, άστο σε παρακαλώ.

παρατάω, αφήνω

verbal expression (informal, figurative (stop talking about [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He kept mentioning my marriage problems so I asked him to drop it.
Επέμενε να αναφέρει τα προβλήματα του γάμου μου και του ζήτησα να το κόψει.

παλεύω

verbal expression (US, slang (decide [sth] by a fist-fight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two boxers are scheduled to duke it out on Friday.

Με το μαλακό

interjection (go slowly, be careful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατάλαβέ το, αποδέξου το

interjection (informal (accept reality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Face it, Peter – you're just not a very good singer. Face it - your mother's gone and nothing you do can bring her back.
Κατάλαβε το, Πέτρο - απλά δεν είσαι πολύ καλός τραγουδιστής. Αποδέξου το - η μητέρα σου πέθανε και δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω με τίποτα.

προσποιούμαι, παριστάνω

verbal expression (informal (pretend to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυτοσχεδιάζω

verbal expression (informal (accomplish by improvising)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν πρόκειται να κάνω κτ

expression (express reluctance to do [sth])

καθόλου

interjection (informal (not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Am I bored since I retired? Far from it! I'm busier than ever!

τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω

verbal expression (figurative, informal (resolve [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Just fight it about between you – I don't care any more!

το σανιδώνω

verbal expression (slang (depress the accelerator) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the light turned green, he floored it and the car sped away.

περπατώ

transitive verb (walk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car has broken down, so we'll have to foot it.

έχω πρόβλημα

expression (informal (in trouble)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

για πλάκα, για διασκέδαση

expression (purely for enjoyment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They love taking a drive in the country just for the fun of it.

χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο

adverb (for no particular reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He often says hello to strangers in the street just for the hell of it.

αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία

adverb (informal (in my opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know you won't change, but for what it's worth, I think that skirt looks awful on you.

κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς

interjection (slang (don't mention it, you're welcome)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Forget about it – it was nothing really. Forget about it! - you don't owe me a thing.
Μην το συζητάς! Δεν ήταν τίποτα. Μην το συζητάς! Δε μου χρωστάς τίποτα.

ξέχνα το, μην το σκέφτεσαι

interjection (slang (don't worry, it's not important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look, it's not such a big deal that I lied to you, so forget about it already!
Κοίτα να δεις, δεν είναι και τόσο σημαντικό το ότι σου είπα ψέμματα, γι' αυτό ξέχνα το!

ξέχασε το, μην ασχολείσαι

interjection (stop thinking about it)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anyone could have made the same mistake; forget about it!

δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το

interjection (slang (certainly not)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
If you think I'm doing the dishes for you again tonight, forget it!

γάμα το

interjection (vulgar, offensive, slang (annoyance) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fuck it - I don't understand this question at all!

γάμα το

interjection (vulgar, offensive, slang (dismissiveness) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fuck it – let's just stay in tonight as we can't make a decision.

το πιάνω

(slang (understand) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He told a joke but I didn't get it.
Είπε ένα ανέκδοτο, αλλά δεν το έπιασα.

φασώνομαι

verbal expression (vulgar, slang (have sex) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω με κτ

verbal expression (informal (do the unpleasant task now)

It's best to get it over with now, rather than leave it to the last minute.

κάνω κτ σωστά

verbal expression (informal (do [sth] correctly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you can't get it right, don't bother trying!

μου σηκώνεται

verbal expression (vulgar, slang (have an erection) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ αμέσως

verbal expression (slang (do [sth] without delay)

ξεκόλλα

interjection (slang (stop making a fuss! forget about it!) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
So he left you--get over it! There are plenty of better men out there anyway.
Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες.

ξεκόλλα

interjection (slang (don't be so old-fashioned) (αργκό)

Get with it, Mom - nobody says "jeepers" any more!

κουνήσου, ξεκουβάλα

intransitive verb (slang (hurry up) (αργκό)

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

expression (try) (δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although Brian had never gone kayaking before, he suddenly decided to give it a go.
Αν και ο Μπράιαν δεν είχε κάνει ποτέ καγιάκ, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή.

ξανασκέφτομαι

verbal expression (informal (rethink)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dropped what he was doing and went to her without giving it a second thought.

μαλώνω

verbal expression (slang (reprimand, punish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του IT στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του IT

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.