Τι σημαίνει το inside στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inside στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inside στο Αγγλικά.

Η λέξη inside στο Αγγλικά σημαίνει μέσα, μέσα σε, εσωτερικό, μέσα σε, μέσα από, μέσα, εντόσθια, εσωτερικός, εκ των έσω, στη στενή, στην ψειρού, στο φρέσκο, εκ των έσω, μέσα, δικό μας αστείο, διεύθυνση παραλήπτη, απ' έξω κι ανακατωτά, εσωτερικό εξώφυλλου, εμπιστευτικές πληροφορίες, δουλειά που γίνεται από μέσα, δικό μας αστείο, μέσα σε, εντός, ανάποδα, ανάποδος, πωλήσεις εξ αποστάσεως, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας, πλεονεκτική θέση, φωλιάζω, βολεύω κτ σε κτ, ενσωματώνω, εισάγω, αναποδογυρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inside

μέσα

adverb (indoors)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I stay inside when it is cold outside.
Μένω μέσα όταν έχει κρύο έξω.

μέσα σε

preposition (in the interior of)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He stayed inside the room for three hours.
Έμεινε στο δωμάτιο για τρεις ώρες.

εσωτερικό

noun (interior)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The inside of the house is beautiful.
Το εσωτερικό του σπιτιού είναι όμορφο.

μέσα σε

preposition (within)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The child was drawing inside the square.
Το παιδί ζωγράφιζε μέσα στο τετράγωνο.

μέσα από

noun (inner edge) (μέσα πλευρά)

You need to keep your feet on the inside of the line.
Πρέπει να έχεις τα πόδια σου μέσα από τη γραμμή.

μέσα

preposition (within: the mind or body)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Deep inside himself he felt a need to preach the Gospel.
Βαθιά μέσα του ένιωσε την ανάγκη να κηρύξει το Eυαγγέλιο.

εντόσθια

plural noun (informal (internal organs)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The pigeon was dead and you could see its insides.
Το περιστέρι ήταν νεκρό και μπορούσες να δεις τα εντόσθιά του.

εσωτερικός

adjective (positioned on the inside)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The inside car is in the lead.
Το αμάξι στην εσωτερική προπορεύεται.

εκ των έσω

adjective (figurative (from a position of knowledge) (λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The inside rumour was that he was going to be sacked.

στη στενή, στην ψειρού, στο φρέσκο

adverb (slang (in prison) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My uncle spent ten long years inside.

εκ των έσω

noun (position of knowledge) (επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
With that government, nobody knows what happened on the inside.

μέσα

preposition (informal (in less time than)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can finish this inside thirty minutes.

δικό μας αστείο

noun (informal (private joke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεύθυνση παραλήπτη

noun (correspondence: address of recipient written on letter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In a business letter, the inside address is on the left above the "Dear Sirs" salutation.

απ' έξω κι ανακατωτά

adverb (all over, thoroughly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As the understudy to the lead, she had to know the part inside and out.

εσωτερικό εξώφυλλου

noun (reverse side of book or magazine cover)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The price of the book is marked on the inside front cover.

εμπιστευτικές πληροφορίες

noun (confidential details)

The company should limit the number of employees with access to inside information.

δουλειά που γίνεται από μέσα

noun (crime by [sb] within company)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Apparently, the jewelry store robbery was an inside job.

δικό μας αστείο

noun (private joke understood only by a few)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέσα σε

preposition (informal (within, in [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Something was rattling inside of the box.

εντός

preposition (time: within) (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My order arrived by post inside of a week.

ανάποδα

adverb (the wrong way round)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That jumper's on inside out. I put my fur gloves on inside out; the fur is on the outside.
Το πουλόβερ είναι ανάποδα. Έβαλα τα γούνινα γάντια μου ανάποδα, η γούνα βρίσκεται απ' την έξω μεριά.

ανάποδος

adjective (inverted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He put his shirt on so quickly he didn't notice it was inside out.
Φόρεσε τόσο γρήγορα το μπλουζάκι του που δεν πρόσεξε ότι το έβαλε ανάποδα.

πωλήσεις εξ αποστάσεως

plural noun (selling done from the premises)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (poker hand)

εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας

noun (literal (inside lane of a racecourse) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλεονεκτική θέση

noun (figurative (fast track, position of advantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φωλιάζω

(fit inside [sth] larger) (μτφ: σε κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dolls nested inside each other.

βολεύω κτ σε κτ

(fit inside [sth] larger)

When you do not need to use the tables, you can nest them inside one another.

ενσωματώνω, εισάγω

(computing) (κτ σε κτ, κτ μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The programmer nested the subroutine inside the main routine.
Ο προγραμματιστής εισήγαγε την υπορουτίνα μέσα στην κεντρική ρουτίνα.

αναποδογυρίζω

verbal expression (reverse or invert)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inside στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του inside

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.