Τι σημαίνει το apprendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης apprendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apprendre στο Γαλλικά.
Η λέξη apprendre στο Γαλλικά σημαίνει μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω για κτ, ακούω, μαθαίνω, μαθαίνω για κπ/κτ, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω για κτ, ακούω, μαθαίνω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, διαβάζω για κτ/κπ, μάθημα, ανακαλύπτω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, εκπαιδεύσιμος, απομνημονεύω, αποστηθίζω, σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω, επίκτητο γούστο, εκμάθηση με επανάληψη, δίψα για γνώση, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης, κπ που μαθαίνει γρήγορα, γνωρίζω, γνωρίζομαι καλύτερα, μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματα, μαθαίνω στην πράξη, παίρνω το κολάι, μαθαίνω,γνωρίζω, μαθαίνω τα πάντα σχετικά με, μαθαίνω εμπειρικά/πρακτικά, διδάσκω, κάνω μάθημα, κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο, εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω, αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω, μαθαίνω από τα λάθη μου, μαθαίνω τα λόγια μου, αποστηθίζω, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, μαθαίνω από κάποιον/κάτι, ξαναμαθαίνω, μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο, μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα, μαθαίνω από πρώτο χέρι, μαθαίνω από κάποιον/κάτι, μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του, ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ, δείχνω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, βρίσκω τον εαυτό μου, ανακοινώνω σε κπ, παίζω το ρόλο του αντικαταστάτη, ακούω, διδάσκω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, εκπαιδεύω κπ να κάνει κτ, μαθαίνω κπ να κάνει κτ, καταλήγω να κάνω κτ, εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ, αποστηθίζω, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης apprendre
μαθαίνωverbe transitif (une leçon, une langue,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'adorerais apprendre l'espagnol un jour. Θέλω πολύ να μάθω κάποτε ισπανικά. |
μαθαίνωverbe transitif (mémoriser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'acteur a dû apprendre son texte. Ο ηθοποιός έπρεπε να μάθει το ρόλο του. |
μαθαίνωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne sais pas comment le faire, mais je vais apprendre. Δεν ξέρω πώς να το κάνω, αλλά θα μάθω. |
μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a appris (or: étudié) l'art de la maçonnerie en pierres en trois ans seulement. Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια. |
μαθαίνωverbe transitif (une nouvelle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devine ce que je viens d'apprendre (or: découvrir) en écoutant une conversation téléphonique ? Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση! |
μαθαίνωverbe transitif (ποιος, τι, γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après des semaines de travail, le détective a fini par découvrir (or: apprendre) qui était le meurtrier. Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος. |
μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω για κτ(la mort de [qqn]) Quand as-tu appris sa mort ? |
ακούω, μαθαίνωverbe transitif (une nouvelle) (για ειδήσεις/νέα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons appris son décès en lisant le journal. |
μαθαίνω για κπ/κτverbe transitif Je viens d'apprendre pour ta mère ; toutes mes condoléances. |
μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon frère est si doué en langues qu'il a appris le français en une semaine. Ο αδερφός μου είναι τόσο καλός στις γλώσσες που έμαθε Γαλλικά σε μια εβδομάδα. |
μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy a appris ses rudiments de cuisine en travaillant dans le restaurant de son père. Ο Άντυ απέκτησε τις μαγειρικές του ικανότητες ενώ δούλευε στο εστιατόριο του πατέρα του. |
μαθαίνω για κτ
Comment avez-vous entendu parler de notre société ? Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας. |
ακούω, μαθαίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si j'entends parler d'une offre d'emploi, je te préviendrai. Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω. |
ανακαλύπτω, μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je viens d'apprendre que ma sœur est enceinte. Μόλις έμαθα ότι η αδερφή μου είναι έγκυος. |
διαβάζω για κτ/κπ
J'ai lu un article sur l'adoption. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα. |
μάθημα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Faire le tour de l'hôpital en sa compagnie fut comme une révélation. Η βόλτα μέσα στο νοσοκομείο μαζί του ήταν αληθινό μάθημα. |
ανακαλύπτω, μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνωlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les enfants commencent normalement à apprendre à marcher quand ils ont environ un an. Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να περπατούν στην ηλικία του ενός έτους. |
μαθαίνω(une nouvelle) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai appris qu'il était décédé hier seulement (or: Je n'ai appris son décès qu'hier). Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε. |
