Τι σημαίνει το cambiar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cambiar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cambiar στο ισπανικά.
Η λέξη cambiar στο ισπανικά σημαίνει αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, εξαργυρώνω, χαλάω, αλλάζω, αλλάζω θέσεις, μετατρέπω, τροποποιώ, αλλάζω, ανταλλάζω, αλλάζω θέση σε κτ, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω τελείως, αναθεωρώ, αλλάζω, μεταβάλλομαι, αλλάζω, μετακινώ, αλλάζω, αλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, τροποποιώ, αλλάζω, μεταβάλλω, αποβάλλω, απορρίπτω, επαναπρογραμματίζω, μετάβαση, αλλάζω, προσαρμόζω, αλλάζω, διαμορφώνω, μεταβάλλομαι, μετατρέπω, αλλάζω, ανταλλάσσω, αλλάζω, αντικαθιστώ, κάνω τη διαφορά, βάζω, επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος, στρέφω, μετονομάζω, αλλάζω γνώμη, ορτσάρω, σβήνω, κλείνω, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, αλλάζω δέρμα, κάνω παράκαμψη, αλλάζω πορεία, κάνω ελιγμούς, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση, αλλάζω θέμα, μετακομίζω, δεν αλλάζω γνώμη, αναστρέφω το κλίμα, εκσυγχρονίζομαι, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, αλλάζω ταχύτητες, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή, αμφιταλαντεύομαι, μεταρρυθμίζω, αλλάζω, κάνω ελιγμό, αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ, αλλάζω χέρια, βάζω χαμηλότερη ταχύτητα, αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ, παθητικοποιώ, αντιμετωπίζω ξανά, ξαναβαθμολογώ, βάζω νέες χορδές σε κτ, αλλάζω, επαναδιευθετώ, αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω δέρμα, αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω πόστο, αλλάζω θέση, βάζω, αλλάζω εμφάνιση, αλλάζω λουκ, βελτιώνομαι, δεν έχω καμία επίπτωση, ξανασκέφτομαι, αλλάζω θέση με κπ, αλλάζω γνώμη, κατεβάζω ταχύτητα, αλλάζω από χέρι σε χέρι, πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων, αλλάζω τόπο διαμονής, στριφογυρίζω, πρυμνίζω, ξαναδοκιμάζω, μετονομάζω, μετακινώ, χλωμιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cambiar
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ana quiere cambiar los términos del acuerdo. Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία. |
αλλάζω(μεταλλάσσομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A lo largo de la historia, los hombres no han cambiado su naturaleza en absoluto. Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση. |
αλλάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Todos cambian a medida que se hacen viejos. |
αλλάζωverbo intransitivo (voz) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voz de Larry cambió durante la pubertad. |
αλλάζωverbo transitivo (ropa) (βάζω άλλα ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hace frío fuera. Deberías cambiar de ropa. |
αλλάζω, μετατρέπωverbo transitivo (dinero) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quiero cambiar estos dólares por euros. |
κάνω ψιλά, κάνω λιανάverbo transitivo (dinero) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Deberías cambiar esos billetes por monedas. |
αλλάζωverbo transitivo (ropa de cama) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cambie la ropa de cama por lo menos una vez por semana. |
αντικαθιστώ κτ με κτverbo transitivo No olvides cambiar tu ropa de invierno por algo más ligero antes de que te vayas. Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις. |
εξαργυρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchos supermercados hacen efectivos los cheques salariales a cambio de una comisión. Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ εξαργυρώνουν επιταγές πληρωμών έναντι χρέωσης. |
χαλάω, αλλάζω(dinero) (δίνω μικρότερα νομίσματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puede darme cambio de 5 dólares? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά. |
αλλάζω θέσειςverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Trabajo una semana hasta la medianoche y después cambio al turno de la mañana. |
μετατρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τροποποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El oficial cambió la norma para incluir a los nuevos residentes. |
αλλάζω, ανταλλάζω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uno de los cocineros, harto del salario tan bajo, cambió la sal por el azúcar. Θυμωμένος για τα χαμηλά μεροκάματα, ένας από τους μάγειρες της γραμμής άλλαξε το αλάτι με τη ζάχαρη. |
αλλάζω θέση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puedes cambiar los íconos en tu computadora de modo que te resulten más cómodos. El entrenador cambió a los jugadores para equilibrar los equipos. |
αλλάζωverbo transitivo (ταχύτητες στο αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor cambió las marchas conforme el carro iba subiendo la pendiente. Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A la novia le gustaría cambiar la disposición de asientos. Η νύφη θα ήθελε να αλλάξει τη διάταξη των θέσεων. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cambié de proveedor de internet porque mi banda ancha no era lo suficientemente rápida. Άλλαξα πάροχο υπηρεσιών γιατί η ευρυζωνική σύνδεσή μου δεν ήταν αρκετά γρήγορη. |
