Τι σημαίνει το robo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης robo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του robo στο ισπανικά.

Η λέξη robo στο ισπανικά σημαίνει κλέβω, ληστεύω, κλέβω από κατάστημα, κλέβω από μαγαζί, φεύγω παίρνοντας μαζί μου, κλέβω, ληστεύω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, σουφρώνω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, αδικώ, αρπάζω, κλέβω, αποσπώ κτ από κτ, σουφρώνω, βουτάω, ληστεύω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, φεύγω με, ληστεύω, αντιγράφω, λεηλατώ, κλέβω, βουτάω, σουφρώνω, φεύγω παίρνοντας μαζί μου, τραβάω, τραβώ, κλέβω, σουφρώνω, κλέβω, σουφρώνω, σουφρώνω κτ από κπ, βουτάω κτ απο κπ, κλέβω από, αρπάζω, διαρρηγνύω, διαπράττω ένοπλη ληστεία, κλέβω, διάρρηξη, ληστεία, λήψη, κλοπή, μικροκλοπή, διάρρηξη, κλοπή, ληστεία, κλοπή, κλοπή, κλοπή, ληστεία, ληστεία, κλοπή από κατάστημα, ένοπλη ληστεία, μικροκλοπή, εκβιασμός, σκέτη κλεψιά, απάτη, ληστεία, απάτη, ροπή προς τις κλοπές, αδειάζω τις τσέπες κάποιου, κλέβω φρούτα, διαρρηγνύω, ληστεύω, κλέβω, κτ κλάπηκε από κπ/κτ, κλέβω, κλέβω ζώα, ληστεύω, παίρνω lead, φεσώνω κπ με κτ, φεσώνω κτ σε κπ, κλέβω, σουφρώνω κτ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης robo

κλέβω, ληστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barry prometió no volver a robar, pero robó un caramelo de todas formas.

κλέβω από κατάστημα, κλέβω από μαγαζί

(de una tienda)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φεύγω παίρνοντας μαζί μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sirvienta se robó la platería.
Η οικονόμος το έσκασε με τα ασημικά.

κλέβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Los ladrones robaron mi auto!
Οι κλέφτες έκλεψαν το αυτοκίνητό μου!

ληστεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía está buscando a dos sospechosos que robaron una tienda el sábado.
Η αστυνομία αναζητά δύο υπόπτους που λήστεψαν ένα γωνιακό μαγαζί το Σάββατο.

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de que lo pescaran, le ha robado a su empleador cada vez que pudo.
Πριν τον πιάσουν, έκλεβε από τον εργοδότη του με κάθε ευκαιρία.

κλέβω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo atraparon robando en la tienda.
Τον έπιασαν να κλέβει από το μαγαζί.

κλέβω

verbo transitivo (fruta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σουφρώνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien robó mi manual de química.
Κάποιος μου σούφρωσε το βιβλίο της Χημείας.

κλέβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él no tenía dinero para pagar por el dulce, así que lo robó.
Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε.

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbo transitivo (béisbol) (μπέιζμπολ: μια βάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El corredor robó segunda base antes de que el receptor pudiera reaccionar.

αδικώ

(deporte, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡El árbitro se equivocó! ¡Nos robaron el partido!

αρπάζω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ladrones robaron los diamantes del expositor de la joyería.

αποσπώ κτ από κτ

verbo transitivo

El contador robó la cuenta bancaria de la compañía.

σουφρώνω, βουτάω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre de Rick dijo que no podía comerse ninguna galleta, pero, aun así, cogió una del barril.

ληστεύω

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbo transitivo (fruta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbo transitivo (ganado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(μικρά ποσά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pillaron a la secretaria hurtando lápices y plumas.

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω με

El ladrón se robó más de mil dólares.

ληστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien asaltó a Sarah cuando regresaba del trabajo.
Κάποιος λήστεψε τη Σάρα καθώς γυρνούσε από τη δουλειά.

αντιγράφω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carol acusó a Mateo de afanar su trabajo.
Η Κάρολ κατηγόρησε τον Μάθιου ότι αντέγραψε την εργασία της.

λεηλατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ejercito saqueó la ciudad.
Ο στρατός λεηλάτησε την πόλη.

