Τι σημαίνει το falso στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης falso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του falso στο ισπανικά.

Η λέξη falso στο ισπανικά σημαίνει ψεύτικος, πλαστός, ψευδής, αναληθής, αναληθής, ψεύτικος, φο, ψεύτικος, υποκριτικός, ανειλικρινής, διπρόσωπος, διπλοπρόσωπος, υποκριτής, μη αυθεντικός, ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, αναληθής, ψεύτικος, ανειλικρινής, πλαστός, ψεύτικος, γλοιώδης, απατηλός, παραπλανητικός, πλανερός, ανειλικρινής, προσποιητός, ψεύτικος, ψεύτικος, πλαστός, ψεύτικος, πλαστός, ψεύτικος, λάθος, ψεύτικος, μεταμφιεσμένος, που δεν είναι αληθινός, ανειλικρινής, λάθος, ψεύτικος, ψεύτικος, πλαστός, ψεύτικος, πλαστός, ψεύτικος, πλαστός, προσποιητός, διπρόσωπος, κατασκευασμένος, επινοημένος, ψευδής, προσποιητός, ψεύτικος, ψευδής, ψευδής, ψεύτικος, αναληθής, ανέντιμος, ανειλικρινής, φανταστικός, απατηλός, μαϊμού, ψεύτικος, ανειλικρινής, λάθος, ψέμα, προσποιητός, υποκριτής, υποκρίτρια, παραπλανητικός, απάτη, φανταστικός, πλασματικός, ανυπόστατος, υποκριτής, υποκρίτρια, ύπουλος, υποκριτικός, ανειλικρινής, πλαστικός, παραπάτημα, στρας, καστανιά, λανθασμένη δήλωση, ψευτοάρρωστος, λάθος κίνηση, δίκη παρωδία, αγριοκαστανιά, πλαστό χρήμα, απρέπεια, χοντράδα, χοντροκοπιά, αγαρμποσύνη, αγένεια, ψευδόφιλη λέξη, πλαστό χρήμα, άκυρη εκκίνηση, αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, ψευδομαρτυρία, ψευδομαρτυρώ, ψευδομαρτυρώ, διαπράττω ψευδορκία, δόλωμα, εκδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης falso

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El niño tiene un teléfono falso con el que juega.
Το αγόρι έχει ένα τηλέφωνο-παιχνίδι με το οποίο παίζει.

πλαστός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se usa una luz especial para identificar el dinero falso.
Χρησιμοποιούν ένα ειδιικό φως για να αναγνωρίσουν τα πλαστά χρήματα.

ψευδής, αναληθής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El testigo hizo una declaración falsa y fue arrestado por perjurio.
Η μάρτυρας έδωσε ψευδή κατάθεση και τη συνέλαβαν για ψευδορκία.

αναληθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Admitió que una de las cosas que había dicho era falsa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Κλάρα παραδέχτηκε ότι υπήρχε κάτι απ' όλα όσα είχε πει, το οποίο ήταν αναληθές.

ψεύτικος, φο

(joyas) (κοσμήματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era un broche de diamantes falsos, pero nadie lo sabía.

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Creo que sus pestañas son falsas.
Νομίζω πως οι βλεφαρίδες της είναι ψεύτικες.

υποκριτικός, ανειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las excusas del empleado eran falsas.

διπρόσωπος, διπλοπρόσωπος, υποκριτής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη αυθεντικός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi Rólex es falso, no es original.

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No confíes en lo que dice, es falso.

αναληθής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος, ανειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαστός, ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hombre trató de pagar las mercancías con un billete falso.

γλοιώδης

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No soporto a Brian, ¡es tan falso!
Δεν αντέχω τον Μπράιαν. Είναι τόσο γλοιώδης!

απατηλός, παραπλανητικός, πλανερός

(λόγος, ενέργεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era falso pretender que no sabías sobre el accidente.
Ήταν παραπλανητικό να προσποιείσαι πως δεν ήξερες για το ατύχημα.

ανειλικρινής

adjetivo (λόγος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando lo atraparon robando, el escurridizo niño dio una disculpa falsa.

προσποιητός, ψεύτικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος, πλαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando la policía averiguó más, resultó obvio que el hombre había dado una dirección falsa.

ψεύτικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαστός, ψεύτικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La comisión no tardó mucho en descubrir las credenciales falsas del candidato.
Η επιτροπή δεν άργησε να καταλάβει πως τα πτυχία του υποψηφίου ήταν πλαστά.

λάθος

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Peter la impresión falsa de que su trabajo era seguro.
Ο Πήτερ είχε τη λανθασμένη εντύπωση πως η θέση εργασίας του ήταν ασφαλής.

ψεύτικος

adjetivo (κοσμήματα, γούνες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No te dejes engañar por el diamante grande, es falso.

μεταμφιεσμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που δεν είναι αληθινός

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim era un amigo falso, solo se interesaba por él mismo.
Ο Τιμ ήταν δεν ήταν αληθινός φίλος. Τον ένοιαζε μόνο ο εαυτός του.

ανειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los chicos contaron un relato falso de lo que habían visto.
Τα παιδιά έδωσαν ψεύτικη περιγραφή γι' αυτό που είχαν δει.

