Τι σημαίνει το evening στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης evening στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του evening στο Αγγλικά.

Η λέξη evening στο Αγγλικά σημαίνει βράδυ, -, βράδυ, βραδάκι, παρακμή, ακόμα, ακόμα και, ακόμη και, ακόμα και, επίπεδος, ομοιόμορφος, ίσιος, κανονικός, ίσος, ισόπαλος, ζυγός, λείος, ισάξιος, ακριβώς, ίσιος, ίσος, πάτσι, ήρεμος, βράδυ, Ίβεν, ίβεν, γίνομαι ισοπαλία, ισοφαρίζω, ισιώνω, λειαίνω, απογευματινά μαθήματα, επίσημη ενδυμασία, βραδινό φόρεμα, βραδινό, οινοθήρα, δεξίωση γάμου, Aφροδίτη, εσπερινός, καλησπέρα, αργά το απόγευμα, το απόγευμα, το απόγευμα, νυχτερινό σχολείο, σήμερα το βράδυ, αύριο βράδυ, χθες το βράδυ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης evening

βράδυ

noun (late day and early night)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is beautiful here in the evening.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα γυρίσω κατά το βραδάκι.

-

noun as adjective (light: twilight) (Δεν υπάρχει αντίστοιχο επίθετο.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He could still see well in the evening light.
Μπορούσε ακόμα να δει καλά στο λυκόφως.

βράδυ, βραδάκι

noun (before nightfall: on given day)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Saturday evening is the best time for relaxing in front of the TV.
Το βράδυ του Σαββάτου είναι η καλύτερη στιγμή για να χαλαρώσεις με λίγη τηλεόραση.

παρακμή

noun (figurative (period of decline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At this point it was obvious that he was in the evening of his great life.

ακόμα

adverb (still, yet)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I feel even worse than I look.
Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω.

ακόμα και

adverb (including: extreme case)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
It was so easy, even a child could do it.
Ήταν τόσο απλό που ακόμα και ένα παιδί μπορούσε να το κάνει.

ακόμη και, ακόμα και

adverb (despite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He didn't leave her even after all she had said.
Δεν την εγκατέλειψε, ακόμη και ύστερα από όλα όσα είπε.

επίπεδος

adjective (flat) (ομαλός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This floor's not very even.
Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο.

ομοιόμορφος

adjective (uniform) (ίδιος, σταθερός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apply the paint in an even layer over the surface.
Άπλωσε ένα ομοιόμορφο στρώμα μπογιάς στην επιφάνεια.

ίσιος

adjective (level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When you hang the curtains, remember that the curtain rod and the top of the window should be even.
Όταν κρεμάσεις τις κουρτίνες, θυμήσου ότι το κοντάρι της κουρτίνας πρέπει να είναι ίσιο σε σχέση με την κορυφή του παραθύρου.

κανονικός

adjective (no fluctuations) (χωρίς διακυμάνσεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His pulse was very even.
Ο σφυγμός του ήταν κανονικός.

ίσος

adjective (mainly US (equal in quantity) (σε ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Add an even mixture of milk and cream.
Προσθέστε ίσες ποσότητες γάλακτος και κρέμας.

ισόπαλος

adjective (sports: tied) (αθλητικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was winning a moment ago but now they're even.
Πριν ένα λεπτό νικούσε εκείνη, αλλά τώρα είναι ισοπαλία.

ζυγός

adjective (number: divisible by two) (αριθμοί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Since there's an even number of us we can work in pairs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άρτιοι λέγονται οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν με το 2.

λείος

adjective (smooth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He sanded the table to make the surface even.
Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι για να κάνει την επιφάνεια λεία.

ισάξιος

adjective (equal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They're such even players that their games go on forever.
Είναι τόσο ισάξιοι ως παίκτες που τα παιχνίδια τους διαρκούν πάρα πολύ.

ακριβώς

adjective (exact)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It cost an even two dollars.
Κόστισε ακριβώς δυο δολάρια.

ίσιος

adjective (horizontal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She made sure the pictures were even.
Βεβαιώθηκε ότι οι εικόνες ήταν ίσιες.

ίσος

adjective (equal in measure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pressure has to be even in all four tyres.
Η πίεση πρέπει να είναι ίση σε καθένα από τα τέσσερα λάστιχα.

πάτσι

adjective (people: owe nothing) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After you make this payment we'll be even.
Όταν πληρώσεις αυτά τα χρήματα θα είμαστε πάτσι.

ήρεμος

adjective (temper: calm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has intelligence, good looks and an even temper.
Έχει εξυπνάδα, καλή εμφάνιση και ήρεμο χαρακτήρα.

βράδυ

noun (archaic or literary (evening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was a beautiful summer's even and everything was bathed in golden light.

Ίβεν

noun (member of Siberian people)

The Evens are a people living in the far east of Russia.

ίβεν

proper noun (language) (γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γίνομαι ισοπαλία

intransitive verb (become equal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The score evened towards the end of the game.
Το σκορ έγινε ισοπαλία προς στο τέλος του παιχνιδιού.

ισοφαρίζω

transitive verb (make equal) (αθλητικός αγώνας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
United scored in the last minute to even the score.
Η United έβαλε γκολ την τελευταία στιγμή και ισοφάρισε το σκορ.

ισιώνω

transitive verb (make level) (κάνω ομοιόμορφο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They used a roller to even the lawn.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρε μια τσουγκράνα και άρχισε να σιάζει τα χορτάρια.

λειαίνω

transitive verb (make smooth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He evened the surface of the door with a plane.
Λείανε την επιφάνεια της πόρτας με μια πλάνη.

απογευματινά μαθήματα

noun (lesson in evening) (ανάλογα την ώρα)

Peter goes to evening classes to learn watercolour painting.

επίσημη ενδυμασία

noun (formal clothing)

βραδινό φόρεμα

noun (woman's long formal garment)

βραδινό

noun (dinner or supper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They always had their evening meal together at 6pm.

οινοθήρα

noun (flowering plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεξίωση γάμου

noun (wedding: party taking place in the evening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anyone and everyone's invited to the evening reception.

Aφροδίτη

noun (Venus as seen after sunset) (πλανήτης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εσπερινός

noun (vespers: evening hymn service) (θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλησπέρα

interjection (greeting) (συνάντηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Good evening, Sir. Are you ready to order?" asked the waiter.
«Καλησπέρα σας κύριε. Είστε έτοιμος να παραγγείλετε»; ρώτησε ο σερβιτόρος.

αργά το απόγευμα

adverb (every late afternoon, early night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I generally return from work late in the evening.

το απόγευμα

adverb (on a given evening) (νωρίς, μέχρι τις 7-8)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the evening, straight after dinner, I played a computer game.

το απόγευμα

adverb (time: P.M.) (νωρίς, μέχρι τις 7-8)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He's coming round at 7.30 in the evening.

νυχτερινό σχολείο

noun (adult evening classes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am learning Russian at night school every Thursday evening.

σήμερα το βράδυ

noun (today after dusk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αύριο βράδυ

adverb (in latter part of the day after today)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

χθες το βράδυ

adverb (in latter part of the day before today)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του evening στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του evening

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.