Τι σημαίνει το with στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του with στο Αγγλικά.
Η λέξη with στο Αγγλικά σημαίνει με, με, με, με, με, για, με, με, με, παρά, στον, στην, στο, με, από, με, με, με, το σηκώνω, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με, κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση, ταιριάζω με κτ, χωρίζω με, παύω να έχω σχέση με κπ, είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ, προσθέτω κτ σε κτ, είμαι σε συμφωνία, εφοδιάζω κπ με κτ, εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, γνώση, γνωρίζομαι, γνωρίζω, διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ, σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ, συνδέω κτ με κτ, που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ, συμφωνώ με κπ, συμφωνώ με κπ για κτ, συμφωνώ με, ευθυγραμμίζω, φέρνω κπ κοντά με κπ, συμφωνώ με κπ/κτ, είμαι ευθυγραμμισμένος, συμβαδίζω, αυτός που βρίθει, γεμάτος από/με, με αφθονία, έχω τελειώσει, τελειώνω, αναμειγνύω, συμμαχώ, ενώνω, συνδέω, μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον, μαζί με, εναλλάσσομαι, εναλλάσσω, ενώνω, συνδυάζω, και όλα όσα συνεπάγεται, θυμωμένος, θυμωμένος, είμαι ενοχλημένος, έχω ενοχληθεί, μαλώνω, τσακώνομαι, οπλίζω, όπως συμφωνήθηκε, όπως έχει συμφωνηθεί, συγκριτικά με κτ, όπως στην περίπτωση του, συνδέω, συσχετίζω, συνδεδεμένος, συνδυασμένος, έχω σχέση, άνετα, στο ίδιο επίπεδο με, δεν ανταποκρίνεται, βρίσκεται σε δυσαρμονία, σε κόντρα με κπ, σε αρμονία, δεν συμφωνώ με κπ, δεν συμφωνώ με κτ, σε πόλεμο με κπ, σε πόλεμο με κπ, σε πόλεμο με κπ, συγκρούομαι με κτ, ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ, γνώστης, φύγε, ουστ, αντισταθμίζω, δένω κτ με κτ άλλο, μαρκάρω, σημαδεύω, καλύπτω, σκεπάζω, έχω λογαριασμό, βομβαρδίζω, σφυροκοπώ, καταλαβαίνω τη νεολαία, είμαι κατενθουσιασμένος, συνδέομαι με κπ/κτ, έρχομαι σε επαφή με κτ, επικοινωνώ με κπ, κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ, είμαι μαζί με, είμαι με, είμαι με κπ, βγαίνω με κπ, είμαι μαζί με κπ, είμαι δίπλα σε κπ, γεμάτο σταγόνες, που λάμπει από κτ, που ακτινοβολεί από κτ, με συγχωρείτε, γνωρίζω, εξοικειώνομαι με κτ, λύνομαι στα γέλια, διακοσμημένος, στολισμένος, τρελαίνομαι, τρελός για κπ, καλυμμένος με κτ, ανακατεύω, αναμιγνύω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, ευλογώ κπ με κτ, μένω, ζω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ με κτ, βομβαρδίζω, δένομαι, βαριέμαι, γεννημένος στα πλούτη, βάζω κτ στην ίδια ομάδα με κτ, βάζω κτ στην ίδια κατηγορία με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης with
μεpreposition (accompanying) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) She went with him to see a film. Πήγε μαζί του να δουν μια ταινία. |
μεpreposition (having) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Mine is the car with the red stripe. Το δικό μου είναι το αυτοκίνητο με την κόκκινη ρίγα. |
μεpreposition (wearing, carrying) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He's the one with the dark blue shirt. Είναι αυτός με το σκούρο μπλε πουκάμισο. |
μεpreposition (by means of) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He ate with a fork. With this software you can track all your business contacts in one place. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι μικροοργανισμοί είναι ορατοί μόνο δια μικροσκοπίου. |
μεpreposition (use of material) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Fill those buckets with dirt. Γέμισε τους κουβάδες με λάσπη. |
γιαpreposition (employed by) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) John is with IBM, where he is a marketing director. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πατέρας μου εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία. |
μεpreposition (according to) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The temperature varies with wind speed and direction. Η θερμοκρασία αλλάζει με την ταχύτητα και την κατεύθυνση του ανέμου. |
μεpreposition (in the care of) The child is with his uncle while his parents are on holiday. Το παιδί είναι στο θείο του όσο οι γονείς του είναι σε διακοπές. |
μεpreposition (manner, attitude) He acts firmly, with apparent authority. |
παράpreposition (in spite of) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) With all her troubles, she remains optimistic. |
στον, στην, στοpreposition (responsibility) (εμπρόθετο άρθ) We left all those matters with the hotel staff. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άφησε σε μένα το μαγείρεμα και πήγαινε να ξεκουραστείς. |
