Τι σημαίνει το wrought στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wrought στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wrought στο Αγγλικά.

Η λέξη wrought στο Αγγλικά σημαίνει σφυρήλατος, εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, έχω αποτέλεσμα, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, δουλειά, εργασία, δουλειά, δουλειά, ενσωματώνω κτ σε κτ, έργο, εργοστάσιο, όλα τα κομφόρ, γκρίνια, δουλειά, δουλειά, δουλειά, έργο, δουλειά, έργο, έργο, έργο, εργασιακός, έργα, δουλεύω, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, βολεύω, τυλίγω, πετυχαίνω, διαμορφώνω, κρατάω, δουλεύω, πείθω, προκαλώ κτ σε κπ/κτ, σφυρήλατο σίδερο, από σφυρήλατο σίδερο, ξεσηκωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wrought

σφυρήλατος

adjective (metal: shaped) (μέταλλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wrought steel grilles cover the windows.
Σφυρήλατες ατσάλινες γρίλιες καλύπτουν τα παράθυρα.

εργάζομαι

intransitive verb (be employed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He works at the bank.
Δουλεύει στην τράπεζα.

δουλεύω

intransitive verb (toil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He worked into the night.
Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα.

λειτουργώ

intransitive verb (function)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Does the car work?
Δουλεύει αυτό το αυτοκίνητο;

έχω αποτέλεσμα

intransitive verb (be useful, effectual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Did the medicine work?
Έπιασε αυτό το φάρμακο;

χειρίζομαι, χρησιμοποιώ

transitive verb (machine: operate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you know how to work this machine?
Ξέρεις να δουλεύεις αυτό το μηχάνημα;

δουλειά

noun (uncountable (occupation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is your work? I'm a dentist.
Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος.

εργασία

noun (uncountable (employment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bank provides work for many people.
Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους.

δουλειά

noun (uncountable (effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His work on the car was worth the result.
Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο.

δουλειά

noun (uncountable (toil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An apple picker does exhausting work, from sunrise until dusk.
Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ.

ενσωματώνω κτ σε κτ

(knead, massage [sth] into [sth])

έργο

plural noun (art, literature, music: achievements)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The author's poems are his most overlooked works.

εργοστάσιο

plural noun (factory)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Most of the menfolk were employed at the town's works.

όλα τα κομφόρ

expression (informal (everything)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He dreamed of buying a shiny new car with the works.

γκρίνια

expression (informal (unpleasant treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She forgot his birthday, and he gave her the works.
Ξέχασε τα γενέθλιά του και την άρχισε στην γκρίνια.

δουλειά

noun (uncountable (type of task)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't like this work. Can I do something different?
Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο;

δουλειά

noun (office, place of work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is his work. Yes, that building.
Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο.

δουλειά

noun (activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is doing some work or other in the shop.

έργο

noun (objects on which work is done)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The art students took their work to the benches.

δουλειά

noun (product of labour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The work was obviously well done.
Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά.

έργο

noun (building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tunnel is an impressive work of engineering.

έργο

noun (physics: force times distance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In physics, work deals with transference of energy.

έργο

noun (product of artist)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many think Beethoven's Ninth is his greatest work. I have the complete works of Dickens in my library.

εργασιακός

noun as adjective (of, concerning work)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He got a work permit in July.
Πήρε άδεια εργασίας τον Ιούλιο.

έργα

plural noun (construction)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δουλεύω

intransitive verb (with adverb or noun phrase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'll have to work late to finish this project. Sheila's been working extra hours to pay off her debts.

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

(make a living as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Right now I am working as a waitress in a cocktail bar, but I want to be an actress.

βολεύω

(informal (be OK with [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I could meet you at 2 pm on Wednesday; does that work for you?

τυλίγω

transitive verb (contort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She worked the wire into a loop.

πετυχαίνω

transitive verb (accomplish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She worked a change in the texture of the dough.

διαμορφώνω

transitive verb (fashion by work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenter works the pieces into a table.

κρατάω

transitive verb (keep at work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss worked them until late into the night.

δουλεύω

transitive verb (land, be a farmer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer worked the land.

πείθω

transitive verb (persuade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The minister worked the congregation into an exultant state.

προκαλώ κτ σε κπ/κτ

transitive verb (literary, used in expressions (inflict)

The hurricane wreaked destruction on several coastal towns.
Η καταιγίδα προκάλεσε καταστροφές σε αρκετές παραλιακές πόλεις.

σφυρήλατο σίδερο

noun (decorative ironwork)

A wrought iron gate would be too showy on a house like ours.

από σφυρήλατο σίδερο

noun as adjective (made of, featuring wrought iron)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεσηκωμένος

adjective (informal (excited, agitated) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wrought στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wrought

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.