Τι σημαίνει το confused στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης confused στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confused στο Αγγλικά.

Η λέξη confused στο Αγγλικά σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος, συγκεχυμένος, μπερδεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές, μπερδεύομαι, συγχύζομαι, παρανοώ, μπερδεύω, παρανοώ, μπερδεύω, παρανοώ, μπερδεύω, παρανοώ, δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης confused

σαστισμένος, μπερδεμένος

adjective (person: unable to understand)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The confused boy just walked away instead of trying again.
Το παιδί, σαστισμένο (or: μπερδεμένο), απλά απομακρύνθηκε αντί να προσπαθήσει πάλι.

συγκεχυμένος

adjective (lacking order)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His argument was confused and nobody understood.
Το επιχείρημά του είναι μπερδεμένο και κανείς δεν τον καταλάβαινε.

μπερδεύω

transitive verb (bewilder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It confuses me when you give so many instructions all at once.
Μου προκαλεί σύγχυση όταν μου δίνεις τόσες πολλές οδηγίες την ίδια στιγμή.

μπερδεύω

transitive verb (mistake) (κπ/κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I confused Sharon with her mum on the phone last night: she wasn't pleased.
Μπέρδεψα τη Σάρον με τη μαμά της στο τηλέφωνο χθες βράδυ και δεν της άρεσε.

μπερδεύω

transitive verb (mistake)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eddy and Sid are twins, so people often confuse them for one another.
Ο Έντι και ο Σιντ είναι δίδυμοι και συχνά ο κόσμος τους μπερδεύει.

κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές

transitive verb (make unclear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The amount of irrelevant details confused the argument.

μπερδεύομαι, συγχύζομαι, παρανοώ

(informal (become mentally disordered)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Speak to him slowly - he gets confused very easily.

μπερδεύω, παρανοώ

(informal (confuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You've got me confused now; which film are you talking about?
Με μπέρδεψες τώρα! Για ποια ταινία μιλάς;

μπερδεύω, παρανοώ

verbal expression (informal (mix up, fail to distinguish [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always get Greta confused with Verna - they look so much alike.

μπερδεύω, παρανοώ

verbal expression (informal (be mistaken for [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always get confused with my sister: she's also a brunette, and the same height as me.

δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ

expression (as distinct from [sth] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confused στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του confused

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.