εκπαιδεύσιμος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απομνημονεύω, αποστηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon téléphone peut mémoriser plus de mille contacts, mais je n'ai aucun ami. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να αποστηθίζεις ποιήματα στο δημοτικό; |
σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω(une information) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξευγενίζω, εκλεπτύνω(littéraire) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle fut envoyée dans une école en Suisse pour être polie. |
επίκτητο γούστο(σχετικά σπάνιο) Τα στρείδια πρέπει να μάθει κανείς να του αρέσουν. |
εκμάθηση με επανάληψηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Même si cette méthode déplaît à beaucoup de professeurs, je crois qu'il est quand même utile d'apprendre des choses par cœur dans certaines matières. La meilleure façon de retenir ses tables de multiplication, c'est de les apprendre par cœur. Αν και δεν αρέσει σε πολλούς δασκάλους, ακόμη πιστεύω πως η εκμάθηση με επανάληψη είναι χρήσιμη σε κάποια θέματα. |
δίψα για γνώσηnom féminin (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέταςlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης(jargon) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κπ που μαθαίνει γρήγορα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γνωρίζομαι καλύτεραlocution verbale Les deux hommes ont appris à se connaître quand ils étaient à la fac. |
μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Regarde bien : tu pourrais apprendre deux ou trois choses. |
μαθαίνω στην πράξηlocution verbale (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω το κολάι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand j'ai repris l'entreprise familiale, il m'a fallu du temps pour apprendre toutes les ficelles du métier. |
μαθαίνω,γνωρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu n'es pas la femme que j'avais appris à connaître. Tu as changé. Δεν είσαι η γυναίκα που έμαθα (or: γνώρισα). Έχεις αλλάξει. |
μαθαίνω τα πάντα σχετικά μεlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω εμπειρικά/πρακτικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διδάσκω, κάνω μάθημα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il va nous apprendre comment résoudre les équations aujourd'hui. |
κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons décidé de leur apprendre les bases de l'anglais. |
εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois apprendre à vous connaître avant de faire affaire avec vous. Πρέπει να σε μάθω (or: γνωρίσω) πριν ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση. Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα. |
αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand j'étais enfant, j'ai appris mes tables de multiplication par cœur. |
μαθαίνω από τα λάθη μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθαίνω τα λόγια μουlocution verbale (Théâtre) (ηθοποιός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut que j'apprenne mon texte avant la répétition de ce soir. |
αποστηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόποlocution verbale |
μαθαίνω από κάποιον/κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναμαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο(à un enfant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέταlocution verbale (un enfant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω από πρώτο χέριverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω από κάποιον/κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο τουlocution verbale (γάτα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ(κάποιον για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En tant que policier, j'ai dû informer les parents de la mort de leur fils. Ως υψηλόβαθμος αστυνομικός, έπρεπε να ενημερώσω τους γονείς για τον θάνατο του γιου τους. |
δείχνω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ
Ποιος θα μιλήσει στα παιδιά για τη σωστή φροντίδα των βιβλίων τους; |
διδάσκω κτ σε κπ
|
βρίσκω τον εαυτό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je prends une année de congé pour voyager et me trouver. |
ανακοινώνω σε κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le policier a annoncé à Natasha la nouvelle de la mort de son mari dans un accident. |
παίζω το ρόλο του αντικαταστάτηlocution verbale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακούω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as entendu que M. Johnson était mort ? Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε; |
διδάσκω κτ σε κπ(courant) Ben apprend l'espagnol et le français à des lycéens. |
μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ(sur un sujet de santé...) La clinique sensibilise la population aux questions de santé. Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας. |
εκπαιδεύω κπ να κάνει κτ, μαθαίνω κπ να κάνει κτlocution verbale |
καταλήγω να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il apprit à apprécier sa compagnie. Με τον καιρό, εκτίμησε την παρουσία της. |
εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ(un animal) |
αποστηθίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη τουlocution verbale (un animal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apprendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του apprendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.