αλλάζω τελείωςverbo transitivo Mi hermana ha cambiado su vida por completo. Η αδερφή μου έχει αλλάξει τελείως τη ζωή της. |
αναθεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Walter cambió su opinión del joven después de escuchar las alabanzas de la Sra. Bradshaw. Ο Γουόλτερ άλλαξε τη γνώμη που είχε για τον νεαρό άντρα αφότου άκουσε την κυρία Μπράτσο να τον επαινεί. |
αλλάζω, μεταβάλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El lenguaje cambia a lo largo del tiempo. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cambió de apartamento dos veces el año pasado. Άλλαξε διαμέρισμα δυο φορές πέρσι. |
μετακινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El oficial que esperaba cambió el peso de un pie al otro. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El bote cambió su curso cuando los vientos soplaron en otra dirección. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él cambió de opinión de un día para otro. |
ανταλλάσσω, ανταλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Quieres cambiar tarjetas de béisbol conmigo? Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ; |
τροποποιώ, αλλάζω, μεταβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El científico tuvo que modificar su experimento. |
αποβάλλω, απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En primavera, la serpiente muda su antigua piel. Την άνοιξη το φίδι αποβάλλει το παλιό του δέρμα. |
επαναπρογραμματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El concierto se reprogramó para el 15 de marzo. |
μετάβαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλλάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El abogado adaptó el contrato para ajustarse a las nuevas necesidades de su cliente. Ο δικηγόρος προσάρμοσε το συμβόλαιο, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του νέου του πελάτη. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta tele no funciona bien. Quiero reemplazarla. Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω. |
διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus vivencias durante la guerra influyeron en su forma de ver el mundo. Η εμπειρία του στον πόλεμο διαμόρφωσε την αντίληψή του για τον κόσμο. |
μεταβάλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Adam le parece que su jefe varía de humor de un día para otro. |
μετατρέπω, αλλάζω, ανταλλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito convertir algunos yenes. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Rachel le gusta variar la ropa que se pone para trabajar. |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Phillip renovó el calentador de agua porque el viejo no funcionaba bien. |
κάνω τη διαφορά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor sean generosos, sus donaciones harán la diferencia. Φανείτε γενναιόδωροι, παρακαλώ. Οι δωρεές σας θα κάνουν τη διαφορά. Η Τζόζι προσπαθεί να κάνει τη διαφορά κάνοντας εθελοντική εργασία. |
βάζω(vehículo, marcha) (ταχύτητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En la colina, cambia a segunda. |
επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος(για αγαθά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las compras sólo son descambiables durante 30 días. |
στρέφω(σε άλλη κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La calle estaba bloqueada, así que Daniel redireccionó el auto. |
μετονομάζω(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ciudad renombró la calle en honor al alcalde. |
αλλάζω γνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No sirve de nada intentar cambiar la opinión de Greg sobre política: no va a ceder. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω. |
ορτσάρω(náutica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El yate viró. Το ιστιοφόρο ορτσάρισε. |
σβήνω, κλείνω(coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lección era tan aburrida que me desconecté a los 10 minutos. |
μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανταλλάσσω, ανταλλάζω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los refugiados se vieron obligados a canjear sus pertenencias por comida. Οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να ανταλλάξουν τα προσωπικά τους αντικείμενα για φαγητό. |
αλλάζω δέρμα(de piel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La serpiente está a punto de mudar de piel. |
κάνω παράκαμψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La familia se desvió de su camino para visitar la famosa atracción turística. |
αλλάζω πορεία(μεταφορικά) El gobierno se está desviando a una nueva dirección. |
κάνω ελιγμούς(ναυτιλία) Tenían el viento en contra, así que los marineros tuvieron que virar el barco para seguir navegando. Το σκάφος δεν έπλεε στα όρτσα, και γι' αυτό οι ναύτες έκαναν αναστροφή, προκειμένου αυτό να προχωρήσει. |
αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El barco cambió de dirección y se dirigió hacia Durban. |
αλλάζω θέμαlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cambiemos de tema y hablemos de algo menos deprimente. |
μετακομίζω(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estaba harto de esta ciudad, por lo que decidió levantar campamento. |
