Τι σημαίνει το declarar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης declarar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του declarar στο ισπανικά.
Η λέξη declarar στο ισπανικά σημαίνει ανακοινώνω, αναγγέλλω, δηλώνω, δηλώνω, κηρύσσω, κηρύσσω, διατείνομαι, ισχυρίζομαι, κάνω έκκληση, δηλώνω, ανακοινώνω, δίνω ως στοιχείο, καταθέτω, μαρτυρώ, ανακοινώνω, διακηρύσσω, καταθέτω, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, δηλώνω, δηλώνω, καταθέτω, δηλώνω, εκφράζω, εκφράζω, ξαλαφρώνω, ανακοινώνω, αναγγέλλω, ανακηρύσσω, δηλώνω, δηλώνω εναντίον, δηλωτέος, ακυρώνω, δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανές, ανακοινώνω, επαναδιατυπώνω, κάνω λάθος δήλωση, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο, διαγράφω, θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, είμαι κριτής, πιστοποιώ, κρίνω, κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ, εκφέρω γνώμη, διακηρύσσω ότι/πως, εκφράζω, πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβής, κρίνω, χαρακτηρίζω ως ακατάλληλο, χαρακτηρίζω ως επικίνδυνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης declarar
ανακοινώνω, αναγγέλλω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El presidente declaró su dimisión. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε (or: ανάγγειλε) την παραίτησή του. |
δηλώνωverbo transitivo (en Aduanas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John declaró tres cajas de champaña cuando llegó al puerto. Όταν έφτασε στο λιμάνι, Ο Τζον δήλωσε τρία κιβώτια σαμπάνιες. |
δηλώνωverbo transitivo (π.χ. στην εφορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lisa declaró todos sus ingresos del año. Η Λίζα δήλωσε ολόκληρο το ετήσιο εισόδημά της. |
κηρύσσω, κηρύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno anunció el estado de emergencia. |
διατείνομαι, ισχυρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella declara conocer personalmente a varios gobernadores. Διατείνεται (or: ισχυρίζεται) ότι γνωρίζει αρκετούς κυβερνήτες προσωπικά. |
κάνω έκκλησηverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La estrella de cine declaró que todos debían colaborar con el fondo de ayuda para las víctimas del terremoto. |
δηλώνω, ανακοινώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Inspectora en Jefe declaró su intención de llevar ante la justicia al asesino. |
δίνω ως στοιχείοverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No quiso que llamaran a declarar al niño. |
καταθέτω, μαρτυρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Han llamado a dos personas más a declarar en el caso. |
ανακοινώνω, διακηρύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olivia declaró su intención de ser la primera mujer presidente. Η Ολίβια δήλωσε την πρόθεσή της να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος. |
καταθέτω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El testigo declaró que el acusado parecía nervioso el día del robo. |
υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La empresa de Jeff falló y él tuvo que declararla en bancarrota. Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση. |
δηλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El novio declaró su amor por la novia. Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη. |
δηλώνωverbo transitivo (naipes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Declaró sólo tres bazas aunque sabía que podía hacer más. |
καταθέτω(σε δικαστήριο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dos de sus familiares fueron llamados a testificar. Δύο από τους συγγενείς της κλήθηκαν να καταθέσουν. |
δηλώνω(religión, enseñanza) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sacerdote predicó la bondad de los seres humanos durante su emotivo sermón. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quentin se puso de rodillas y me profesó su amor eterno. Ο Κουέντιν έπεσε στα γόνατα και δήλωσε την αιώνια αγάπη του για μένα. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tus ideas son buenas, pero creo que las podrías expresar mejor. Larry expresó mal sus pensamientos y Daniel se lo tomó para mal. Οι ιδέες σου είναι καλές, αλλά νομίζω πως θα μπορούσες να τις εκφράσεις καλύτερα. Ο Λάρυ εξέφρασε άσχημα τις σκέψεις του και ο Ντάνιελ προσβλήθηκε. |
ξαλαφρώνω(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Realmente necesito confesar después de guardar este secreto por tanto tiempo. |
ανακοινώνω, αναγγέλλω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie anunció que se iba a tomar la tarde libre. Η Τζούλι ανακοίνωσε πως θα δεν θα δούλευε το απόγευμα. |
ανακηρύσσω(κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El juez declaró a Ben el ganador Ο κριτής ανακήρυξε τον Μπεν νικητή. |
δηλώνωlocución verbal (νομική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jurado declaró al acusado culpable. |
δηλώνω εναντίον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El ministro declaró estar en contra de la introducción del euro en Gran Bretaña. |
δηλωτέοςlocución adjetiva (στην εφορία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακυρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La relación comercial terminó cuando el juez declaró nulo el contrato. |
δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανέςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακοινώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Naomi anunció de improviso que no quería ir a la boda de su amiga. Η Ναόμι ξαφνικά ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να παραβρεθεί στον γάμο της φίλη της. |
επαναδιατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En tu conclusión deberías volver a exponer tu argumento. |
κάνω λάθος δήλωση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ(για την ενοχή κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recientemente han declarado culpable a Apple de infringir deliberadamente una patente. |
κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alemania declaró la guerra el 1 de agosto de 1914. |
διαγράφω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a tener que declarar siniestro total la bodega que se quemó. Πρέπει να ξεχάσουμε την αποθήκη πού κάηκε. |
θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφωlocución verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si alguien te debe dinero y no te pagan, puedes cancelar la deuda y declararlo como un siniestro total de tu negocio. Εάν κάποιος σου χρωστάει χρήματα και δεν στα δίνει μπορείς να διαγράψεις το χρέος και να το θεωρήσεις ζημιά για την επιχείρηση σου. |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Imperio austrohúngaro le declaró la guerra a Serbia el 28 de julio de 1914. |
είμαι κριτής(competición) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πιστοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Declararon al sospechoso incompetente. |
κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El presidente Richard Nixon le declaró la guerra a las drogas en 1971. |
εκφέρω γνώμη(λόγιος: για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los críticos ya se han pronunciado sobre el libro y no les ha gustado. Οι κριτικοί έχουν ήδη εκφέρει γνώμη για αυτό το βιβλίο και δεν τους άρεσε. |
διακηρύσσω ότι/πως
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah fue al concierto a declarar que amaba a Justin Bieber. |
πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo declararon culpable. |
χαρακτηρίζω ως ακατάλληλο, χαρακτηρίζω ως επικίνδυνοlocución verbal (edificio) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El edificio fue declarado en ruinas por las autoridades locales. Το κτήριο χαρακτηρίστηκε ως ακατάλληλο από τις τοπικές αρχές. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του declarar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του declarar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.