Τι σημαίνει το ante στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ante στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ante στο ισπανικά.

Η λέξη ante στο ισπανικά σημαίνει σουέντ, δέρμα ελαφιού, δέρμα ελαφιού, προ-, παρουσία του, μπροστά σε, μπροστά σε κτ, αντιλόπη, σουέντ, μπροστά σε, μπροστά σε, ενώπιον, απέναντι σε, μπροστά σε, ενώπιον, άλκη, που βλέπει προς, πριν από, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, διστάζω μπροστά σε κτ, δειλιάζω μπροστά σε κτ, κυρίως, πρωτίστως, προ θανάτου, ντροπαλός με την κάμερα, δίνω λόγο, μπροστά στα μάτια μου, μπροστά σε κοινό, στο δικαστήριο, στο δικαστήριο, προ μεσημβρίας, πάνω απ' όλα, αντιμέτωπος με το θάνατο, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, εγγύηση, επίσημη κατάθεση/μαρτυρία, εκπρόσωπος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, δίκη από σώμα ενόρκων, υπό το βλέµµα του, κάνω υπόκλιση, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, παρίσταμαι στο δικαστήριο, παραπέμπομαι σε δίκη, αψηφώ, υποκύπτω σε κτ, ενδίδω σε κτ, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, επιβάλλομαι σε κπ, παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία, αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ, γονατίζω, πάω κπ στο δικαστήριο, αψηφώ, αγνοώ, αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για, λογοδοτώ σε κπ, ενώπιον του δικαστή, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, από δέρμα ελαφιού, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, βγάζω το καπέλο σε κπ, δυσπιστώ, αμφιβάλλω, υποκλίνομαι, ενδίδω σε κπ, αντιδρώ σε κτ, υποκλίνομαι, απευαισθητοποιώ, δικαιολογώ, αγνοώ, δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτ, υποκύπτω σε κτ, παραδίνομαι σε κτ, εμφανίζομαι ενώπιον, κάνω το χατήρι, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, υπακούω σε κτ, κάνω κπ να μη βλέπει κτ, κάνω κπ να βλέπει κτ με παρωπίδες, παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, αναισθητοποιώ, κλειστός, υποκλίνομαι, χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα, χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ante

σουέντ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tengo una chaqueta parecida a la tuya, pero la mía es de gamuza.

δέρμα ελαφιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δέρμα ελαφιού

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προ-

prefijo

Por ejemplo: antenatal.

παρουσία του, μπροστά σε

preposición

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπροστά σε κτ

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ante la multitud rabiosa, la vocera mantuvo la calma.
Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος.

αντιλόπη

(δέρμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bolsa de cordón era de ante.

σουέντ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπροστά σε

preposición

Él se paró ante la multitud y levantó los brazos.

μπροστά σε

preposición

Dieron un concierto al aire libre ante un numeroso público.

ενώπιον

preposición (επίσημο: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Su caso fue presentado ante el Tribunal Internacional de Justicia.

απέναντι σε, μπροστά σε

preposición

Él siempre se echa hacia atrás ante una tarea difícil.

ενώπιον

preposición (επίσημο: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ante Dios juro que siempre diré la verdad.

άλκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cazador le disparó a un alce.
Ο κυνηγός πυροβόλησε μια άλκη.

που βλέπει προς

(μια κατεύθυνση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La luz no es ideal en un estudio que mira hacia el sur.
Το φως σε ένα στούντιο που βλέπει προς τα νότια δεν είναι ιδανικό.

πριν από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La letra 'b' viene antes de la 'c'.
Το γράμμα «Β» είναι πριν από το γράμμα «Γ».

πρώτα και κύρια, πρωταρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo que quieren los padres, principalmente, es que su hijo sea feliz.

διστάζω μπροστά σε κτ, δειλιάζω μπροστά σε κτ

(φοβάμαι και σταματώ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La junta de directores con seguridad rehuirá esta propuesta riesgosa.

κυρίως, πρωτίστως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Como organización benéfica, nos centramos principalmente en mejorar el bienestar de los animales.

προ θανάτου

locución adjetiva (voz latina)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντροπαλός με την κάμερα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω λόγο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Piensa que es responsable ante Dios y no ante ninguna autoridad humana.

μπροστά στα μάτια μου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Asesinaron a su padre ante sus ojos.

μπροστά σε κοινό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Detesto hablar en público; me da pánico escénico y tartamudeo.

στο δικαστήριο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο δικαστήριο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προ μεσημβρίας

(voz latina) (το πρωί)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πάνω απ' όλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιμέτωπος με το θάνατο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ante la muerte, no lo dudó un instante, la seguridad de su familia estaba primero.

πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγγύηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημη κατάθεση/μαρτυρία

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para propósitos de identidad, tuvo que dar una declaración ante notario.

εκπρόσωπος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La postura agresiva que mostró durante su mandato como Embajador ante las Naciones Unidas fue contraproducente para su país.