μεpreposition (affected by) She's off sick with a bad cold. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Και τα δυο παιδιά μου είναι στο κρεβάτι με κρυολόγημα. |
απόpreposition (showing cause) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The children are giddy with excitement |
μεpreposition (using professionally) We've been with Citibank for years. Συνεργαζόμαστε χρόνια με τη Citibank. |
μεpreposition (in the same way) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Cut the boards with the grain. |
μεpreposition (in association) She worked with communities to improve local services. |
το σηκώνωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (be good for digestion) (καθομ, μεταφορικά: για φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Spicy food does not agree with me. Το πικάντικο φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι. |
συναναστρέφομαι, κάνω παρέα μεphrasal verb, transitive, inseparable (keep the company of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't want you to associate with him; he's not good for you. Δε θέλω να τον συναναστρέφεσαι. Δεν είναι καλός για σένα. |
κάνω υπομονή, δείχνω κατανόησηphrasal verb, transitive, inseparable (be patient) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I asked them to bear with me while I checked the details of their booking. Τους ζήτησα να κάνουν υπομονή, ενώ έλεγχα τις λεπτομέρειες της κράτησής τους. |
ταιριάζω με κτ(figurative (fit, match) Her new sofa blends in perfectly with the rest of her stylish apartment decor. Ο νέος της καναπές ταιριάζει άψογα με την υπόλοιπη στυλάτη διακόσμηση στο διαμέρισμά της. |
χωρίζω μεphrasal verb, transitive, inseparable (separate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I think you need to break up with your boyfriend. |
παύω να έχω σχέση με κπphrasal verb, transitive, inseparable ([sb]: end association) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ(be filled with [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The hotel cellars were abounding with vermin. |
προσθέτω κτ σε κτ(furnish [sth] with accessories) (αξεσουάρ σε κτ) Adam has accessorized his home with antique lamps, mirrors and rugs. |
είμαι σε συμφωνία(correspond) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Make sure your behavior accords with the company's code of conduct. Βεβαιώσου πως η συμπεριφορά σου συμφωνεί με τον εταιρικό κώδικα συμπεριφοράς. |
εφοδιάζω κπ με κτtransitive verb (equip or furnish) |
εξοικειώνω(introduce, make familiar) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Once Mark had acquainted his assistant with the computer program, she was able to work on her own. |
εξοικειώνομαιverbal expression (become familiar with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Read the book, and acquaint yourself with Shakespeare's work. |
γνώσηnoun (knowledge of a subject) (κάποιου θέματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) An acquaintance with modern history would be useful for those wishing to take this course of study. |
γνωρίζομαιverbal expression (know [sb]) (με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Harry, I believe you are acquainted with Miss Forbes? |
γνωρίζωverbal expression (formal (be familiar with [sth]) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Audiences in Ancient Greece were acquainted with the idea of a hero having a tragic flaw. |
διακοσμώ κτ με κτ, στολίζω κτ με κτ(often passive (decorate with) My mother likes to adorn the house with flowers. |
σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ(associate yourself with [sth]) The lawyer wanted to affiliate with a foreign firm. |
συνδέω κτ με κτ(associate, connect) The owner has been trying not to affiliate the company with any political parties. |
που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ(associated with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The attack was carried out by an individual claiming to be affiliated with a known terrorist group. |
συμφωνώ με κπ(have same opinion) I asked Jane for her opinion, and she agreed with me. Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
συμφωνώ με κπ για κτverbal expression (have same opinion about) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We all agreed with Jack about the colour of the new chairs. Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
συμφωνώ με(grammar: have concordance) In French, the adjective must agree with the noun. Στα Γαλλικά, το επίθετο πρέπει να συμφωνεί με το ουσιαστικό. |
ευθυγραμμίζω(make level with) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Craig aligned the banister with the adjacent kitchen counter. Ο Κρέιγκ ευθυγράμμισε το κάγκελο με τον διπλανό πάγκο της κουζίνας. |
