Τι σημαίνει το aparecer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aparecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aparecer στο πορτογαλικά.
Η λέξη aparecer στο πορτογαλικά σημαίνει εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, φαίνομαι, εμφανίζομαι, δημιουργούμαι, κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, ανακύπτω, εμφανίζομαι, ξεπετάγομαι, πετάγομαι, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, πηγαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω, προκύπτω, εμφανίζομαι, φαίνομαι, βρίσκομαι, εμφανίζομαι, περνάω από κπ, ξεπροβάλλω, γίνομαι κατανοητός, φυτρώνω, εμφανίζομαι, μπαίνω αθόρυβα, φαίνομαι, -, βγαίνω, εμφανίζομαι, φαίνομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω σε κτ, αναδύομαι, φτάνω, έρχομαι, πηγαίνω, δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, προκύπτω, συμβαίνω, περνάω, περνώ, πετάγομαι, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, εξανθώ, εμφανίζομαι, μπαίνω, πηγαίνω μαζί, φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι, εμφανίζομαι, περνάω, πετάγομαι, εξέχω, προεξέχω, προβάλλω, έρχομαι, αποπνέω, στον ορίζοντα, πλησιάζω αθόρυβα, ανοίγω, εμφανίζομαι σιγά-σιγά, κινούμαι αθόρυβα, εμφανίζω, βγάζω, στήνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aparecer
εμφανίζομαι(ter um papel) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele apareceu em diversos programas de televisão. Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές. |
εμφανίζομαι(ser publicado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A foto apareceu em vários jornais. Η εικόνα εμφανίστηκε σε πολλές εφημερίδες. |
εμφανίζομαι, φαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por fim, eles apareceram na extremidade da praia. Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας. |
εμφανίζομαι(ocorrer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A peste negra surgiu na Inglaterra em 1348. |
δημιουργούμαι(vir à existência) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As Nações Unidas surgiram como resultado do desejo por estabilidade global. |
κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα(aparecer, estar presente por pouco tempo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπροβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμφανίζομαι, ανακύπτω(informal: aparecer de repente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os problemas começaram a aparecer quando instalamos o novo software. Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα. |
εμφανίζομαιverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tínhamos marcado de nos encontrar às 5 em ponto para tomar chá, mas ela não apareceu. Υποτίθεται ότι θα βρισκόμασταν για τσάι στις πέντε, αλλά δεν εμφανίστηκε. |
ξεπετάγομαι, πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Várias lojas de segunda mão de repente começaram a aparecer na minha cidade. Πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα έχουν ξαφνικά αρχίσει να ξεπετάγονται στην πόλη μου. |
παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Poucas pessoas apareceram para votar no dia da eleição. Δεν πήγαν πολλοί να ψηφίσουν την ημέρα των εκλογών. |
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não esperava que ele aparecesse na minha festa, já que não foi convidado. Não se podia dizer quando ele ia aparecer, sempre estava atrasado. Δεν περίμενα να εμφανιστεί στο πάρτι μου αφού δεν τον είχα καλέσει. Κανείς δεν έλεγε πότε θα εμφανιστεί (or: παρουσιαστεί). Πάντα αργούσε. |
προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vão aparecer problemas se a multidão não for dispersa. Θα προκύψουν προβλήματα αν δεν διαλυθεί το πλήθος. |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De repente, dois ônibus apareceram ao mesmo tempo. Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή. |
φαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Às vezes um tumor não aparece num raio-X. Μερικές φορές ένας καρκινικός όγκος δεν είναι ορατός στις ακτινογραφίες. |
βρίσκομαι, εμφανίζομαι(ser encontrado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não se preocupe com seus óculos, eles vão aparecer. Eu sempre perco minhas chaves, mas elas geralmente aparecem na cozinha. Μην ανησυχείς για τα γυαλιά σου, θα βρεθούν. Χάνω συχνά τα κλειδιά μου αλλά συνήθως εμφανίζονται κάπου στην κουζίνα. |
περνάω από κπ(καθομιλουμένη) |
ξεπροβάλλωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το εσώρουχό μου ξεπροβάλει από μια τρύπα στο παντελόνι μου. |
γίνομαι κατανοητός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A messagem do presidente apareceu muito claramente no discurso. Το μήνυμα του Προέδρου στην ομιλία του έγινε κατανοητό. |