δίκη από σώμα ενόρκων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπό το βλέµµα του

locución preposicional

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ante los ojos vigilantes de su tutor, James se convirtió en el chico más inteligente de su escuela.

κάνω υπόκλιση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al final de una función, se acostumbra que los actores saluden ante el público al frente del escenario.

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tenemos que conseguir llevar al mafioso ese ante la justicia.

παρίσταμαι στο δικαστήριο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi abuelo juez solía aterrorizar a los abogados jóvenes que se presentaban a juicio ante él.

παραπέμπομαι σε δίκη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy siendo llevado ante los tribunales por mi vecino.
Ο γείτονάς μου με πάει στα δικαστήρια.

αψηφώ

locución verbal (desafiar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tan valiente que se ríe en la cara del peligro.

υποκύπτω σε κτ, ενδίδω σε κτ

Julia se negó a sucumbir a su enfermedad y se concentró en comer sano, hacer ejercicio y tomar su medicación.

λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ

Tendrás que justificarte ante el profesor o el director por copiarte en el examen.

επιβάλλομαι σε κπ

παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los inspectores conminaron a que se presentara ante la policía cualquiera que tuviera información sobre el crimen.
Οι υπεύθυνοι της έρευνας παρακάλεσαν όσους είχαν πληροφορίες για το έγκλημα να παρουσιαστούν στην αστυνομία.

αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un buen líder nunca se arruga ante una situación difícil.

γονατίζω

(hacer una genuflexión) (μπροστά σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debes arrodillarte ante el rey.

πάω κπ στο δικαστήριο

(tribunal, juicio, corte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Llevaron a juicio al senador por una acusación de crimen organizado.

αψηφώ, αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John se tomó a broma la sugerencia de que debía cambiar su forma de comportarse.

αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi mujer siempre se encoge de hombros ante mis sugerencias.

λογοδοτώ σε κπ

ενώπιον του δικαστή

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tim tiene interés en aprender varios idiomas, pero ante todo, quiere hablar japonés.

από δέρμα ελαφιού

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchas familias pasan por alto el hecho de que son responsables por el fracaso de sus hijos.

βγάζω το καπέλο σε κπ

(AR) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me saco el sombrero ante el inventor de esta sorprendente herramienta.

δυσπιστώ, αμφιβάλλω

(descreimiento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποκλίνομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Su majestad" dijo el hombre mientras hacía una reverencia a la Reina.
«Μεγαλειοτάτη», είπε ο άντρας καθώς υποκλίθηκε στη βασίλισσα.

ενδίδω σε κπ

αντιδρώ σε κτ

Los trabajadores reaccionaron ante las noticias de la pérdida de empleo planificada montando una huelga.
Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν στην είδηση περί απολύσεων οργανώνοντας μια απεργία.

υποκλίνομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απευαισθητοποιώ

locución verbal (κάποιον απέναντι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mirar películas sangrientas puede hacerte insensible ante la violencia.

δικαιολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traté de justificar el precio de la casa con mi marido, pero él dijo que no era bueno.

αγνοώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eduardo era sordo ante los ruegos de su hija y la mandó a un internado.
Ο Έντουαρντ αγνόησε τις ικεσίες της κόρης του και την έστειλε σε οικοτροφείο.

δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los citadinos a menudo se vuelven insensibles ante el sufrimiento de los indigentes.
Οι άνθρωποι στις πόλεις συχνά παύουν να είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στα προβλήματα των αστέγων.

υποκύπτω σε κτ

El director se doblegó a (or: se doblegó ante) la voluntad de los padres y retiró su nueva política.
Ο διευθυντής υπέκυψε στην επιθυμία των γονιών και απέσυρε το καινούριο πρόγραμμα.

παραδίνομαι σε κτ

(συναίσθημα)

Los niños querían quedarse despiertos toda la noche, pero uno por uno, sucumbieron al sueño.
Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν.

εμφανίζομαι ενώπιον

(δικαστήριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El acusado compareció ante el tribunal.

κάνω το χατήρι

(σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Adrian me molestó tanto para ir a la fiesta que eventualmente cedí.

ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ

locución verbal

Luego de ese gran escándalo, el alcalde se rindió ante la presión y renunció.
Μετά το τελευταίο σκάνδαλο, ο δήμαρχος υπέκυψε στις πιέσεις και παραιτήθηκε.

υπακούω σε κτ

(μεταφορικά)

Este coche deportivo responde al más mínimo toque del volante.
Αυτό το σπορ αυτοκίνητο ανταποκρίνεται στο ελάχιστο άγγιγμα του τιμονιού.

κάνω κπ να μη βλέπει κτ, κάνω κπ να βλέπει κτ με παρωπίδες

locución verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου

(alguien) (με γενική)

Miller compareció ante el juez dos meses después de haberse declarado culpable.

αναισθητοποιώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλειστός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Antonia está cerrada a la idea.

υποκλίνομαι

(μεταφορικά: σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los guerreros cedieron ante la superioridad de los bandidos que los rodeaban.

χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ

Ken confesó que había sido parte del robo a la policía.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ante στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.