Τι σημαίνει το an στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης an στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του an στο Αγγλικά.
Η λέξη an στο Αγγλικά σημαίνει ένας, μια, ένα, ανά, ένας, a, ένας, μία/μια, ένα, ένας, μία/μια, ένα, -, ένας, κάποιος, Α, Α, λα, Α, α, Α, Α, Απ., α-, σε, -, ανά, επίκτητο γούστο, ο κούκος αηδόνι, πάρα πολλοί, οφθαλμός αντί οφθαλμού, οφθαλμός αντί οφθαλμού, γολγοθάς, ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ, κακό παράδειγμα, αντί, διαταράσσω τις αισθήσεις, διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγια, νωρίς το πρωί, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, σε αδιέξοδο, κάνω αμέσως επιτυχία, μπροστά σε κοινό, δεν εκπλήσσομαι, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ, καταλήγω σε συμφωνία, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, διευθετούμαι,ολοκληρώνομαι, είμαι στο τσακ για κτ, πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα, διεξάγω ανάκριση, κοστίζω μια περιουσία, αρνούμαι πρόσκληση, απορρίπτω πρόσκληση, δολάρια την ώρα, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, όγδοο, παράγοντας, αποκλεισμός, πολέμιος, έναυσμα, αιωνιότητα, εξάσκηση, τείνω κλάδο ελαίας, θέαμα, ματιά, αγγελικό πρόσωπο, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη, απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνη, αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, κατανοώ, καταλαβαίνω, τα ακούω, πεθαίνω νέος, μισή ώρα, μισάωρο, μισή ίντσα, έχω τραπεζικό λογαριασμό, έχω πιστωτικό λογαριασμό, έχω έναν άσσο στο μανίκι, έχω συμφέρον, έχω πλεονέκτημα, είμαι αποτελεσματικός, έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικός, έχω αδυναμία σε κπ, επινοώ, εφευρίσκω, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, έχω αμυδρή εικόνα, υποψιάζομαι, έχω την υποψία ότι/πως, δεν είμαι σε φόρμα, μου δίνεται ευκαιρία, συμφωνώ, γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, εκλεκτικά, κλειστά, στιγμιαία, αυθόρμητα, υπογείως, από τη μια στιγμή στην άλλη, άμεση αναπαράσταση, προσβολή, εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, είμαι ζευγάρι, έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ, έχω το νου μου για, είμαι ανοιχτόμυαλος, χιλιόμετρα ανά ώρα, εξαπολύω επίθεση, επικρίνω έντονα, γεννάω, ακούω, ασκώ προσφυγή, ρυθμίζω, προσαρμόζω, βγάζω μια ανακοίνωση, κάνω μια ανακοίνωση, ζητώ συγγνώμη, κάνω μια εμφάνιση, κάνω την εμφάνισή μου, δίνω το παρόν, κλείνω ραντεβού, κλείνω ραντεβού, κλείνω ραντεβού για κπ, γίνομαι ρόμπα, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, το προσπαθώ, μπαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης an
ένας, μια, έναindefinite article (a, one) (άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).) Tania is eating an ice cream. Harry likes an omelette for breakfast. Η Τάνια τρώει παγωτό. Στον Χάρι αρέσει να τρώει ομελέτα για πρωινό. |
ανάindefinite article (each, per) Music lessons cost one hundred dollars an hour. Τα μαθήματα μουσικής κοστίζουν εκατό δολάρια την ώρα. |
έναςindefinite article (dated, formal (a: before certain words) (άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).) This is an historic moment. Ήταν μια ιστορική στιγμή. |
anoun (first letter of alphabet) (λατινικό αλφάβητο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) There are two a's in the name "Anna". Το όνομα «Άννα» έχει δύο άλφα. |
ένας, μία/μια, έναindefinite article (indefinite article) There's a monster under my bed. Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου. |
ένας, μία/μια, έναnoun (one: before a number) He must have a thousand books. I've just won a million pounds! Μόλις κέρδισα ένα εκατομμύριο λίρες! |
-noun ([sth] hypothetical, non-specific) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I like a challenge. Μου αρέσουν οι προκλήσεις. |
ένας, κάποιοςindefinite article (person called) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) A Mr Smith asked to speak to you. |
Αnoun (grade) (δημοτικό) I got an "A" in my history test. Πήρα 20 στο τεστ ιστορίας. |
Αnoun (music: note) (νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The song begins on an A. |
λαnoun (music: key) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) They're playing Grieg's piano concerto in A-minor tonight. |
Αnoun (blood type) (ομάδα αίματος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) My blood type is A. |
αnoun (indicating a subdivision) (δηλωτικό υποκατηγορίας) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) What's the answer to question 3a? |
Αnoun (indicating house number) (διεύθυνση κτηρίου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Who lived at 221A Baker Street? Ποιος έμενε στην Οδό Μπέικερ 221Α; |
Α, Απ.noun (abbreviation (answer) (σντμ: απάντηση) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Q: Who wrote "Hamlet"? A: William Shakespeare. |
α-prefix (adjective: not, without) For example: apolitical, arrhythmia |
σεprefix (on, towards) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) For example: aback, aside |
-prefix (adjective: in the state of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) For example: afire, asleep Για παράδειγμα: φλεγόμενος, κοιμώμενος |
ανάpreposition (per, every, each) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The speed limit in residential areas is 30 miles an hour. |
επίκτητο γούστοnoun (like for [sth] over time) (σχετικά σπάνιο) Oysters are definitely an acquired taste. Τα στρείδια πρέπει να μάθει κανείς να του αρέσουν. |
ο κούκος αηδόνιnoun (slang, figurative (high price, high cost) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No, the price is too high - he wants an arm and a leg for that old car. Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο. |
