Τι σημαίνει το glisser στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης glisser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του glisser στο Γαλλικά.
Η λέξη glisser στο Γαλλικά σημαίνει ολισθαίνω, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, φέρνω, γλιστράω, γλιστρώ, περνάω, περνώ, μου ξεφεύγει, τρέχω, γλιστράω, γλιστρώ, βάζω, κινούμαι ομαλά, κινούμαι με ευχέρεια, κινούμαι με άνεση, γλιστράω, γλιστρώ, προσθέτω, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, ολισθηρός, γλίστρημα, εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά, στριμώχνομαι, σέρνομαι, γλιστράω, απωθώ, κινούμαι αθόρυβα, δίνω κρυφά κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ στα κρυφά, φοράω, φορώ, το σκάω από κτ, γλιστράω, γλιστρώ, βολεύομαι σε κτ, βγαίνω έρποντας, μπαίνω σε κτ, γλιστρώ, ξεγλυστράω, αναφέρω, μπαίνω αθόρυβα, γλιστράω και πέφτω, ταιριάζω, βολεύομαι σε κτ, περνώ απαρατήρητος, βάζω, γλυστρώ μέσα από, αφήνω ανέγγιχτο, πέφτω από κτ, γλιστράω, γλιστρώ, πέφτω, βάζω κτ σε κτ άλλο, μπαίνω, κάνω swipe, χωρώ σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, σκίζω, σχίζω, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης glisser
ολισθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un bon graissage permet aux éléments de la machine de glisser librement. Ένα καλό λιπαντικό θα βοηθήσει τα μέρη της μηχανής να γλιστρούν ελεύθερα. |
γλιστράω, γλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le verre glissa des mains de Ian. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του γλίστρησε το ποτήρι απ' το χέρι. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il glissa vers moi sur ses patins à glace. Γλίστρησε προς το μέρος μου με τα παγοπέδιλά του. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (tomber) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai glissé sur la glace et me suis fait mal. Γλίστρησα στον πάγο και χτύπησα. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a glissé sur le trottoir couvert de glace et s'est fait mal. Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και χτύπησε. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeremy glissa sur le sol humide mais ne tomba pas. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γλίστρησε στο υγρό πάτωμα, αλλά δεν έπεσε. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (Base-ball) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pour éviter d'être touché, il a dû glisser tête la première jusqu'à la première base. |
γλιστράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φέρνωverbe transitif (mentionner) (μτφ: στην κουβέντα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il glissa le sujet du mariage dans la conversation. Πάνω στην κουβέντα πέταξε και το θέμα του γάμου. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il avait plu quand nous sommes retournés à la voiture et quand nous avons tenté de partir, les pneus n'ont fait que glisser (or: déraper) sur la boue. |
περνάω, περνώverbe transitif (faire passer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lui glissa (or: passa) le collier par la tête. Της πέρασε το κολιέ πάνω από το κεφάλι. |
μου ξεφεύγει(κατά λάθος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai glissé mon petit mot dans l'enveloppe et je l'ai postée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά. |
κινούμαι ομαλάverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La poussière glisse d'un coup de balai dans la pelle. |
κινούμαι με ευχέρεια, κινούμαι με άνεσηverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les patineurs glissaient d'un bout à l'autre du lac gelé. Les élèves regardaient le maître d'arts martiaux glisser d'une posture à l'autre. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fred Astaire glissait d'un bout à l'autre de la pièce. |
προσθέτωverbe transitif (ajouter) (κάτι άσχετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James était en train de descendre les escaliers quand il a dérapé et est tombé. Ο Τζέιμς κατέβαινε τη σκάλα όταν γλίστρησε και έπεσε. |
γλιστράω, γλιστρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tim essayait de glisser sur la glace élégamment. Ο Τιμ προσπάθησε να τσουλήσει πάνω στον πάγο με χάρη. |
γλιστράωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voiture a glissé (or: a dérapé) sur la chaussée verglacée. |
ολισθηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Attention, le sol vient d'être lavé et il est encore glissant. Πρόσεχε. Το πάτωμα μόλις σφουγγαρίστηκε και ακόμη γλιστράει. |
γλίστρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικάverbe transitif Ouvrez le compartiment de la batterie et faites-la entrer doucement dedans. |
στριμώχνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le carton commençait à déborder mais il a réussi à faire rentrer deux livres de plus. |
σέρνομαι, γλιστράωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Carol et Bob ont profité de notre inattention pour glisser hors de notre vue. |
απωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dos du canard est imperméable à l'eau grâce à ses plumes huileuses. |
κινούμαι αθόρυβα
Mark est sorti de la réunion sans bruit, avant la fin. Le voleur avançait sans bruit dans l'allée, rasant les murs. |
δίνω κρυφά κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ στα κρυφά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La grand-mère glissa un bonbon à son petit-fils. // Le père de Veronica lui glissa quelques dollars pour sa soirée. |
φοράω, φορώ(un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Donne-moi une minute pour enlever mes vêtements de travail et enfiler une tenue plus confortable. |
το σκάω από κτverbe pronominal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les garçons se sont glissés discrètement hors du dortoir sur la pointe des pieds et sont allés rejoindre leurs amis. |
γλιστράω, γλιστρώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants se sont faufilés en bas tôt le matin pour voir si le père Noël était passé. Τα παιδιά γλίστρησαν στο κάτω σπίτι νωρίς το πρωί των Χριστουγέννων για να δουν αν είχε έρθει ο Άγιος Βασίλης. |
βολεύομαι σε κτ
|
βγαίνω έρποντας
Elle s'est glissée hors de son sac de couchage pour voir si c'était un ours qui faisait du bruit à l'extérieur de la tente. Βγήκε έρποντας από τον υπνόσακό της για να δει αν ήταν αρκούδα που έκανε όλο τον θόρυβο έξω από τη σκηνή της. |
μπαίνω σε κτ
Il s'est glissé dans le lit le plus doucement possible pour ne pas réveiller sa femme. |
γλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεγλυστράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναφέρωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a glissé en passant qu'elle était célibataire. |
μπαίνω αθόρυβα(personne) (σε κτ) Martin s'est glissé discrètement dans la pièce alors que la réunion débutait. |
γλιστράω και πέφτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a glissé sur le trottoir gelé et s'est fracturé la hanche. Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και έσπασε τον γοφό της. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le gant a glissé facilement sur sa main. |
βολεύομαι σε κτ(doucement) Il s'est glissé dans le fauteuil et a mis ses pieds meurtris sur un tabouret. |
περνώ απαρατήρητοςverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les voleurs réussirent à se faufiler au-delà du garde de sécurité et à voler le tableau. |
βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian a mis le journal sous son bras. Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του. |
γλυστρώ μέσα από
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pensais que je le tenais, mais il m'a glissé entre les doigts. |
αφήνω ανέγγιχτο(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout ce que sa mère lui dit glisse sur lui. |
πέφτω από κτ
La couverture a glissé du lit lentement. Η κουβέρτα έπεσε σιγά σιγά από το κρεβάτι. |
γλιστράω, γλιστρώverbe transitif indirect (έμφαση στην κίνηση: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comment mon vase préféré a-t-il pu glisser (or: tomber) du manteau de la cheminée ? |
πέφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le billet de 100 dollars doit avoir glissé de ma poche, je ne l'ai plus. Το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων πρέπει να έπεσε από την τσέπη μου, δεν το έχω πια. |
βάζω κτ σε κτ άλλο
Jennifer a glissé la carte dans l'enveloppe. Morris a glissé la clé dans sa poche. Η Τζένιφερ έβαλε την κάρτα γενεθλίων στο φάκελο. Ο Μόρις έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. |
μπαίνω(εύκολα, με άνεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le revolver se glissa facilement dans son étui. |
κάνω swipeverbe transitif (écran tactile) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρώ σε κτ
Cet appareil photo peut se glisser dans une poche ou un petit sac à main. Η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή χωρά στην τσέπη ή σε μια μικρή τσάντα. |
βυθίζομαι σε κτ(μεταφορικά) L'empire glissait petit à petit dans le chaos sous ses yeux. |
σκίζω, σχίζω(l'eau) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bateau glissait sur l'eau. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry a laissé ses doigts glisser sur la surface tactile de la sculpture. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του glisser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του glisser
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.