Τι σημαίνει το error στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης error στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του error στο ισπανικά.
Η λέξη error στο ισπανικά σημαίνει λάθος, σφάλμα, σφάλμα, λάθος, λάθος, αποτυχία, παράλειψη, λάθος, σφάλμα, λάθος, λάθος, σφάλμα, παραπάτημα, παράπτωμα, δυσλειτουργία, αδυναμία, ανακρίβεια, αποτυχία, αστοχία, ψεγάδι, λάθος, λάθος, σφάλμα, αποτυχία, λάθος, αδικία, λάθος, λάθος, γκάφα, λάθος, δικαστική πλάνη, τυπογραφικό, τυπογραφικό λάθος, ευρετικός, κάνω γκάφα, κατά λάθος, λανθασμένα, λάθος υπολογισμός, ξεκαρδιστικό ατόπημα, λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση, δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος, σφάλμα αντιγραφής, ένδειξη σφάλματος, γραμματικό/συντακτικό λάθος, ανθρώπινο σφάλμα, δικαστική πλάνη, τυπογραφικό λάθος, διαχειριστικό λάθος, περιθώριο σφάλματος, ορθογραφικό λάθος, τυπικό σφάλμα, κωδικός κατάστασης, μέθοδος δοκιμής και σφάλματος, μέθοδος δοκιμής και πλάνης, τυπογραφικό λάθος, σφάλμα στον κώδικα, ανακατεύθυνση, μέθοδος trial and error, κάνω λάθος, εσφαλμένα, λανθασμένα, τυπογραφικό, λάθος υπολογισμός, λάθος μέτρημα, λανθασμένο μέτρημα, τυπογραφικό λάθος, δοκιμής και σφάλματος, κάνω τυπογραφικό λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης error
λάθος, σφάλμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La alumna hizo mal la suma porque cometió un error de cálculo. Η μαθήτρια βρήκε λάθος άθροισμα λόγω ενός σφάλματος στους υπολογισμούς της. |
σφάλμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un error informático significaba que había que repetir todo el trabajo. Ένα σφάλμα στον υπολογιστή σήμαινε πως έπρεπε να γίνει απ' την αρχή όλη η δουλειά. |
λάθοςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo siento pero cometí un error, el número correcto es cuatro. Συγγνώμη, έκανα λάθος. Το σωστό νούμερο είναι τέσσερα. |
λάθοςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Decirme que siguiera su consejo fue definitivamente un error. Ahora me doy cuenta de que comprar ese auto nuevo fue un error. |
αποτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El plan fue un error desde el principio. Το σχέδιο ήταν μια αποτυχία από την αρχή. |
παράλειψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lamento que no te hayan pagado a tiempo; fue un error de mi parte. Συγγνώμη που δεν πληρώθηκες στην ώρα σου. Ήταν λάθος από μέρους μου. |
λάθος, σφάλμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El error de la defensa permitió que Soldado anotara el gol ganador. Ένα λάθος στην άμυνα επέτρεψε στον Σολδάδο να βάλει το νικηφόρο γκολ. |
σφάλμαnombre masculino (informática) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Había un error en el programa que hacía que se apague la computadora. Υπήρχε ένα σφάλμα στο πρόγραμμα που έκανε τον υπολογιστή να κρασάρει. |
παραπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El error del bailarín arruinó la representación por completo. |
παράπτωμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El juez le recordó al acusado que este era su segundo error. |
δυσλειτουργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Llevé el auto al taller porque tenía un fallo eléctrico. Πήγα το αμάξι μέσα γιατί είχε μια δυσλειτουργία στα ηλεκτρικά. |
αδυναμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este plan tiene muchas equivocaciones. |
ανακρίβεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una equivocación en la dosis de este medicamento puede ser fatal. |
αποτυχία, αστοχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψεγάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Había algunas fallas en los planes de Dan para el futuro. Το σχέδιο του Νταν για το μέλλον έμπαζε από κάπου. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hubo una equivocación con nuestra reserva del hotel y tuvimos que encontrar otro lugar donde quedarnos. |
λάθος, σφάλμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Olvidarse de pasarle un mensaje al jefe fue el único lapsus de Jake, pero aún así le costó su empleo. Το μόνο σφάλμα που έκανε ποτέ ο Τζέικ ήταν ότι ξέχασε να δώσει ένα σημαντικό μήνυμα στο αφεντικό του. Παρ' όλα αυτά, όμως, του κόστισε τη θέση του. |
αποτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sopa que cociné fue todo un fracaso porque no tenía buen sabor. Η σούπα που έφτιαξα ήταν σίγουρα μια αποτυχία, επειδή απλά δεν είχε τη σωστή γεύση. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tuve un tropiezo nefasto en el trabajo, pero espero poder enderezarlo. |
αδικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El abogado quiere reparar una injusticia. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siento que te he hecho mucho daño. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El político no podía ver el fallo de su argumentación. |
γκάφα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tilly se sintió humillada por su metedura de pata en el trabajo. Η Τίλυ εξευτελίστηκε από τη γκάφα της στη δουλειά. |
λάθος(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¡El jefe no te va a perdonar esta metedura de pata! |
δικαστική πλάνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τυπογραφικό
Cuando volví a mirar mi texto, me di cuenta de que estaba lleno de erratas. |
τυπογραφικό λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El último número del diario tenía una vergonzosa errata. |
ευρετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάνω γκάφα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El equipo local se equivocó varias veces durante el partido de fútbol. Η ντόπια ομάδα έκανε γκάφα πολλές φορές κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα. |
κατά λάθοςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le di tu número de teléfono en vez del mío por error. |
λανθασμέναlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Marqué tu número por error; en realidad, estaba tratando de llamar a mi madre. |
λάθος υπολογισμός
No hay margen para el error de cálculo en las Olimpiadas. |
ξεκαρδιστικό ατόπημα(coloquial) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση
Conceder una hipoteca a alguien que no puede pagarla es un error de juicio. |
δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En el diseño de aviones no hay espacio para el error. |
σφάλμα αντιγραφής
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ένδειξη σφάλματος(informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando la impresora se queda sin papel aparece un mensaje de error. |
γραμματικό/συντακτικό λάθος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Este trabajo está lleno de errores gramaticales como verbos que no concuerdan con el sujeto o verbos en el tiempo equivocado. |
ανθρώπινο σφάλμαnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El error humano es un factor a tener en cuenta cuando se evalúa la exactitud de los datos. |
δικαστική πλάνηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando descubrieron que había sido víctima de un error judicial le pusieron en libertad. |
τυπογραφικό λάθος(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El documento está lleno de errores de tecleo. |
διαχειριστικό λάθοςnombre masculino Debido a un error administrativo le cargaron dos veces la misma cantidad. |
περιθώριο σφάλματοςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hay que hacerlo bien de entrada, sólo se nos permite un pequeño margen de error. |
ορθογραφικό λάθος
|
τυπικό σφάλμα(στατιστική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El error estándar es una medida de dispersión que consiste en la desviación estándar de una distribución muestral. |
κωδικός κατάστασης(navegación por Internet) (Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μέθοδος δοκιμής και σφάλματος, μέθοδος δοκιμής και πλάνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El método de ensayo y error fue sustituido por el método científico. |
τυπογραφικό λάθος(coloquial) |
σφάλμα στον κώδικα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Un error de código hizo que el programa se bloquease. |
ανακατεύθυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέθοδος trial and errorlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάνω λάθοςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No tengas miedo de cometer un error. Να μην φοβάσαι να κάνεις λάθος. |
εσφαλμένα, λανθασμέναlocución adverbial (από λάθος) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El señor Williams programó por error dos clases a la misma hora. |
τυπογραφικό
Por un error tipográfico, tuvieron que imprimir de nuevo todas las copias del panfleto. |
λάθος υπολογισμός
Unos pocos errores de juicio pueden costarte el trabajo. |
λάθος μέτρημα, λανθασμένο μέτρημα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τυπογραφικό λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Debido a un error de imprenta salió mal publicada la hora de inicio. |
δοκιμής και σφάλματοςlocución adjetiva (σε γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω τυπογραφικό λάθος
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La revista cometió una errata con la palabra "colina" y escribió "colona". |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του error στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του error
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.