πάρα πολλοίexpression (informal (large quantity) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) There are an awful lot of violets growing among the rhubarb. |
οφθαλμός αντί οφθαλμούnoun (figurative (revenge) (μτφ, εκδίκηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He destroyed his rival's creation, saying it was an eye for an eye. Κατέστρεψε το δημιούργημα του ανταγωνιστή του, λέγοντας ότι αυτό ήταν οφθαλμός αντί οφθαλμού. |
οφθαλμός αντί οφθαλμούnoun (figurative (justice) (μτφ, δικαιοσύνη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For murder I believe an eye for an eye is fair punishment. Όσον αφορά το φόνο, πιστεύω ότι το οφθαλμός αντί οφθαλμού είναι δίκαιη τιμωρία. |
γολγοθάςnoun (figurative ([sth] difficult and tiring) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Brian faces an uphill struggle to overcome the injuries from his accident. |
ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτnoun ([sth] comparable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακό παράδειγμαnoun (poor example) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Frankly, this place is an apology for a hotel. Ειλικρινά, αυτό το μέρος είναι ένα κακό παράδειγμα ξενοδοχείου. |
αντίpreposition (instead of) (για κτ ή με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Soy milk can be used as an alternative to cows' milk for some recipes. |
διαταράσσω τις αισθήσειςnoun (overwhelming noise, color, smells) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A walk through the market is an assault on the senses; there is so much noise and activity. |
διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγιαadverb (diagonally, obliquely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He hung the picture up without a spirit level so it was at an angle. |
νωρίς το πρωίadverb (early in the morning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My grandmother had the custom of rising at an early hour. |
που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσειadjective (finished, over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Economists think the recession is at an end. |
σε αδιέξοδοadjective (figurative (at a standstill, at a dead end) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We can't agree on the terms of the contract; we're really at an impasse. |
κάνω αμέσως επιτυχίαverbal expression (be immediately popular) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The TV show proved to be an instant success. |
μπροστά σε κοινόadverb (in front of people) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I hate speaking before an audience; I get stage fright and stammer over my words. |
δεν εκπλήσσομαιverbal expression (figurative, informal (not be shocked or disapprove) (από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνωtransitive verb (conclude, finish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The conference was brought to an end in the late afternoon. |
υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέαverbal expression (support a project, plan) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mary championed the idea of increasing recycling at her company. |
συμφωνώverbal expression (decide mutually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The two men came to an agreement over the price of the secondhand car. |
συμφωνώverbal expression (resolve a dispute) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It was a long hard battle but we finally came to an agreement with each other. Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας. |
συμφωνώverbal expression (agree to terms) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I came to an agreement with my ex-wife that I would watch the kids on the weekends. Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα. |
καταλήγω σε συμφωνίαverbal expression (compromise, agree on [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτάνω στο τέλος,καταλήγωverbal expression (conclude) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All good things must come to an end. |
διευθετούμαι,ολοκληρώνομαιverbal expression (be resolved) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With some therapy your internal conflict could finally come to an end. |
είμαι στο τσακ για κτverbal expression (informal (almost do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμαverbal expression (test [sth] scientifically) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεξάγω ανάκρισηverbal expression (hold investigation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The committee will conduct an inquiry into the governor's alleged fraud. |
κοστίζω μια περιουσίαverbal expression (slang, figurative (be expensive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρνούμαι πρόσκληση, απορρίπτω πρόσκλησηverbal expression (turn down a request to attend [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Would it be rude of us to decline their invitation? |
δολάρια την ώραplural noun (hourly pay rate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I receive 10 dollars an hour for baby-sitting. |
κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγωverbal expression (finish) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As the evening drew to a close, the orchestra played a final waltz. Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς. |
όγδοοnoun (fraction: 8th part) (κλάσμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cut the pie into eighths. |
παράγονταςnoun (factor) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There was an element of luck involved when he won the race. Έπαιξε ρόλο ο παράγοντας τύχη όταν κέρδισε τον αγώνα. |
