Τι σημαίνει το write στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης write στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του write στο Αγγλικά.
Η λέξη write στο Αγγλικά σημαίνει γράφω, γράφω, γράφω, γράφω κτ σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ, γράφω, αποθηκεύω, γράφω, γράφω, γράφω, σημειώνω, γράφω επάνω σε κτ, διαγράφω, ξεγράφω, σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω, αγνοώ, παραβλέπω, γράφω για να ζητήσω κτ, γράφω ολογράφως, καθαρογράφω, γράφω κριτική, καταγγέλλω, τίποτα το ιδιαίτερο, ξαναγράφω, ξαναγράφω, αναθεώρηση, ξαναγράφω τους κανόνες, γράφω γράμμα, γράφω για, γράφω σε κπ, καταγράφω, κρατώ ιστορικό, θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω, θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω, περιμένω σύντομα νέα σου, υποτίμηση, υποτίμηση, ανεπίσημο υποψήφιος του οποίο το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο, ανεπίσημος υποψήφιος του οποίου το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο, υποψήφιος του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται στο ψηφοδέλτιο και πρέπει να το γράψουν οι ψηφοφόροι, διαγραφή χρέους, ξεγραμμένος, τελειωμένος, σαράβαλο, δημοσιευμένη κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης write
γράφωtransitive verb (form letters, inscribe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George can write his name already. Ο Γιώργος ξέρει ήδη να γράφει το όνομά του. |
γράφωtransitive verb (author: a book, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elizabeth wants to write a book. Η Ελισάβετ θέλει να γράψει ένα βιβλίο. |
γράφωtransitive verb (compose: a document, letter, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wrote a long email and then deleted it. |
γράφω κτ σε κπ(communicate in writing) I'm going to write a letter to my friend. Θα γράψω ένα γράμμα στην φίλη μου. |
γράφω σε κπ(send [sb] a letter, email) I wrote to my MP to ask her to back my campaign. |
γράφω σε κπtransitive verb (UK archaic or US (send [sb] a letter, email) |
γράφωintransitive verb (form letters) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel is learning to write. Η Ρέιτσελ μαθαίνει να γράφει. |
γράφωintransitive verb (to express thoughts in writing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When I want to get things clear in my head, I write. Όταν θέλω να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, γράφω. |
γράφωintransitive verb (write professionally) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Brian has always wanted to write. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από μικρός έλεγα πως, όταν μεγαλώσω, θα γράφω για τα καλύτερα περιοδικά του κόσμου. |
γράφωintransitive verb (to write letters) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I never have time to write. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν βρίσκω ποτέ χρόνο να γράψω στη γιαγιά μου και αυτό τη στενοχωρεί πολύ. |
γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ(inscribe [sth] on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He broke his leg and we wrote on his cast to wish him a speedy recovery. |
γράφωtransitive verb (to compose music) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andrew is writing a symphony. |
αποθηκεύωtransitive verb (computers: record) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The computer is writing the information to the drive. |
γράφωtransitive verb (record in writing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She wrote a report of the incident. |
γράφωphrasal verb, intransitive (send a written reply) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please write back soon. Please write back as soon as you can. |
γράφω, σημειώνωphrasal verb, transitive, separable (transcribe, put in writing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That was a great idea! Let's find some paper and write it down. You should write the phone number down before you forget it. Τι ωραία ιδέα! Ας βρούμε ένα χαρτί να τη σημειώσουμε (or: γράψουμε). Θα έπρεπε να γράψεις τον αριθμό τηλεφώνου πριν τον ξεχάσεις. |
γράφω επάνω σε κτphrasal verb, transitive, separable (inscribe [sth] inside) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαγράφωphrasal verb, transitive, separable (record as total loss) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're going to have to write off the warehouse that burnt down. Πρέπει να ξεχάσουμε την αποθήκη πού κάηκε. |
ξεγράφωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (consider a failure) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Even though he did so poorly on the exam, I wasn't going to write him off completely. Παρόλο που πήγε πολύ άσχημα στο διαγώνισμα δεν θα τον ξέγραφα εντελώς. |
σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζωphrasal verb, transitive, separable (UK, informal (car, vehicle: completely wreck) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian had an accident and he wrote his car off. Ο Μπράιαν είχε ένα ατύχημα και σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του. |
