Τι σημαίνει το social στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης social στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του social στο πορτογαλικά.
Η λέξη social στο πορτογαλικά σημαίνει κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνιακός, δημόσιος, αστικός, πολιτικός, συγκέντρωση, συνάντηση, αντικοινωνικός, αριβίστας, κοινωνικός αναρριχησίας, αντικοινωνικός, κοινωνική πρόνοια, σουαρέ, φιλόδοξος, κοινωνικές απολαβές, κοινωνικοπολιτικός, μη κοινωνικός, στην πρόνοια, κοινωνικός λειτουργός, νεόπλουτος, παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας, καλό πουκάμισο, επίσημο πουκάμισο, βραδινό πουκάμισο, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, συγκέντρωση, ταξική διαστρωμάτωση, τραπέζι, κοινωνικός ξεπεσμός, κοινωνική δραστηριότητα, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνική τάξη, κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας, κοινωνική συμπεριφορά, κοινωνική θέση, κοινωνική πίεση, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωφελές έργο, κοινωνικός λειτουργός, κράτος πρόνοιας, κοινωνική πρόνοια, κοινωνικός λειτουργός, κεφάλαιο, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικό δίκτυο, κοινωνική θέση, κοινωνικός λειτουργός, εταιρική κοινωνική ευθύνη, επίσημα υποδήματα, κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστρια, κοινωνική προκατάληψη, κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική αδικία, κοινωνική αναρρίχηση, κοινωνική εκδήλωση, κοινωνική διαβάθμιση, κοινωνική ζωή, κοινωνική τάξη, κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια, ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, μετά το σκι, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τομέας ζωής, Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, κοινωνική αποστασιοποίηση, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, υπεύθυνος τήρησης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, κοινωνική αποστασιοποίηση, κοινωνικές υπηρεσίες, καλό παντελόνι, με επίδομα ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση, κοινωνική δραστηριότητα, ελεοδότης, ελεοδότρια, κοινωνικές υπηρεσίες, τηρώ αποστάσεις από τους άλλους, ανοδικό βήμα, ίδρυμα, ένσημα, πολιτική αναταραχή, εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης social
κοινωνικόςadjetivo (relações amigáveis) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estas atividades sociais me chateiam. Πόσο βαριέμαι αυτές τις κοσμικές εκδηλώσεις! |
κοινωνικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A cidade sobre de numerosos problemas sociais como crime e drogas. Η πόλη μαστίζεται από πολλά κοινωνικά προβλήματα όπως από η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά. |
κοινωνικός, κοινωνιακόςadjetivo (κοινωνία: δομή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Συζητήσαμε τις κοινωνικές προκλήσεις που ανακύπτουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη. |
δημόσιος, αστικός, πολιτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συγκέντρωση, συνάντηση(festa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Há uma reunião social no salão da vila. Você quer ir? |
αντικοινωνικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριβίστας, κοινωνικός αναρριχησίας(alguém que aspira classes mais elevadas) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντικοινωνικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινωνική πρόνοια(do governo) Ele viveu com o auxílio do governo por anos. Για πολλά χρόνια ζούσε με τα λεφτά που έπαιρνε από την Πρόνοια (or: Κοινωνική Πρόνοια). |
σουαρέ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ο σύλλογος οργάνωσε ένα σουαρέ με επώνυμους της περιοχής. |
φιλόδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινωνικές απολαβές(κρατική οικονομική βοήθεια) Até mesmo trabalhadores às vezes precisam de bolsas para fazerem a conta fechar. Ακόμα και οι εργαζόμενοι χρειάζονται ορισμένες φορές επιδόματα για να τα βγάλουν πέρα. |
κοινωνικοπολιτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη κοινωνικόςlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην πρόνοιαlocução adjetiva (vivendo da assistência governamental) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνικός λειτουργόςsubstantivo masculino e feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νεόπλουτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλό πουκάμισο, επίσημο πουκάμισο, βραδινό πουκάμισο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας
A mídia de massas tem uma enorme influência política. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν τεράστια επιρροή στην πολιτική. |
συγκέντρωσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταξική διαστρωμάτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραπέζιsubstantivo masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Υακίνθη κάλεσε τον εφημέριο και τη γυναίκα του για να τους κάνει το τραπέζι. |