αποκλεισμόςnoun (trade ban) (εμπόριο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολέμιοςnoun (person: opponent) (με γενική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) This environmentalist is an enemy of the government's policy on nuclear energy. |
έναυσμαnoun (figurative (stimulus) (για κάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This latest government policy is likely to prove the engine of the party's destruction. |
αιωνιότηταnoun (informal, figurative (long time) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) School seemed to go on for an eternity. |
εξάσκησηnoun (project, endeavor) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Writing short stories was an exercise in technique for the author. Για τον συγγραφέα, το γράψιμο διηγημάτων ήταν εξάσκηση της τεχνικής του. |
τείνω κλάδο ελαίαςverbal expression (figurative (offer reconciliation) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέαμαnoun ([sth/sb] visually striking) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ματιάnoun (thorough look) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγγελικό πρόσωποnoun (sweet and innocent appearance) She was evil to the core but she had the face of an angel. |
σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψηverbal expression (decide what you think) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't think I have enough information to form an opinion yet. |
απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνηverbal expression (release [sb] from a duty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He's been taking care of his elderly parents for years; finally, his siblings have decided to free him from that obligation by taking on more responsibility themselves. |
αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μουverbal expression (avoid having to fulfil a duty) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατανοώ, καταλαβαίνωverbal expression (learn about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After playing he began to gain an understanding of the game. |
τα ακούωverbal expression (figurative, informal (be reprimanded) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony got an earful from the boss when he arrived late for work. |
πεθαίνω νέοςverbal expression (die young) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Callum is going to an early grave if he doesn't adopt a healthier lifestyle. |
μισή ώραnoun (30 minutes) It only takes me half an hour to get ready in the morning. |
μισάωροnoun (30 minutes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I ran for a good half hour. // It only takes me half an hour to get ready in the morning. |
μισή ίντσαnoun (measurement: half of one inch) |
έχω τραπεζικό λογαριασμόverbal expression (bank with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have an account with Lloyds Bank. |
έχω πιστωτικό λογαριασμόverbal expression (have a credit account with: a business) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have an account with the university bookshop on the High Street. |
έχω έναν άσσο στο μανίκιverbal expression (figurative, informal (have a secret advantage) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω συμφέρονverbal expression (figurative (have an agenda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω πλεονέκτημαverbal expression (figurative (be better) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) He always uses superior materials in order to have an edge on the competition. |
είμαι αποτελεσματικόςverbal expression (make an impact) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Advertising takes a lot of money to have an effect. |
έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικόςverbal expression (informal (notice) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The painter has an eye for detail. |
έχω αδυναμία σε κπverbal expression (slang (be attracted) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) That guy has an eye for the ladies. |
επινοώ, εφευρίσκωintransitive verb (invent or devise [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have an idea that will surprise you. |
έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώςintransitive verb (have some notion, understanding of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Do you have an idea of how many people will be coming to the party? |
έχω αμυδρή εικόναverbal expression (have vague idea) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have an impression of her as a bit irresponsible. |
υποψιάζομαιverbal expression (suspect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω την υποψία ότι/πωςverbal expression (suspect, sense) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We had an inkling that the film might be a success, but we weren't sure. |
δεν είμαι σε φόρμαverbal expression (informal (perform poorly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He is normally a great performer, but I think he was having an off-day. Συνήθως είναι καλός περφόρμερ αλλά νομίζω πως δεν ήταν σε φόρμα. |
μου δίνεται ευκαιρίαintransitive verb (have a chance to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I've had the opportunity to travel the world. |
συμφωνώintransitive verb (have an informal agreement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My wife and I have an understanding: she does the cooking and I do the washing up. |
γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθείverbal expression (dated, humorous (marry) (παλαιό, χιουμοριστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sara's father was happy because Tom had made an honest woman of her. |
σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκηςadverb (in a case of urgent need) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκλεκτικά, κλειστάadverb (showing elitism) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στιγμιαίαadverb (very quickly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The phone rang and he answered it in an instant. |
αυθόρμηταadverb (casually) (χωρίς να το σκεφτώ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) One of the customers complained that the waiter had treated him in an offhand way. |
υπογείωςexpression (in a deceitful or dishonest way) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He is behaving in an underhand manner, going out with his best friend's girlfriend without him knowing. |
από τη μια στιγμή στην άλληexpression (figurative, informal (instant, brief moment) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) And in the twinkling of an eye she was gone. |
άμεση αναπαράστασηnoun (US, informal, figurative (immediate reenactment) |
προσβολήnoun (offending action) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tom thought that being denied the job was a huge insult to him. Ο Τομ θεώρησε πως το ότι δε του δόθηκε η δουλειά ήταν μια τεράστια προσβολή για το άτομό του. |
εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρωνverbal expression (law: put out a restraining order) (νομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The celebrity was relieved when the judge issued an injunction against her stalker. |
είμαι ζευγάριverbal expression (slang (be a couple) (με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Are John and Lucy an item now? |
έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτverbal expression (informal (watch carefully) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When cooking soufflés, you need to keep an eye on them so they don't fall. Όταν φτιάχνετε σουφλέ, πρέπει να τα έχετε τον νου σας για να μην ξεφουσκώσουν. |
έχω το νου μου γιαtransitive verb (informal (remain vigilant for) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's important to keep an eye out for dangerous snakes in the bush. Keep an eye out for a parking spot. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
είμαι ανοιχτόμυαλοςverbal expression (be willing to consider new ideas) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
χιλιόμετρα ανά ώραnoun (invariable, written, abbreviation (kilometer per hour) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξαπολύω επίθεσηverbal expression (military: begin combat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prepare to launch an attack, men. |
επικρίνω έντοναverbal expression (criticize harshly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The newspaper article launched an attack on the president and his policies. |
γεννάωtransitive verb (produce: egg) (αβγό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A hen can lay a few eggs per week, I think. Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω. |
ακούωverbal expression (figurative, dated (listen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Friends, Romans, countrymen, lend me your ears." - William Shakespeare |
ασκώ προσφυγήverbal expression (object formally to a legal ruling) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρυθμίζω, προσαρμόζωverbal expression (amend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to make an adjustment to this belt as it's too loose. |
βγάζω μια ανακοίνωση, κάνω μια ανακοίνωσηverbal expression (declare [sth] publicly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Prime Minister made an announcement about taxation in the House of Commons yesterday. May I have your attention? - I'd like to make an announcement. |
ζητώ συγγνώμηverbal expression (say sorry) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια εμφάνισηverbal expression (perform: appear on stage, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The singer made an appearance at the charity concert. |
κάνω την εμφάνισή μου, δίνω το παρόνverbal expression (informal (be present, show up) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I wonder if the bride's ex-boyfriend will make an appearance at the wedding? |
κλείνω ραντεβούverbal expression (patient, client) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλείνω ραντεβούverbal expression (patient, client) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane had toothache, so she made an appointment with the dentist. |
κλείνω ραντεβού για κπverbal expression (secretary: for [sb] else) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι ρόμπαverbal expression (slang (do [sth] stupid) (αργκό, μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Jim made an ass of himself when he turned up at work wearing differently coloured socks. |
κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειραverbal expression (try) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The French made an attempt to build a canal across Panama, but failed. |
το προσπαθώverbal expression (try hard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You could give up smoking if you just made an effort. Let's all make an effort to get along. Ας κάνουμε όλοι μια προσπάθεια για να τα πάμε καλά. |
μπαίνωverbal expression (into room) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Charles made an entrance into the study. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του an στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του an
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.