Τι σημαίνει το pasar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pasar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pasar στο ισπανικά.

Η λέξη pasar στο ισπανικά σημαίνει περνάω, περνώ, προσπερνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, δίνω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, φεύγω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, συμβαίνω, πάω πάσο, περνάω, περνώ, δίνω, συμβαίνω, συμβαίνω, προσπερνάω, περνάω, περνώ, πασάρω, συμβαίνω, περνάω, περνάω γρήγορα, μπαίνω σε κτ, κυλώ αργά, προκύπτω, συμβαίνω, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, ξεπερνάω, περνώ, περνάω από δίπλα, περνάω, περνώ, δίνω, δίνω, παραμένω αμέτοχος, περνάω, ξεπερνάω, δίνω κτ σε κπ άλλο, έρχομαι, συμβαίνω, δίνω, μένω, περνάω, δίνω, μεταφέρω, τρίβω, -, τα βγάζω πέρα, έρχομαι, συμβαίνω, κάνω ντούκου, κάνω check, περνάω, περνώ, κυλάω, σχίζω, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, δίνω, προβάλλω, δείχνω, παραμελώ, αμελώ, παίρνω το δρόμο μου, περνώ, πηγαίνω μπροστά, παίρνω προβάδισμα, επισκέπτομαι, προκύπτω, πηγαίνω πέρα δώθε, περνάω κτ στο γρήγορο, περνώ γρήγορα, προκύπτω, παρουσιάζομαι, κυκλοφορώ, κάνω προσπέραση, μεταφέρω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, διέρχομαι, περνάω, περνάω, εισάγω λαθραία, εισάγω παράνομα, γίνομαι, περνάω από κτ/κπ, πάω, πηγαίνω, πεθαίνω, κοιμάμαι, περνάω με θόρυβο, περνάω για λίγο, αγνοώ, επιθεωρώ, εξετάζω, σαρώνω, σκαλίζω, αγνοώ, δακτυλογραφώ, βάζω ηλεκτρική, ξεπετάω, κληροδοτώ, παίρνω, κοιμάμαι, σκουπίζω με ηλεκτρική σκούπα, μασκαρεύομαι, μεταμφιέζομαι, <div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pasar

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo creer que las vacaciones se hayan terminado. ¡El tiempo pasa tan rápido!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός!

προσπερνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El autobús pasó a mi lado sin detenerse.
Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud observó mientras pasaba el desfile.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tiempo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a pasar el día con mi familia.
Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου.

δίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pasó la pluma a ella.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El le pasó el bolígrafo a ella.
Της έδωσε το στυλό.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasó el examen de manejo en su primer intento.
Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El autobús pasó sin detenerse en nuestra parada.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

φεύγω

(χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los fines de semana pasan muy rápido.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sofá sencillamente no pasa por la puerta.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tarjeta de cumpleaños pasó de una mano a otra para que todos la firmaran.

πασάρω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él pasó el balón, luego corrió hacia la portería.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pareciera que el tiempo pasa más rápido cada año.

συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Te sorprendería saber todo lo que ha pasado desde el accidente.

πάω πάσο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes jugar o pasar.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La oportunidad ha pasado.

δίνω

verbo transitivo

Pasaron las palomitas a todos en la mesa.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un montón de cosas han ocurrido (or: pasado) desde el año pasado.
Πολλά έγιναν την περασμένη χρονιά.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No trabajé duro por eso ¡sólo sucedió!
Δεν δούλεψα σκληρά για αυτό, απλά έτυχε!

προσπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El piloto de carreras rebasó a su rival en el último minuto y ganó la carrera.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"¿Cómo te fue en el examen?" "¡Aprobé!"

πασάρω

(deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para ser bueno jugando en equipo, es importante hacer un pase, en vez de tener la pelota tú mismo.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud miraba cómo pasaba el desafile.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω γρήγορα

verbo intransitivo

μπαίνω σε κτ

(καθομιλουμένη)

κυλώ αργά

verbo intransitivo (tiempo) (χρόνος)

Ellos se empezaron a aburrir a medida que pasaba el tiempo.
Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.

προκύπτω, συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La idea de David de empezar su propio negocio pasó después de haber perdido el trabajo.
Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray pasó con su camión.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando Emily estaba enferma, se sentaba al lado de la ventana y saludaba a cualquiera que pasara.
Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Solamente paso para contarte de la fiesta del sábado.
Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου.

περνάω, ξεπερνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habían caído piedras en el camino, y no pudimos pasar.

περνώ

verbo intransitivo (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo pasa pero la gente no cambia.

περνάω από δίπλα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve pasó más temprano cuando no estabas, le dije que lo llamarías en cuanto volvieses.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor?
Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ;

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre le paso mis libros preferidos a mi hermana.

παραμένω αμέτοχος

verbo intransitivo (coloquial) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo estoy cansada, así que paso de este baile.

περνάω, ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El conductor no pudo pasar la barricada.

δίνω κτ σε κπ άλλο

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Agarra una galletita y pásala.
Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La abuela y el abuelo pasaron hoy y tomamos el té.
Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me pasas el bolígrafo, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ;

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pedí que se pasará la noche.
Της ζήτησα να μείνει το βράδυ.

περνάω, δίνω

verbo transitivo (έμφαση στη μεταφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasa el plato de la mantequilla a tu hermana, por favor.

