Τι σημαίνει το shading στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shading στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shading στο Αγγλικά.

Η λέξη shading στο Αγγλικά σημαίνει σκίαση, υποψία, σκιά, σκιά, σκίαστρο, απόχρωση, καπέλο, σκιάζω, προστατεύω κτ από κτ, σκιάζω, χρωματίζω, λίγο, λιγάκι, φάσμα, φάντασμα, μια σταλιά κτ, μια υποψία από κτ, γυαλιά ηλίου, κλιμακωτή σκίαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shading

σκίαση

noun (art: tonal marks) (ζωγραφική, τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The artist's use of shading really makes the figures look three-dimensional.
Η χρήση της σκίασης από την καλλιτέχνιδα πραγματικά κάνει τις μορφές να φαίνονται τρισδιάστατες.

υποψία

noun (figurative (nuance, slight diffference) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's just a shading of difference in the two house designs.
Υπάρχει μια ελάχιστη διαφορά στο σχέδιο των δύο σπιτιών.

σκιά

noun (uncountable (area not in sunlight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Emma didn't want to get sunburn, so she sat in the shade.
Η Έμα δεν ήθελε να καεί, γι' αυτό έκατσε στη σκιά.

σκιά

noun (uncountable (with no article: darkness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Half of the playing field was in bright sunlight, the other half was in shade.
Το λαμπερό φως του ηλίου κάλυπτε τον μισό αγωνιστικό χώρο, ενώ το άλλο μισό γήπεδο ήταν στη σκιά.

σκίαστρο

noun (US (parasol, awning to block sun)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ned adjusted the shade to keep the sun off his laptop screen.
Ο Τεντ προσάρμοσε την τέντα για να μην πέφτει ο ήλιος στην οθόνη του λάπτοπ του.

απόχρωση

noun (color: tone, tint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I really like this shade of blue.
Πραγματικά μου αρέσει αυτή η απόχρωση του μπλε.

καπέλο

noun (lampshade: cover for a light) (φωτιστικού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tina bought a pretty table lamp with a floral shade.

σκιάζω

transitive verb (protect from sun)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The trees shaded the garden.
Τα δέντρα έριχναν τη σκιά τους στον κήπο.

προστατεύω κτ από κτ

(protect from sun)

The parasol shaded the patio from the sun.
Η ομπρέλα προστάτευε το αίθριο από τον ήλιο.

σκιάζω

transitive verb (art: apply tonal values to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie shaded her drawing of a horse.
Η Μέλανι έκανε σκιάσεις στο σχέδιό της που απεικόνιζε ένα άλογο.

χρωματίζω

transitive verb (colour, tint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben shaded his picture in tones of red and green.
Ο Μπεν χρωμάτισε τη ζωγραφιά του με κόκκινους και πράσινους τόνους.

λίγο, λιγάκι

adverb (figurative (somewhat, a little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My brother's a shade taller than me. Julia moved her wheelchair a shade closer to the table.

φάσμα

noun (figurative (variety)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every shade of left-wing politics is represented in the party.

φάντασμα

noun (literary (ghost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hamlet sees his father's shade stalking the castle's battlements.

μια σταλιά κτ, μια υποψία από κτ

noun (hint, small amount of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's a shade of oregano in this sauce.

γυαλιά ηλίου

plural noun (informal (sunglasses)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Maggie put on her shades and stepped out into the sunlight.

κλιμακωτή σκίαση

noun (use of successive tonal values)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Graduated shading is invariably based on interpolation between two or more color values.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shading στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shading

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.