φέρνω κπ κοντά με κπtransitive verb (figurative (ally) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The sudden betrayal aligned Samantha with her former enemy. Η ξαφνική προδοσία έφερε κοντά τη Σαμάνθα με τον πρώην εχθρό της. |
συμφωνώ με κπ/κτverbal expression (figurative (agree with) By agreeing with the decision to move forward with the plans, I unknowingly aligned myself with Anthony. Αποδεχόμενη την απόφαση να προχωρήσω με τα σχέδια, χωρίς να το ξέρω συμφώνησα με τον Άντονι. |
είμαι ευθυγραμμισμένος(be level with) (με κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The bookshelf aligns perfectly with the mantel. Η βιβλιοθήκη είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το τζάκι. |
συμβαδίζω(figurative (conform) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Crosby's behavior aligns with the culture of the group. Η συμπεριφορά του Κρόσμπυ συμβαδίζει με την κουλτούρα της ομάδας. |
αυτός που βρίθει, γεμάτος από/με, με αφθονίαadjective (teeming with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The plaza was alive with all sorts of performers and the people who came to watch. |
έχω τελειώσειadjective (informal (finished, over) (μόνο παρελθόν) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Thank goodness that ordeal is all over with. |
τελειώνωadjective (ended a relationship with [sb]) (για σχέση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's all over with Robert and Hannah. Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα. |
αναμειγνύωtransitive verb (mix metal with [sth]) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The scientist alloyed tin with copper to make bronze. Ο επιστήμονας ανέμειξε κασσίτερο με χαλκό για να φτιάξει μπρούτζο. |
συμμαχώ(join) (με κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Brenda reluctantly allied with her former enemy to solve the problem. Η Μπρέντα συμμάχησε απρόθυμα με τον πρώην εχθρό της για να λύσει το πρόβλημα. |
ενώνω, συνδέω(join together) (κπ/κτ με κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army's approach to combat allied military strength and cunning. |
μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέονpreposition (in addition to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Students need to budget for accommodation, along with the cost of tuition. Οι φοιτητές πρέπει να μαζέψουν χρήματα για τη διαμονή κι επιπλέον για το κόστος των διδάκτρων. |
μαζί μεpreposition (together with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vicky went to the night club, along with her friend Cheryl. Η Βίκη πήγε στο νυχτερινό κέντρο μαζί με τη φίλη της τη Σέριλ. |
εναλλάσσομαι(take turns with [sb]) (με κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shannon alternated with Joan as pitcher in the big game. Η Σάνον και η Τζόαν έπαιξαν εναλλάξ στη θέση του ρίπτη στο μεγάλο αγώνα. |
εναλλάσσω(cause to change by turns) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I stay interested in exercising by alternating running with swimming. |
ενώνω, συνδυάζω(blend [sth] with [sth]) (κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The scientists amalgamated the metal with mercury. |
και όλα όσα συνεπάγεταιadverb (and everything it entails) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She gave her sister a birthday party, with cake, ice cream, and all that goes with it. |
θυμωμένος(cross with [sb]) (με κάποιον) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Doris is angry with her lazy husband. Η Ντόρις είναι τσαντισμένη με τον τεμπέλη σύζυγό της. |
θυμωμένοςexpression (cross with [sb]) (με κπ για κτ, με κπ για κτ που έκανε) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I am angry with my sister for taking my book. |
είμαι ενοχλημένος, έχω ενοχληθεί(irritated, angry) (με κάποιον/κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I'm annoyed at my brother for leaving the room in such a mess. Είμαι εκνευρισμένη (or: θυμωμένη) με τον αδερφό μου που άφησε το δωμάτιο σε τέτοιο χάλι. |
μαλώνω, τσακώνομαι(disagree) (για κτ, με κπ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My friend always argues about money with her husband. Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
οπλίζωtransitive verb (equip with weapons) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The suspect was armed with several firearms. |
όπως συμφωνήθηκε, όπως έχει συμφωνηθείexpression (in the way decided with [sb]) (με κπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκριτικά με κτexpression (in comparison to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As compared with American English, British English seems more formal. Συγκριτικά με τα αμερικάνικα αγγλικά, τα βρετανικά αγγλικά μοιάζουν πιο επίσημα. |
