Τι σημαίνει το computer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης computer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του computer στο Αγγλικά.

Η λέξη computer στο Αγγλικά σημαίνει υπολογιστής, του υπολογιστή, του ηλεκτρονικού υπολογιστή, του κομπιούτερ, αυτός που κάνει υπολογισμούς, των υπολογιστών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών, της πληροφορικής, υπολογιστές, αλγόριθμος υπολογιστή, αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αλγόριθμος Η/Υ, που δημιουργήθηκε με ηλεκτρονικό υπολογιστή, δημιουργία κινουμένων εικόνων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, ψηφιακή τέχνη, ψηφιακό έργο τέχνης, βασικές γνώσεις υπολογιστών, βασικές γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών, χάκινγκ, τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερ, κωδικός υπολογιστή, κρασάρισμα του υπολογοιστή, ηλεκτρονικά δεδομένα, πληροφορίες, επιφάνεια εργασίας, μηχανικός υπολογιστών, αρχείο, παιχνίδι για τον υπολογιστή, κουμπιουτεράκιας, γραφικά ηλεκτρονικού υπολογιστή, γραφικά υπολογιστή, γραφικά υπολογιστή, λειτουργικό Η/Υ, πλήκτρο, πληκτρολόγιο, εργαστήριο ηλεκτρονικών υπολογιστών, γλώσσα προγραμματισμού, ψηφιακός γραμματισμός, που ξέρει από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αρχείο καταγραφής δραστηριότητας, ποντίκι, χειριστής Η/Υ, χειριστής υπολογιστή, μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή, εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή, λογισμικό, προγραμματιστής, προγραμματίστρια, δωμάτιο υπολογιστών, σκανάρισμα, πληροφορική, μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεξιότητες χρήσης υπολογιστή, λογισμικό Η/Υ, γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή, τεχνικός Η/Υ, τεχνικός Η/Υ, επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών, αναβάθμιση, ιός υπολογιστή, με υπολογιστή, υποβοηθούμενη σχεδίαση από υπολογιστή, σχεδίαση με υπολογιστή, σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδίαση με Η/Υ, ελεγχόμενος από υπολογιστή, που έχει δημιουργηθεί με υπολογιστή, ο χειρισμός του οποίου γίνεται με υπολογιστή, υπολογιστής γραφείου, οθόνη, κεντρική μονάδα επεξεργασίας, notebook, προσωπικός υπολογιστής, θεωρητική πληροφορική, υπολογιστής καρπού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης computer

υπολογιστής

noun (computing device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tony has a powerful computer.
Ο Τόνι έχει έναν ισχυρό ηλεκτρονικό υπολογιστή (or: υπολογιστή).

του υπολογιστή, του ηλεκτρονικού υπολογιστή, του κομπιούτερ

noun as adjective (of computer devices)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He stared at the computer screen.
Χάζευε την οθόνη του υπολογιστή.

αυτός που κάνει υπολογισμούς

noun (dated (person who computes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The accountant is the computer of tax payments.

των υπολογιστών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών, της πληροφορικής

noun as adjective (of software)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Curtis works in the computer industry.
Ο Curtis εργάζεται στον τομέα των υπολογιστών.

υπολογιστές

plural noun (industry, job) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pete works in computers.

αλγόριθμος υπολογιστή, αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αλγόριθμος Η/Υ

noun (computing: problem-solving steps)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δημιουργήθηκε με ηλεκτρονικό υπολογιστή

adjective (cartoon, film: digital) (κινούμενo σχέδιo)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δημιουργία κινουμένων εικόνων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή

noun (digitally made cartoons, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This film was made using computer animation.

ψηφιακή τέχνη

noun (artmaking: digital)

ψηφιακό έργο τέχνης

noun (artwork: digital)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικές γνώσεις υπολογιστών, βασικές γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών

plural noun (basic computer knowledge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I took an on-line tutorial to learn computer basics.

χάκινγκ

noun (computing: hack)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The system is vulnerable to a break-in by hackers.

τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερ

noun (bag for portable computer)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κωδικός υπολογιστή

noun (instructions in a computer program)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρασάρισμα του υπολογοιστή

noun (computing: system failure) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My computer crash was caused by a bug in the operating system.

ηλεκτρονικά δεδομένα

noun (uncountable, colloquial (information on computer)

Computer data is a conceptual rather than physical thing.

πληροφορίες

plural noun (information on computer)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Computer data is stored on the computer in the form of binary files.