δεν αλλάζω γνώμηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anne está totalmente en contra de la idea y no cambiará de opinión. |
αναστρέφω το κλίμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ese incidente cambió por completo el curso de la situación. |
εκσυγχρονίζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Les dije a mis padres que era tiempo de cambiar con los tiempos y empezar a usar twitter y skype! |
αλλάζω γνώμηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cambié de parecer y decidí ir a la fiesta después de todo. |
αλλάζω γνώμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella cambió de opinión e invitará a su hermana después de todo. |
αλλάζω ταχύτητεςlocución verbal (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφήlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su vida cambió en un instante. |
αμφιταλαντεύομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταρρυθμίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω ελιγμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Viré bruscamente para evitar arrollar un venado. Έκανα έναν ελιγμό για να μη χτυπήσω ένα ελάφι. |
αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω χέριαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los billetes de 500 euros cambian de manos muy de tarde en tarde. |
βάζω χαμηλότερη ταχύτητα(vehículo) (οδήγηση οχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτlocución verbal (cine) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παθητικοποιώ(γραμματική: για ρήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντιμετωπίζω ξανά(persona) (επίλυση προβλήματος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξαναβαθμολογώlocución verbal (academicamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω νέες χορδές σε κτ(instrumento) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω, επαναδιευθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quiero cambiar la distribución de los muebles de esta habitación, Θέλω να αλλάξω (or: επαναδιευθετήσω) τη διάταξη των επίπλων σε αυτό το δωμάτιο. |
αλλάζω ιδιοκτήτη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vimos una gran mejora en la propiedad de al lado cuando pasó a un nuevo dueño (or: propietario). |
αλλάζω δέρμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική
|
αλλάζω ταχύτηταlocución verbal (coche) |
αλλάζω πόστο(σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando llega el momento de cambiar de campo, mi equipo tiene la desventaja de que el sol les pega directo en los ojos. |
αλλάζω θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El fotógrafo le pidió a los chicos que cambien de lugar antes de sacar la foto. |
βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando se baja una pendiente, es mejor cambiar a una velocidad más reducida. |
αλλάζω εμφάνιση, αλλάζω λουκ(σε κπ ή εγώ ο ίδιος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cambió de imagen con maquillaje nuevo y otro corte y tintura. Πήγε και άλλαξε το λουκ της με καινούριο μακιγιάζ και νέο κούρεμα και χρώμα στα μαλλιά της. |
βελτιώνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Su vida ha cambiado para bien desde que se mudó aquí. Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ. |
δεν έχω καμία επίπτωσηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las elecciones no cambiarán nada con un dictador al poder. |
ξανασκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cambié de opinión acerca de mandarle a mi jefe un mail furioso cuando recordé en lo mucho que necesito mi salario. |
αλλάζω θέση με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Catalina cambió de lugar con Juan para poder sentarse del lado de la ventana. |
αλλάζω γνώμη
|
κατεβάζω ταχύτητα
Raquel redujo la velocidad a medida que se acercaba al embotellamiento. |
αλλάζω από χέρι σε χέριlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando me canso de restregar con la derecha, cambio de mano y restriego con la izquierda. |
πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρωνlocución verbal (τηλεόραση/κινηματογράφος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Recomienda cambiar de plano en mitad de un movimiento porque así se consigue mejor continuidad de la escena. |
αλλάζω τόπο διαμονής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Irene cambia constantemente de domicilio debido a su trabajo: en los últimos cinco años, ya ha vivido en tres países diferentes. |
στριφογυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πρυμνίζωexpresión (náutica) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξαναδοκιμάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando el actor principal murió, el director tuvo que cambiar el elenco. |
μετονομάζω(κάποιον/κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ciudad renombró la calle como "Boulevard Palm". |
μετακινώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χλωμιάζω(a alguien) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cambiar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του cambiar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.