αγνοώ, παραβλέπωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (discount, dismiss) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can certainly write off his opinion: he never knows what he's talking about! Μπορούμε σίγουρα να αγνοήσουμε την άποψή του, ποτέ δεν ξέρει τι λέει! |
γράφω για να ζητήσω κτ(send, apply for [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I think I'll write off for that new book I saw on Amazon. Νομίζω ότι θα ζητήσω γραπτώς εκείνο το καινούριο βιβλίο που είδα στο Άμαζον. |
γράφω ολογράφωςphrasal verb, transitive, separable (transcribe in full) I signed my name and wrote it out in block capitals underneath. |
καθαρογράφωphrasal verb, transitive, separable (write out in full) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please write up your notes from the classroom observation. Παρακαλώ καθαρόγραψε τις σημειώσεις σου από την παρακολούθηση στην τάξη. |
γράφω κριτικήphrasal verb, transitive, separable (write a critique of) Jessica writes up movies for her school newspaper. Οι Τζέσικα γράφει κριτικές ταινιών για τη σχολική εφημερίδα. |
καταγγέλλωphrasal verb, transitive, separable (US (record misbehaviour) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) One more infraction and I will have to write you up. Αν επαναλάβετε την παράβαση, θα αναγκαστώ να σας καταγγείλω. |
τίποτα το ιδιαίτεροexpression (figurative, informal (unremarkable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I enjoyed his last film, but this new one is nothing to write home about. |
ξαναγράφωtransitive verb (write in a revised form) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please rewrite this section and don't mention the senator. |
ξαναγράφωtransitive verb (write out again) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom realized that his handwriting was unreadable and rewrote the note more clearly. |
αναθεώρησηnoun (informal (text, manuscript: revision) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You'll need to do a rewrite on this part of the speech here. |
ξαναγράφω τους κανόνεςverbal expression (figurative (reinvent [sth], do [sth] unconventionally) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The New Wave directors rewrote the rules of film. Οι σκηνοθέτες του Νέου Κύματος ξαναέγραψαν τους κανόνες της κινηματογράφησης, δημιουργώντας επανάσταση στην έβδομη τέχνη. |
γράφω γράμμαverbal expression (compose handwritten correspondence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nowadays people are more inclined to email rather than write a letter. |
γράφω γιαtransitive verb (write on the subject of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many authors write about war. |
γράφω σε κπverbal expression (US (send a written reply to [sb]) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας) |
καταγράφω, κρατώ ιστορικόverbal expression (compose written account of [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφωverbal expression (record as total loss) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If someone owes you money and they do not pay it, you can cancel the debt and write it off as a loss for your business. Εάν κάποιος σου χρωστάει χρήματα και δεν στα δίνει μπορείς να διαγράψεις το χρέος και να το θεωρήσεις ζημιά για την επιχείρηση σου. |
θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφωverbal expression (figurative, informal (consider a failure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alison's teachers had written her off as a failure. Οι δάσκαλοι της Άλισον τη θεωρούσαν αποτυχημένη και την είχαν ξεγράψει. |
περιμένω σύντομα νέα σουinterjection (informal, written (I hope you will write to me soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υποτίμησηnoun (business asset: reduction in value) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποτίμησηnoun (procedure of making a write-down) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανεπίσημο υποψήφιος του οποίο το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιοnoun (US, informal (write-in candidate) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανεπίσημος υποψήφιος του οποίου το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιοnoun (US ([sb] voted for whose name is not on ballot) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υποψήφιος του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται στο ψηφοδέλτιο και πρέπει να το γράψουν οι ψηφοφόροιnoun (US (candidate not on ballot) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διαγραφή χρέουςnoun (finance: cancellation of bad debt) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξεγραμμένος, τελειωμένοςnoun (UK, informal ([sth]: cannot be salvaged) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Olga's mobile phone was a write-off after she dropped it in the bath. |
σαράβαλοnoun (UK, informal (wrecked car) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Deirdre's car was a write-off after the accident. |
δημοσιευμένη κριτικήnoun (written review) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The paper called earlier because they want to do a write-up on our art gallery! |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του write στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του write
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.