επιφάνεια εργασίας

noun (interface on a computer screen) (του υπολογιστή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My computer desktop shows a picture of the African savannah.

μηχανικός υπολογιστών

noun (designer of computers)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The computer engineers are designing some new software.

αρχείο

noun (stored data: document, image, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιχνίδι για τον υπολογιστή

noun (interactive video game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's busy playing his computer games again.

κουμπιουτεράκιας

noun (slang (technology expert) (καθομ: ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My son is the family computer geek who handles all our computer problems.

γραφικά ηλεκτρονικού υπολογιστή, γραφικά υπολογιστή

plural noun (digital images)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραφικά υπολογιστή

noun (pictorial computer output)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λειτουργικό Η/Υ

noun (computer's physical components)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They sell computer hardware like keyboards and mice.

πλήκτρο

noun (touch control on a keyboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πληκτρολόγιο

noun (typewriter part of a computer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is hard to type in French on an American computer keyboard.

εργαστήριο ηλεκτρονικών υπολογιστών

noun (abbr (room with computers for use)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I was in school I worked in the computer lab as part of my work-study program.

γλώσσα προγραμματισμού

(coding)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψηφιακός γραμματισμός

noun (familiarity with computers)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

που ξέρει από ηλεκτρονικούς υπολογιστές

adjective (able to use a computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm not very computer literate, I'm afraid.

αρχείο καταγραφής δραστηριότητας

noun (computing: record of user activity) (ηλ. υπολογιστής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was fired after management reviewed the on-line activities recorded on his computer log.

ποντίκι

noun (computing: pointing device) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Use the computer mouse to click on the button.

χειριστής Η/Υ, χειριστής υπολογιστή

noun (person overseeing computer operations)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή

noun (physical component of a computer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Computer parts vary enormously in price.
Τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά την τιμή.

εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή

noun ([sth] printed from computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We can get a computer printout of the calls he made in about two hours.

λογισμικό

noun (software) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A computer program controls the operation of the equipment.

προγραμματιστής, προγραμματίστρια

noun ([sb]: writes software)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I'm a computer programmer but my job title is Chief Software Developer.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύω ως προγραμματιστής στην Oracle.

δωμάτιο υπολογιστών

noun (room where computers are used)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Computer rooms are kept very cold to protect the computers from overheating.

σκανάρισμα

noun (computing: virus check) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My anti-virus software carries out a regular computer scan.

πληροφορική

noun (field of study)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Liz has a degree in computer science.
Η Λιζ έχει πτυχίο πληροφορικής.

μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών

noun (expert in computing)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Computer scientists have developed new techniques for speech recognition.

δεξιότητες χρήσης υπολογιστή

plural noun (ability to use computer)

I didn't get the job because I didn't have sufficient computer skills.

λογισμικό Η/Υ

noun (programs for use on a computer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Someone who writes computer software is known as a programmer or developer.

γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή

noun (desk for a computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνικός Η/Υ

noun (repairs computers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I think we're going to have to call a computer technician to help us out.
Νομίζω πως πρέπει να καλέσουμε έναν τεχνικό Η/Υ για να μας βοηθήσει.

τεχνικός Η/Υ

noun (supports computer use)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών

noun (computing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Computer technology has changed how people communicate with each other.

αναβάθμιση

noun (installation of new features)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιός υπολογιστή

noun (computing: bug)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

με υπολογιστή

adjective (with assistance of a computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβοηθούμενη σχεδίαση από υπολογιστή

noun (CAD: product designing using computers)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχεδίαση με υπολογιστή, σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδίαση με Η/Υ

noun (use of 3D software in design)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεγχόμενος από υπολογιστή

adjective (device, system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει δημιουργηθεί με υπολογιστή

adjective (created with computers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο χειρισμός του οποίου γίνεται με υπολογιστή

adjective (directed by a computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπολογιστής γραφείου

noun (PC: not portable)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οθόνη

noun (computer monitor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can adjust the colour and contrast of the computer display.
Μπορείς να προσαρμόσεις το χρώμα και την αντίθεση της οθόνης του υπολογιστή σου.

κεντρική μονάδα επεξεργασίας

noun (central computer)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Important information is stored on the mainframe.

notebook

noun (laptop, portable)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προσωπικός υπολογιστής

noun (PC: computer for home, office)

θεωρητική πληροφορική

noun (computational mathematics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Joe is studying theoretical computer science at university.
Ο Τζο σπουδάζει θεωρητική πληροφορική στο πανεπιστήμιο.

υπολογιστής καρπού

noun (gadget worn like a watch)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του computer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του computer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.