λάθος

adjetivo

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No estás siendo honesto. Deja de darme información falsa.
Δεν είσαι ειλικρινής. Σταμάτα να μου δίνεις λάθος πληροφορίες.

ψεύτικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los estudiantes usaron dinero falso para practicar el ir de compras.
Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν ψεύτικα χρήματα για να εξασκηθούν στα ψώνια.

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαστός, ψεύτικος

(general)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le han pagado con un cheque falso.

πλαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος, πλαστός, προσποιητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No me engañó con su falsa sonrisa.

διπρόσωπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατασκευασμένος, επινοημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ψευδής

adjetivo (στο δικαστήριο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσποιητός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος, ψευδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff presentó un reclamo falso (or: espurio) a su compañía de seguros.

ψευδής, ψεύτικος, αναληθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El investigador no brindó evidencias para sus acusaciones espurias.
Αυτός που έκανε την έρευνα δεν προσέφερε κανένα στοιχείο για τους ψευδείς ισχυρισμούς του.

ανέντιμος, ανειλικρινής

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nunca debes ser deshonesto sobre tus sentimientos.
Ποτέ δεν πρέπει να είσαι ανειλικρινής για το πως αισθάνεσαι.

φανταστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos los personajes y eventos en esta película son ficticios.

απατηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαϊμού

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laura se puso uñas postizas en el salón de belleza.
Η Λώρα έβαλε ψεύτικα νύχια στο κομμωτήριο.

ανειλικρινής

(persona) (λόγιος, ευφημισμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Decía que nunca le había sido infiel a su esposa.

λάθος, ψέμα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Es incorrecto decir que nunca has visto al sospechoso antes, ¿verdad?

προσποιητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me miró con una de sus típicas sonrisas artificiales.

υποκριτής, υποκρίτρια

(αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Te dirá que te ama pero en realidad es un farsante.
Θα σου πει ότι σε αγαπά, αλλά είναι υποκριτής.

παραπλανητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απάτη

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Presentaron una factura fraudulenta por trabajo que nunca hicieron.
Τους παρουσίασαν έναν ψεύτικο λογαριασμό για εργασίες που δεν εκτελέστηκαν ποτέ.

φανταστικός, πλασματικός, ανυπόστατος

(όχι αληθινός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Qué partes de su testimonio crees que son inventadas?

υποκριτής, υποκρίτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Muchos de los votantes creen que ese candidato es un hipócrita.
Πολλοί ψηφοφόροι θεώρησαν ότι ο φιλελεύθερος υποψήφιος ήταν μασκαράς.

ύπουλος

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ten cuidado con Melisa, ¡es una mujer tramposa!

υποκριτικός

(figurado, palabra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las disculpas de Jack no fueron más que palabras vacías.

ανειλικρινής

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella ha sido tan deshonesta, que no sé si podré volver a confiar en ella.
Ήταν τόσο ανειλικρινής, που δε νομίζω πως θα μπορέσω ποτέ ξανά να την εμπιστευτώ.

πλαστικός

(figurado, peyorativo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En ese entonces había acusado a sus padres de ser personas de plástico.

παραπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El error del bailarín arruinó la representación por completo.

στρας

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Las adolescentes cubrieron sus teléfonos con diamantes de imitación.

καστανιά

(πιο γενικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λανθασμένη δήλωση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ψευτοάρρωστος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λάθος κίνηση

Es mala idea mencionar al nuevo novio de Lisa frente a su ex.

δίκη παρωδία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Muchas farsas de juicio fueron llevadas a cabo durante el régimen de Stalin. Las farsas de juicio se montan para dar el ejemplo.

αγριοκαστανιά

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los falsos castaños florecen en mayo y se cubren de flores blancas.
Οι αγριοκαστανιές ανθίζουν τον Μάη και είναι γεμάτες από λευκά άνθη.

πλαστό χρήμα

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cajero no quiso aceptar el pago porque se había hecho con dinero falso.

απρέπεια, χοντράδα, χοντροκοπιά, αγαρμποσύνη, αγένεια

locución nominal masculina (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaba terriblemente avergonzada del paso en falso que dio en la cena.

ψευδόφιλη λέξη

locución nominal masculina

πλαστό χρήμα

άκυρη εκκίνηση

locución nominal femenina (σε αγώνα)

αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης

(σε αγώνα δρόμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El corredor se adelantó a la señal de salida y todos tuvieron que regresar al punto de partida.
Ο δρομέας άρχισε να τρέχει, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, και όλοι οι δρομείς έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου τον αγώνα.

ψευδομαρτυρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψευδομαρτυρώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dar falso testimonio es una seria ofensa ante Dios.

ψευδομαρτυρώ

locución verbal (εις βάρος κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No debes dar falso testimonio contra tus semejantes.

διαπράττω ψευδορκία

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los testigos deben prometer no jurar en falso en los tribunales.

δόλωμα

(internet) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκδίδω

(ακάλυπτη επιταγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth pilló a alguien tratando de colar un cheque sin fondos en el banco.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του falso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.