όπως στην περίπτωση τουpreposition (as in the case of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As with any grammar rule, there are a lot of exceptions. |
συνδέω, συσχετίζωtransitive verb (connect mentally) (κπ/κτ με κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) For some reason, I associate Max with peanut butter. Για κάποιον λόγο, συνδέω τον Μαξ με το φυστικοβούτυρο. |
συνδεδεμένος, συνδυασμένοςverbal expression (be related to) (με κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) For many people, Christmas is associated with gifts and shopping. Για πολλούς, τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένα με δώρα και ψώνια. |
έχω σχέση(related, connected to) (με κάποιον/κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Although they work in similar fields, Charlie is not associated with Bob. She is not associated with the college, so you cannot have her as your advisor. Αν και δουλεύουν σε παρόμοιους τομείς, ο Τσάρλυ δεν έχει σχέση με τον Μπομπ. Δεν έχει σχέση με το πανεπιστήμιο, άρα δεν μπορείς να την έχεις ως σύμβουλό σου. |
άνεταadjective (comfortable) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chris was very friendly, and I instantly felt at ease with him. Ο Κρις ήταν πολύ φιλικός και ένιωσα αμέσως άνετα μαζί του. |
στο ίδιο επίπεδο μεexpression (US, idiom (on the same level) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν ανταποκρίνεται, βρίσκεται σε δυσαρμονίαadjective (not corresponding) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Your opinion is at odds with the facts. |
σε κόντρα με κπadjective (person: disagreeing) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε αρμονίαadjective (in agreement with, at peace with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After I meditate, I feel at one with the world. |
δεν συμφωνώ με κπadjective (disagreeing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν συμφωνώ με κτadjective (not corresponding) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Your opinion is definitely at variance with the facts. |
σε πόλεμο με κπexpression (in armed conflict with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Britain had been at war with France since 1803. |
σε πόλεμο με κπexpression (figurative (in a dispute with) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mr. Ellis has been at war with his neighbour Mr Barker about the state of his garden. |
σε πόλεμο με κπexpression (figurative (fighting, in conflict with) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Some militant vegans are at war with meat eaters. The Church has often been openly at war with Marxism. |
συγκρούομαι με κτexpression (figurative (ideas, desires: in conflict with) |
ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ(Gallicism (person: aware, cognizant of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γνώστης(Gallicism (experienced, knowledgeable) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φύγε, ουστinterjection (slang, regional (Leave, get going, be on your way) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Away with you! proclaimed the king. |
αντισταθμίζω(offset) (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy balanced her long hours at work with a visit to the spa. Η Μίντυ αντιστάθμισε το πολύωρο ωράριο εργασίας της με μια επίσκεψη στο σπα. |
δένω κτ με κτ άλλοtransitive verb (tie) He banded the package with a thick string. Έδεσε το πακέτο με έναν χοντρό σπάγγο. |
μαρκάρω, σημαδεύωtransitive verb (mark with a band) (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Band the stalks of the flowers you want to buy. |
καλύπτω, σκεπάζω(fire: cover) (τη φωτιά με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bank the fire with sand before you go into your tent. Κάλυψε τη φωτιά με άμμο πριν μπεις στη σκηνή σου. |
έχω λογαριασμό(have an account with: a bank) (σε τράπεζα) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) He banks at Citibank. Έχει λογαριασμό στη Citibank. |
βομβαρδίζω, σφυροκοπώ(figurative (subject to: questions, etc.) (μεταφορικά: κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police barraged the child with questions about what he witnessed. |
καταλαβαίνω τη νεολαίαverbal expression (informal (know about youth trends) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dad thinks he's down with the kids; it's so embarrassing! |
