Τι σημαίνει το before στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης before στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του before στο Αγγλικά.
Η λέξη before στο Αγγλικά σημαίνει πριν, προτού, πριν, πριν από, προηγουμένως, νωρίτερα, μπροστά, παρά, μπροστά σε, μπροστά σε, παρά, πριν, μπροστά σε, ενώπιον, απέναντι σε, μπροστά σε, ενώπιον, πριν, υποκλίνομαι, υποκλίνομαι, πάω κπ στο δικαστήριο, εμφανίζομαι ενώπιον, παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, γονατίζω, μπροστά σε κοινό, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, σύντομα, πριν το μεσημέρι, μέχρι τώρα, προ φόρου, πριν από, στο δικαστήριο, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, από πριν, πριν από πολύ καιρό, στο δικαστήριο, ενώπιον του δικαστή, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, μπροστά στα μάτια μου, πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ, πριν από σένα, προ φόρου, ανάλωση κατά προτίμηση πριν από, ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, Το αίμα νερό δεν γίνεται., γαλήνη πριν την καταιγίδα, προηγούμαι, προηγούμαι, δελεάζω, προηγούμενη ημέρα, ποτέ ξανά, ποτέ πριν, προηγούμαι, προηγούμαι, παρίσταμαι στο δικαστήριο, ακριβώς πριν, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, που μεγαλοδείχνει, μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά, ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, κέρδος προ φόρων, βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ, προτρέχω, ακριβώς πριν, τοποθετώ μπροστά από, λίγο πριν, η προηγούμενη μέρα, την προηγούμενη μέρα, προχτές, προχθές, προχτές, προχθές, το προηγούμενο βράδυ, το προηγούμενο βράδυ, η προπερασμένη εβδομάδα, την προπερασμένη εβδομάδα, πριν από δύο ημέρες, πριν από δύο ημέρες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης before
πριν, προτούconjunction (at an earlier time than) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) He could drive a car before he learned how to ride a bike. Simon threw the newspaper in the trash before I had a chance to read it. Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο. |
πρινpreposition (earlier than) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You should finish your homework before dinner. Θα πρέπει να τελειώσεις το διάβασμα πριν (or: πριν από) το φαγητό. |
πριν απόpreposition (preceding in order) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The letter 'b' comes before the letter 'c'. Το γράμμα «Β» είναι πριν από το γράμμα «Γ». |
προηγουμένωςadverb (in the past) (επίσημο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Have you been here before? Έχεις ξανάρθει εδώ; |
νωρίτεραadverb (earlier, sooner) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I would have written before, but I didn't have your new address. Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου. |
μπροστάadverb (ahead, in front) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You go before and I'll follow. |
παράconjunction (rather than) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) I would die before I would criticize her. |
μπροστά σεpreposition (in front of) He stood before the crowd and raised his arms. |
μπροστά σεpreposition (awaiting, in future) (μεταφορικά) She has her whole career before her. |
παράpreposition (rather than) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Personally, I'd eat pizza before caviar or truffles. |
πρινpreposition (preceding in rank) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aces come before kings in this game. |
μπροστά σεpreposition (formal (in sight of) They performed an open-air concert before a huge audience. |
ενώπιονpreposition (in the jurisdiction of) (επίσημο: με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) His case was brought before the International Court of Justice. |
απέναντι σε, μπροστά σεpreposition (in the face of) He always backs out before a difficult task. |
ενώπιονpreposition (in the presence of) (επίσημο: με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Before God I declare that I will always tell the truth. |
πρινpreposition (without considering) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Their earnings before tax have doubled this year. |
υποκλίνομαι(literal (bow in deference to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It is customary to bow down before the Emperor of Japan. |
υποκλίνομαι(figurative (show deference to) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He is so arrogant that he thinks everyone should bow down before him. |
πάω κπ στο δικαστήριοphrasal verb, transitive, separable (take to: court) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Senator was brought before the High Court on charges of racketeering. |
εμφανίζομαι ενώπιονphrasal verb, transitive, inseparable (formal (appear in court) (δικαστήριο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The defendant came before the court for sentencing. |
παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιουphrasal verb, transitive, inseparable (appear in court) (με γενική) Miller came before the judge two months after pleading guilty to assault. |
γονατίζωphrasal verb, transitive, inseparable (genuflect to: as a sign of respect) (μπροστά σε κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You must kneel before the king. |
μπροστά σε κοινόadverb (in front of people) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I hate speaking before an audience; I get stage fright and stammer over my words. |
πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα τουadverb (prematurely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The baby was born before its time. |
πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα τουadverb (precociously) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Parents should not try to force a child to walk before its time. |
σύντομαadverb (soon) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Spring should be coming before long. Σύντομα θα έρθει η άνοιξη. |
πριν το μεσημέριadverb (in advance of midday) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll take my walk before noon so I'll be home in time for lunch. I hope you can arrive before noon. Θα κάνω τον περίπατό μου πριν το μεσημέρι και ελπίζω να είμαι σπίτι την ώρα του γεύματος. Ελπίζω να μπορέσεις να φτάσεις πριν το μεσημέρι. |
μέχρι τώραadverb (previously) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Before now, I had never really been in love! Μέχρι τώρα δεν είχα ερωτευτεί ποτέ αληθινά! |
προ φόρουadverb (before tax is paid) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πριν απόadverb (prior to a given occasion) I started wearing glasses a couple of years ago; before that I wore contact lenses for 40 years. |
στο δικαστήριοadverb (in front of a tribunal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm going to testify before the court on Wednesday. |
πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, από πρινadverb (beforehand) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) By acting before the fact, a company can save time and money by anticipating problems. |
πριν από πολύ καιρόadverb (figurative (long ago) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο δικαστήριοadverb (in court) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενώπιον του δικαστήadverb (in front of a magistrate) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβειςexpression (informal (rapidly, soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Christmas will be here before you know it. |
μπροστά στα μάτια μουadverb (right in front of you) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His father was murdered right before his eyes. |
πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώadverb (informal (before your birth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I remember the day President Kennedy was shot - but that's before your time. |
πριν από σέναadverb (informal (before your involvement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He used to be Managing Director here, but that was a few years before your time. |
προ φόρουadjective (profits, etc.: before tax is paid) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανάλωση κατά προτίμηση πριν απόpreposition (warning on food packaging) (σήμανση σε προϊόν) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Milk is best before the expiration date. Το γάλα πρέπει να καταναλωθεί πριν την ημερομηνία λήξης. |
ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότηταςnoun (expiration) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Το αίμα νερό δεν γίνεται.expression (figurative (family relationships are strongest) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil will always support his brother's position on this matter because blood is thicker than water. |
γαλήνη πριν την καταιγίδαnoun (figurative (quiet period before [sth] turbulent) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mary's much too quiet. I fear it's the calm before the storm. |
προηγούμαι(precede) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The number 2 comes before 3, and 4 comes before 5. |
προηγούμαι(figurative (be more important than) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The welfare of my family comes before anything else. Η ευημερία της οικογένειάς μου προηγείται. |
δελεάζω(figurative, informal (offer as incentive) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dangle a raise in front of him and see what happens. The boss dangled extra overtime pay before the employees for working on the holiday. Πρόσφερέ του αύξηση και θα δεις τι θα γίνει. |
προηγούμενη ημέραnoun (previous day) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ποτέ ξανά, ποτέ πρινadverb (at any point previously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Women are choosing to stay single more than ever before. |
προηγούμαι(precede) (με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The travel guides go before the tourist group. |
προηγούμαι(exist or happen previously) (με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This discovery eclipses everything that has gone before. |
παρίσταμαι στο δικαστήριοverbal expression (appear in court) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The prosecutor in the Smith case will go before the bar on ethics charges. |
ακριβώς πρινpreposition (a moment prior to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I like to have a hot bath just before I go to bed. |
σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτιinterjection (figurative (be aware of the risks involved in [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Thinking of investing in a new business? Look before you leap! Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις! |
που μεγαλοδείχνειadjective (seeming older than actual age) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φοράadverb (on one previous occasion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνειexpression (it is unwise to be arrogant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κέρδος προ φόρωνnoun (amount made prior to paying taxes) (λογιστική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ(prioritize more highly than) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I will always put my children's welfare before my own desires. |
προτρέχωverbal expression (figurative (act prematurely) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sara insisted that having sex before marriage was like putting the cart before the horse. Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει. |
ακριβώς πρινpreposition (just prior to) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) I'll see you right before the big meeting. Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση. |
τοποθετώ μπροστά από(place in front of) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At about 3 months, a baby begins to focus its eyes on objects set before him. He set the plate of cookies before his mother. Σε 3 μήνες περίπου τα μωρά αρχίζουν να επικεντρώνουν τα μάτια τους σε αντικείμενα που τοποθετούνται μπροστά τους. Τοποθέτησε το πιάτο με τα μπισκότα μπροστά στη μητέρα του. |
λίγο πρινadverb (just before) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
η προηγούμενη μέραnoun (a day earlier, the previous day) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
την προηγούμενη μέραadverb (a day earlier, on the previous day) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
προχτές, προχθέςnoun (two days ago) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The day before yesterday was my birthday. |
προχτές, προχθέςadverb (two days ago) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I haven't seen him since the day before yesterday. |
το προηγούμενο βράδυnoun (previous night or evening) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το προηγούμενο βράδυadverb (on the previous night or evening) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
η προπερασμένη εβδομάδαnoun (the week prior to last week) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
την προπερασμένη εβδομάδαadverb (in the week prior to last week) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πριν από δύο ημέρεςpreposition (two days prior to) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Unfortunately, the hurricane struck two days before their wedding. |
πριν από δύο ημέρεςadverb (two days earlier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I was waiting for her when she arrived, having got there two days before. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του before στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του before
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.