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si nadie gana la lotería el premio pasa al pozo de la próxima semana.
Εάν κανείς δεν κερδίσει το λαχείο το έπαθλο μεταφέρετε στην κλήρωση της επόμενης εβδομάδας.

τρίβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George pasó su mano por el lomo del gato.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Me puedes pasar el libro, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι, συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A los que saben esperar les pasan cosas buenas.

κάνω ντούκου, κάνω check

verbo intransitivo (póquer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Vas a apostar o vas a pasar?

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pasó al próximo nivel del juego.

κυλάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo pasa.

σχίζω

(μτφ: τον αέρα, το νερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pablo tiró la pelota y pasó por el aire.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John me saludó desde el coche cuando pasaba.

περνάω γρήγορα

verbo transitivo

Pasó un cepillo por su cabello.

περνάω

(abertura, paso estrecho) (κάτω από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El tope del camión pasó por debajo del puente con varios centímetros de margen.

περνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos encontraremos después de que pases la aduana.

περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω, περνώ

(κόκκινο φανάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Audrey la paró la policía cuando se pasó un semáforo en rojo.

δίνω

verbo transitivo (deporte) (πάσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante el partido, hábilmente lanzó varios pases difíciles.

προβάλλω, δείχνω

(películas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy pasan Casablanca en el cine local.

παραμελώ, αμελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desde que su mujer murió se ha abandonado y su casa es un desastre.

παίρνω το δρόμο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνώ

(χρόνος, ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Transcurrió una hora hasta que finalmente llegó la policía.

πηγαίνω μπροστά

(película)

Adelantá hasta los últimos cinco minutos del clip que es la parte más divertida.

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επισκέπτομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sólo tuve tiempo de asomarme a saludar antes de tener que volver al trabajo.

προκύπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tal cosa llegara a ocurrir, llámame de inmediato.
Αν προκύψει κάτι τέτοιο, πάρε με τηλέφωνο αμέσως.

πηγαίνω πέρα δώθε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El clima está saltando de insoportablemente caluroso a un frío fuera de temporada.

περνάω κτ στο γρήγορο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνώ γρήγορα

(figurado)

Estaba tratando de acabar el examen, pero el tiempo volaba.
Προσπαθούσε να τελειώσω το διαγώνισμα, αλλά η ώρα απλά περνούσε γρήγορα.

προκύπτω, παρουσιάζομαι

(problema)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me temo que ha surgido un problema, no estaré en la reunión de esta tarde.

κυκλοφορώ

(información)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha estado circulando un rumor despreciable por el pueblo.

κάνω προσπέραση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es peligroso adelantarse en una esquina.

μεταφέρω

(información)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si te doy un mensaje para Julie, ¿prometes transmitirlo?
Εάν σου αφήσω ένα μήνυμα για τη Τζούλι, υπόσχεσαι να της το μεταφέρεις;

περνάω από κτ, περνώ από κτ

Primero debes atravesar la aduana y después esperar el equipaje.
Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου.

διέρχομαι, περνάω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Demoramos 20 minutos en pasar a través del Túnel Mont Blanc.
Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habiendo crecido en Rwanda, Joe tuvo que pasar por muchos tormentos para convertirse en el hombre que hoy es.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

εισάγω λαθραία, εισάγω παράνομα

A Kate la pillaron pasando drogas de contrabando.
Η Κέιτ συνελήφθη να εισάγει λαθραία ναρκωτικά.

γίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Qué pasó con ese libro que te presté?
Τι απέγινε το βιβλίο που σου δάνεισα;

περνάω από κτ/κπ

La procesión del funeral pasó por la municipalidad.
Η νεκρική πομπή πέρασε απ' το δημαρχείο.

πάω, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su casa pasó a su hijo mayor y el contenido, al menor.

πεθαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω με θόρυβο

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El tráfico rugía en la autopista.

περνάω για λίγο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se quejaba de que su hijo siempre pasaba a vuelo de pájaro por su casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πέρασε για λίγο από την πόλη την περασμένη εβδομάδα. Ποτέ δε μένει πολύ.

αγνοώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tan pesada que simplemente la ignoro.
Είναι τόσο ενοχλητική. Απλά την αγνοώ.

επιθεωρώ, εξετάζω

(προσεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inspecciona el auto minuciosamente antes de firmar la planilla.
Εξέτασε (or: επιθεώρησε) προσεκτικά το αυτοκίνητο πριν υπογράψεις τη φόρμα.

σαρώνω, σκαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da trabajo rastrillar las hojas en esta época del año.

αγνοώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ignoró las peticiones de ayuda.
Αγνόησε τις εκκλήσεις για βοήθεια.

δακτυλογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω ηλεκτρική

(AmL)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy aspiró la alfombra para deshacerse del pelo de gato.

ξεπετάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendremos que hacer que la prensa disimule algunos de los peores asuntos.

κληροδοτώ

(βιολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Toda la familia de Ron heredó el gen del cabello pelirrojo.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes recoger mi receta cuando pases por la farmacia?
Θα μπορούσες να πάρεις τα φάρμακά μου καθώς περνάς από το φαρμακείο;

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los soldados duermen en barracones compartidos.
Οι στρατιώτες κοιμούνται σε κοινούς στρατώνες.

σκουπίζω με ηλεκτρική σκούπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μασκαρεύομαι, μεταμφιέζομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La policía se disfrazó de prostituta para arrestar a los clientes.

<div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pasar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του pasar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.