φυτρώνω, εμφανίζομαιverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω αθόρυβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Περίμενε μέχρι να μην κοιτάει κανείς, μετά μπήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. Οι διαρρήκτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσουν τους ιδιοκτήτες. |
φαίνομαι(ser visível) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A mancha apareceu na saia dela. Ο λεκές φαινόταν στο πουκάμισό της. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) O ônibus apareceu quando estava começando a chover. Το λεωφορείο έφτασε ακριβώς μόλις ξεκίνησε να βρέχει. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fantasmas aparecem à noite. |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se você apertar esse botão, uma imagem deve aparecer na tela. Αν πιέσεις αυτό το πλήκτρο πρέπει να εμφανιστεί η εικόνα στην οθόνη σου. |
φαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμφανίζομαι ξαφνικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγαίνω σε κτverbo transitivo (καθομιλουμένη) O desastre apareceu no noticiário da noite. Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. |
αναδύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι, πηγαίνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O John apareceu na festa ontem à noite? |
δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não antecipamos que surja algum problema. Δεν περιμένουμε να δημιουργηθούν προβλήματα. |
προκύπτω, συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A ideia de Dave de começar seu próprio negócio surgiu após ele perder o emprego. Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
περνάω, περνώ(informal) (μεταφορικά: για επίσκεψη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu estava aqui no bairro, por isso pensei em passar para fazer uma visita. Um amigo da família passou para nos ver. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο. |
πετάγομαι(figurado, aparecer repentinamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As pessoas brotaram para protestar contra o aumento do preço do pão. Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού. |
κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς(mover-se quietamente até alguém ou algo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξανθώ(erupção cutânea) (εξάνθημα, επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμφανίζομαι, μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu tinha 30 quando Jason surgiu e mudou minha vida para sempre. Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα. |
πηγαίνω μαζί
Jack e eu vamos ao cinema essa tarde. Você pode acompanhar se quiser. Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμφανίζομαι(ξαφνικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Só dei uma passadinha para te dizer sobre a festa no Sábado. Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου. |
πετάγομαι(informal) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pensei em dar uma passadinha para dizer oi! Quando estiver no bairro, fique à vontade para dar uma passadinha. Απλά σκέφτηκα να πεταχτώ και να σας χαιρετήσω! Όποτε βρεθείς στη γειτονιά, είσαι ευπρόσδεκτος να περάσεις. |
εξέχω, προεξέχω, προβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vovó e Vovô visitaram hoje e tomamos chá. Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι. |
αποπνέω(figurado) (επίσημο, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Γκάρι αποπνέει αυτοπεποίθηση και γοητεία. |
στον ορίζοντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As eminentes montanhas estavam cobertas por nuvens espessas. Τα βουνά στον ορίζοντα ήταν καλυμμένα από πυκνά σύννεφα. |
πλησιάζω αθόρυβα(chegar furtivamente) |
ανοίγω(computação) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Clique aqui e a lista de opções aparecerá abaixo. Πάτησε εδώ και θα ανοίξει μια λίστα επιλογών. |
εμφανίζομαι σιγά-σιγά(filme, TV) |
κινούμαι αθόρυβα(chegar furtivamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu cheguei de fininho atrás dele enquanto ele estava lendo. |
εμφανίζω, βγάζωlocução verbal (truque mágico) (κυρίως για ταχυδακτυλουργίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O público bocejou enquanto o mágico fez aparecer outro coelho no chapéu. Το κοινό έμεινε με το στόμα ανοιχτό, την ώρα που ο μάγος έβγαλε ακόμη έναν λαγό από το καπέλο. |
στήνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Íamos nos encontrar em frente ao restaurante, mas ele me deixou esperando. Υποτίθεται ότι θα συναντιόμασταν έξω από το εστιατόριο, αλλά με έστησε. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aparecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του aparecer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.