κοινωνικός ξεπεσμός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνική δραστηριότηταsubstantivo feminino (algo feito em companhia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας(programa de bem-estar social) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνική τάξηsubstantivo feminino (grupo econômico na sociedade) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότηταςsubstantivo masculino (alguém que ingere bebidas alcoólicas para ser sociável) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνική συμπεριφορά(contato ou relacionamentos com pessoas) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνική θέσηsubstantivo feminino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνική πίεσηsubstantivo feminino (expectativas das pessoas) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιαςsubstantivo feminino (sistema de pensões e benefícios) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωφελές έργοsubstantivo masculino (assistência à comunidade local) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωνικός λειτουργός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Assistentes sociais visitam famílias se tiverem suspeitas de que as crianças estão em risco. Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο. |
κράτος πρόνοιαςsubstantivo masculino (nação com programa de bem-estar social) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινωνική πρόνοια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινωνικός λειτουργόςsubstantivo masculino, substantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κεφάλαιο(valor total das ações que uma firma pode lançar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινωνικός λειτουργόςsubstantivo masculino e feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινωνικό δίκτυοsubstantivo feminino (contatos: amigos, família, colegas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινωνική θέσηsubstantivo masculino (posição na sociedade, classe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινωνικός λειτουργός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
εταιρική κοινωνική ευθύνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίσημα υποδήματα(λόγιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστριαsubstantivo masculino, substantivo feminino (ativista por justiça e bem-estar) |
κοινωνική προκατάληψη(discriminação devido à classe social) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνικό κεφάλαιοsubstantivo masculino (valor de contato com outras pessoas) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινωνική αδικίαsubstantivo feminino (discriminação devido à classe social) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνική αναρρίχησηsubstantivo feminino (avanço de status social) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνική εκδήλωσηsubstantivo masculino (reunião: festa ou função) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνική διαβάθμισηsubstantivo feminino (impacto de classe na saúde) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνική ζωήsubstantivo feminino (momento de lazer vivido com outras pessoas) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνική τάξη(estrutura ou hierarquia social) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστριαsubstantivo masculino (alguém que fuma cigarros somente em companhia de alguém) (σπάνιο) |
ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιοsubstantivo masculino (sociedade em geral) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιώνexpressão (Η.Π.Α.) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μετά το σκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσα κοινωνικής δικτύωσηςsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τομέας ζωήςsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισηςexpressão (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινωνική αποστασιοποίησηsubstantivo masculino |
που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος τήρησης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησηςsubstantivo masculino e feminino (covid) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοινωνική αποστασιοποίηση
|
κοινωνικές υπηρεσίεςsubstantivo masculino (assistência à comunidade) |
καλό παντελόνι
|
με επίδομα ανεργίαςlocução adverbial (de benefícios governamentais) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A vida não é fácil para as pessoas que vivem de assistência social. |
κοινωνική ασφάλισηsubstantivo feminino |
κοινωνική δραστηριότηταsubstantivo feminino (interação com outros) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεοδότης, ελεοδότρια(παλαιό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κοινωνικές υπηρεσίεςsubstantivo feminino |
τηρώ αποστάσεις από τους άλλους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανοδικό βήμα(melhora de status) (μεταφορικά) Αυτή η προαγωγή ήταν έλα πραγματικά σημαντικό βήμα για εσένα. |
ίδρυμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ela aprendeu inglês nas aulas noturnas da assistência social. |
ένσημα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sarah tinha raiva das pessoas que diziam que ela era uma parasita de benefícios. Ela vinha pagando seu seguro social há 20 anos antes de ficar desempregada. |
πολιτική αναταραχήsubstantivo feminino |
εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του social στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του social
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.