είμαι κατενθουσιασμένοςexpression (feel very enthusiastic) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνδέομαι με κπ/κτverbal expression (communicate with) The man suspected of the bombing attack had been in contact with a foreign terrorist organization. |
έρχομαι σε επαφή με κτverbal expression (touch) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I develop a rash if my skin is in contact with nickel for too long. |
επικοινωνώ με κπverbal expression (informal (make contact) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Have you been in touch with her recently? |
κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπverbal expression (informal (habitually be in contact) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Are you still in touch with your friends from high school? Έχεις κρατήσει επαφή με τους φίλους σου από το λύκειο; |
έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπverbal expression (informal (be friendly with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι μαζί με, είμαι με(be in company of) The dying woman wanted to be with her family in her last days. |
είμαι με κπ, βγαίνω με κπ(informal (date) She's been with her current boyfriend for nearly a year. |
είμαι μαζί με κπ, είμαι δίπλα σε κπ(informal, figurative (showing solidarity) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The crowd responded to her speech with shouts of "We're with you, Amelia!" |
γεμάτο σταγόνες(figurative (covered with droplets) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jack was panting and his face was beaded with sweat. |
που λάμπει από κτ, που ακτινοβολεί από κτ(figurative (smiling: with pride, etc.) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I was beaming with pride as I watched my son's graduation. |
με συγχωρείτεinterjection (Please be patient) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Please bear with me - this will only take five minutes. |
γνωρίζωverbal expression (get to know [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I first became acquainted with Arthur about five years ago. |
εξοικειώνομαι με κτverbal expression (figurative (familiarize yourself with [sth]) It takes some time to become acquainted with the rules of the game. |
λύνομαι στα γέλιαadjective (figurative, informal (laughing uncontrollably) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eric was bent over with laughter after Julia had told him the joke. |
διακοσμημένος, στολισμένοςverbal expression (studded with jewels, etc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The crown was beset with rubies and diamonds. |
τρελαίνομαιpreposition (figurative (out of your senses) (μεταφορικά: από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My mother was beside herself with worry when I didn't call. |
τρελός για κπ(infatuated) (μεταφορικά) Gary is besotted by Evie and would do anything for her. |
καλυμμένος με κτ(literary (covered with [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακατεύω, αναμιγνύω(mix) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can blend flour with a little water to make glue. |
ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ(mix, combine [sth] with [sth]) |
ευλογώ κπ με κτ(often passive (endow, gift: with [sth]) Nature has blessed her with good looks and intelligence. Η φύση την ευλόγησε με ομορφιά και ευφυΐα. |
μένω, ζωintransitive verb (lodge) (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jason boarded with a family while at university. Ο Τζέισον έμενε (or: ζούσε) με μια οικογένεια όσο σπούδαζε στο πανεπιστήμιο. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτ με κτ(attack with) The kids bombarded the teacher with water balloons. |
βομβαρδίζω(figurative (assail, overwhelm) (μεταφορικά: κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The journalists bombarded the police spokesman with questions. |
δένομαιintransitive verb (figurative (get emotionally closer) (μεταφορικά: με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) It didn't take long for Janet to bond with her foster parents. Δεν πήρε πολύ καιρό στην Τζάνετ να δεθεί με τους θετούς γονείς της. |
βαριέμαιverbal expression (find [sth] dull) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm feeling bored with my life. |
γεννημένος στα πλούτηadjective (figurative (have a wealthy upbringing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She was born with a silver spoon in her mouth. |
βάζω κτ στην ίδια ομάδα με κτ, βάζω κτ στην ίδια κατηγορία με κτ(group together) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του with
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.