Τι σημαίνει το armé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης armé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του armé στο Γαλλικά.

Η λέξη armé στο Γαλλικά σημαίνει ένοπλος, όπλο, ένοπλος, όπλο, εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, που έχει τα εφόδια, ενισχυμένος, που οπλοφορεί, όπλο, επανδρώνω, οπλίζω, οπλίζω, οπλίζω, επανδρώνω, εφοδιασμένος με κτ, προετοιμασμένος για να κάνω κτ, πιστόλι, περίστροφο, τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα, σιδερένιος, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια, ημιαφοπλισμένος, υπό την απειλή όπλου, πυροβόλο όπλο, μαχαίρωμα, πιστολάς, επαναλητικό όπλο, επαναληπτικό τουφέκι, μαχαιροβγάλτης, μαχαιροβγάλτης, ένοπλη σύγκρουση, ένοπλη σύρραξη, αυτόματο, επαναληπτικό όπλο, δίκοπο μαχαίρι, ένοπλη μάχη, ένοπλος φρουρός, αυτόματο όπλο, επαναληπτικό όπλο, ενισχυμένο τσιμέντο, μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι, βόμβα θρυμματισμού, βόμβα διασποράς, πυρομαχικά διασποράς, πυρηνική συσκευή, πολιορκητική μηχανή, φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί, φονικό όπλο, όπλο εφόδου, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, τραβάω όπλο, βγάζω όπλο, οπλισμένος σαν αστακός, μετατρέπω κτ σε όπλο, χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου, σημαδεύω, στοχεύω, τα τινάζω, πάω καλιά μου, πάω στα θυμαράκια, ένοπλος, όπλο, περίστροφο, πιστόλι, όπλο με λεία κάννη, μέρε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης armé

ένοπλος

adjectif (που οπλοφορεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un homme armé est entré dans le magasin et a exigé l'argent.
Ένας ένοπλος (or: οπλισμένος) άνδρας μπήκε στο κατάστημα και απαίτησε τα χρήματα.

όπλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il est injuste d'utiliser une arme contre un adversaire sans armes.
Είναι άδικο να χρησιμοποιεί κανείς όπλο ενάντια σε έναν άοπλο αντίπαλο.

ένοπλος

(ο οποίος χρησιμοποιεί όπλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'organisation est engagée dans une lutte armée contre les forces d'occupation.

όπλο

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les mots étaient l'arme de l'auteur.
Οι λέξεις ήταν το όπλο του συγγραφέα.

εξοπλισμένος, εφοδιασμένος

adjectif (figuré)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Je suis venu armé pour poser des questions difficiles au comité.

που έχει τα εφόδια

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενισχυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που οπλοφορεί

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laissez toutes vos armes hors du château.
Αφήστε όλα τα όπλα σας έξω από το κάστρο.

επανδρώνω

(soutenu : un équipage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le capitaine doit armer un équipage pour son navire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το ιστιοφόρο είναι επανδρωμένο με επαγγελματίες ναύτες.

οπλίζω

verbe transitif (un pistolet,...) (για όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il arma son pistolet, prêt à tirer.
Όπλισε το πιστόλι του, έτοιμος να ρίξει.

οπλίζω

verbe transitif (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conseil d'administration de l'école a approuvé le plan visant à armer les policiers sur le campus.

οπλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous ne savons pas exactement qui arme le groupe rebelle.

επανδρώνω

(le téléphone, un bureau,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mes amis et moi étions de service au stand de la fête foraine.
Εγώ και οι φίλοι μου επανδρώσαμε τον πάγκο στο πανηγύρι.

εφοδιασμένος με κτ

(figuré) (μεταφορικά)

προετοιμασμένος για να κάνω κτ

locution adjectivale (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne suis pas armé pour faire face à ce stress !

πιστόλι, περίστροφο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα

(familier : mourir) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιδερένιος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a un mental d'acier.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des rumeurs couraient comme quoi le parrain du crime était mort depuis quelques temps.
Φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας του εγκλήματος βλέπει τα ραδίκια ανάποδα εδώ και λίγο καιρό.

ημιαφοπλισμένος

(arme)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υπό την απειλή όπλου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πυροβόλο όπλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Veuillez laisser les armes à feu hors du bâtiment.

μαχαίρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Deux victimes d'une agression à l'arme blanche (or: d'une attaque au couteau) ont été transportées à l'hôpital.

πιστολάς

nom masculin (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επαναλητικό όπλο, επαναληπτικό τουφέκι

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαχαιροβγάλτης

(επιτίθεται με μαχαίρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαχαιροβγάλτης

nom masculin (επιτιθέμενος με μαχαίρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ένοπλη σύγκρουση, ένοπλη σύρραξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'armée britannique est actuellement engagée dans un conflit armé en Afghanistan.

αυτόματο, επαναληπτικό όπλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La police arriva sur les lieux, équipée d'armes automatiques.

δίκοπο μαχαίρι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένοπλη μάχη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένοπλος φρουρός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτόματο όπλο, επαναληπτικό όπλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενισχυμένο τσιμέντο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βόμβα θρυμματισμού, βόμβα διασποράς

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυρομαχικά διασποράς

nom féminin (πολεμικός εξοπλισμός)

πυρηνική συσκευή

nom féminin (πολεμικός εξοπλισμός)

πολιορκητική μηχανή

nom féminin

φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φονικό όπλο

nom féminin

La police dit avoir trouvé l'arme du crime.

όπλο εφόδου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour arrêter le voleur, la policière a dégainé son arme devant lui et lui a ordonné de s'allonger par terre.

τραβάω όπλο, βγάζω όπλο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οπλισμένος σαν αστακός

locution verbale

La Suisse est une nation neutre, mais elle est armée jusqu'aux dents pour préserver sa neutralité.

μετατρέπω κτ σε όπλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημαδεύω, στοχεύω

(με όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai vu un tireur embusqué pointer son arme vers nous depuis une fenêtre au deuxième étage.

τα τινάζω, πάω καλιά μου, πάω στα θυμαράκια

locution verbale (figuré : mourir) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le vieux cowboy a finalement passé l'arme à gauche.

ένοπλος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Le bandit armé s'enfuit avec de l'argent et des cigarettes.

όπλο, περίστροφο, πιστόλι

nom féminin (πυροβόλο όπλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο φύλακας ήταν υποχρεωμένος να φέρει όπλο εν ώρα υπηρεσίας.

όπλο με λεία κάννη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέρε

nom féminin (ανεπ: όπλο των Μαορί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le guerrier maori a été formé dans le maniement d'une arme en forme de bâton plat.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του armé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του armé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.