Τι σημαίνει το boot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boot στο Αγγλικά.

Η λέξη boot στο Αγγλικά σημαίνει μπότα, πορτμπαγκάζ, κλωτσάω, κλωτσώ, εκκινώ, κλωτσιά, μπότα, δίνω σε κπ μπότες, παρέχω σε κπ μπότες, σουτάρω, κόβω, διώχνω, κάνω έξωση, αποπέμπω, ανοίγω, ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω, μποτάκι, κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, αναμορφωτήριο, εντατικό πρόγραμμα άσκησης, διώχνω κπ από κτ, boot-cut, bootcut, πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες, πορτμπαγκάζ, συσκευή που κλειδώνει τους τροχούς των οχημάτων ως ποινή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παπούτσι ποδοσφαίρου, ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού, απολύομαι, πόδι, μπότες ορειβασίας, μπότες πεζοπορίας, αποτελειώνω, άλλαξαν τα πράγματα, επίσης, επιπλέον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boot

μπότα

noun (usually plural (tall footwear)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rita bought a new pair of leather boots.
Η Ρίτα αγόρασε ένα καινούριο ζευγάρι δερμάτινες μπότες.

πορτμπαγκάζ

noun (UK (trunk: car's rear compartment)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The spare tyre is in the boot.
Το εφεδρικό λάστιχο είναι στο πορτμπαγκάζ.

κλωτσάω, κλωτσώ

transitive verb (ball: kick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Halley booted the soccer ball halfway down the field.
Ο Χάλεϊ κλώτσησε την μπάλα μέχρι τη μέση του γηπέδου.

εκκινώ

transitive verb (computer: start)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joel had to boot his computer five times this morning because of a computer virus.
Ο Τζόελ χρειάστηκε να μπουτάρει τον υπολογιστή του πέντε φορές σήμερα το πρωί εξαιτίας ενός ιού.

κλωτσιά

noun (informal (kick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player's boot sent the ball into the goal.

μπότα

noun (historical (torture device) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the Middle Ages, the boot was a means of torture.

δίνω σε κπ μπότες, παρέχω σε κπ μπότες

transitive verb (often passive (provide boots for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The troops were booted and ready to march.

σουτάρω

transitive verb (figurative, slang (fire) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss booted Max last Thursday.

κόβω

transitive verb (brutally put an end to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω, κάνω έξωση

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (evict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you keep acting like an idiot, the hotel management will surely boot you out.

αποπέμπω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, often passive, slang (remove from office)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voters tend to boot out politicians who cheat on their wives more than politicians who take bribes.

ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (switch on: computer) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω

phrasal verb, intransitive (computer: start) (Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μποτάκι

noun (usually plural (footwear: short boot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων

noun (military training)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Charles graduated with honors from boot camp at Great Lakes Naval Base.
Ο Τσαρλς αποφοίτησε από το κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στη Ναυτική Βάση Γκρέιτ Λέικς λαμβάνοντας έπαινο.

αναμορφωτήριο

noun (reform facility)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boot camps are designed to deter young criminals from reoffending.
Τα αναμορφωτήρια έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν τους νεαρούς εγκληματίας από το να συνεχίσουν να διαπράττουν αδικήματα.

εντατικό πρόγραμμα άσκησης

noun (exercise classes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne joined the boot camp to lose weight.
Η Αν γράφτηκε σε ένα εντατικό πρόγραμμα άσκησης για να χάσει βάρος.

διώχνω κπ από κτ

verbal expression (figurative, often passive, slang (remove from: office)

The voters lost confidence in him and booted him out of office.

boot-cut, bootcut

noun (style of jeans)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I wanted something only a little different, so I bought some boot-cut jeans instead of flares.

πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες

noun (UK (sale of used items in public place)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There is a car boot sale every week in the town's main car park.

πορτμπαγκάζ

noun (boot: car's rear compartment)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When we went to the drive-in we would usually sneak in some friends in the car trunk.

συσκευή που κλειδώνει τους τροχούς των οχημάτων ως ποινή

(metal device)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

plural noun (rugged footwear)

παπούτσι ποδοσφαίρου

noun (usually plural (sports shoe with studded soles)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I need some new football boots because mine are falling apart.

ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού

noun (US (sale of used items)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They sold a lot of their old things in a garage sale.

απολύομαι

verbal expression (figurative, slang (be dismissed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was terrible at her job and it didn't surprise me when she got the boot.

πόδι

verbal expression (figurative, slang (dismiss [sb]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They gave him the boot for always being late to the office.
Πήρε πόδι γιατί όλο αργούσε στη δουλειά.

μπότες ορειβασίας, μπότες πεζοπορίας

plural noun (heavy footwear for walking in countryside)

Your hiking boots will protect your feet on the long trek ahead.

αποτελειώνω

verbal expression (figurative, slang (be cruel to [sb] already down) (μεταφορικά: ηθικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άλλαξαν τα πράγματα

expression (figurative (circumstances reversed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lily was always scornful of unemployed people; the shoe's on the other foot now that she's lost her job.

επίσης, επιπλέον

adverb (informal (in addition, as well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του boot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.