κλέβω

(carga) (από όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerardo interceptó un cargamento de oro del tren que lo transportaba.
Ο Τζέραλντ έκλεψε ένα φορτίο χρυσού από το τρένο που το μετέφερε.

βουτάω, σουφρώνω

(coloquial) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian afanó un trozo de pizza cuando nadie miraba.
Ο Μπράιαν βούτηξε ένα κομμάτι πίτσα όταν δεν έβλεπε κανείς.

φεύγω παίρνοντας μαζί μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El hombre enmascarado se llevó la plata.
Ο μασκοφόρος έφυγε παίρνοντας μαζί του τα ασημικά.

τραβάω, τραβώ

(χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sacó una carta de la parte superior de la baraja.

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estafador me hurtó quinientas libras.

σουφρώνω

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred afanó un paquete de cigarrillos de la tienda.

κλέβω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ladrones afanaron joyas antes de que llegue la policía.

σουφρώνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σουφρώνω κτ από κπ, βουτάω κτ απο κπ

(καθομιλουμένη)

El ladrón le sacó la billetera a Ned.

κλέβω από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El chavalín robó unos caramelos de la tienda del barrio.
Το μικρό αγόρι έκλεψε καραμέλες από το γωνιακό μαγαζί.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gaviota bajó en picado y le arrebató el bocadillo a Lisa de la mano.
Ο γλάρος έκανε βουτιά προς τα κάτω και άρπαξε το σάντουϊτς από το χέρι της Λίζας.

διαρρηγνύω

(casa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπράττω ένοπλη ληστεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una pandilla asaltó el banco la semana pasada.
Μια συμμορία διέπραξε ένοπλη ληστεία σε εκείνη εκεί την τράπεζα την προηγούμενη εβδομάδα.

κλέβω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo local ganó por poco en los últimos minutos del partido.

διάρρηξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía arrestó al hombre por robo.
Η αστυνομία συνέλαβε τον άνδρα για διάρρηξη.

ληστεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo un robo en el correo la semana pasada.
Έγινε μια ληστεία στο ταχυδρομείο την προηγούμενη εβδομάδα.

λήψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El robo del bolso le llevó al ladrón tan solo unos segundos.
Η αρπαγή της τσάντας από τον κλέφτη πήρε μόνο μερικά δευτερόλεπτα.

κλοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si Sam quiere ser policía en un futuro, debería dejarse de robos.

μικροκλοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάρρηξη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ληστεία, κλοπή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Veinte libras por eso? ¡Es un robo!
Είκοσι λίρες γι' αυτό; Αυτό είναι σκέτη κλεψιά!

κλοπή

(figurado) (ιδέας, σχεδίου: μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El robo que hizo Bill de mi plan de negocios es imperdonable.

κλοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon denunció el robo de su cartera a la policía.
Ο Σάιμον δήλωσε την κλοπή του πορτοφολιού του στην αστυνομία.

ληστεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ληστεία

(a mano armada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los ladrones de joyas realizaron un atraco impresionante.
Οι κλέφτες των κοσμημάτων έφεραν σε πέρας μια εντυπωσιακή ληστεία.

κλοπή από κατάστημα

(en tienda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sam estaba indignado cuando el dueño de la tienda lo acusó de hurto.

ένοπλη ληστεία

(καθομιλουμένη)

Aparentemente hubo un atraco en el banco la semana pasada.

μικροκλοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκβιασμός

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aumentando el precio del agua injustamente es extorsión.

σκέτη κλεψιά

(figurado) (μεταφορικά)

¡Ese precio por zanahorias es una estafa!

απάτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cincuenta libras por esa porquería? ¡Qué estafa!
Πενήντα λίρες για αυτή την παλιοσαβούρα; Τι κλεψιά!

ληστεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los ladrones estaban preparando un atraco para conseguir joyas.

απάτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροπή προς τις κλοπές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδειάζω τις τσέπες κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο κλέφτης άδειασε τις τσέπες των επιβατών.

κλέβω φρούτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El anciano les gritó a los niños que estaban robando frutas de su huerto.

διαρρηγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía atrapó al hombre que entró a robar en mi casa.

ληστεύω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κτ κλάπηκε από κπ/κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Según la policía, robaron más de 5.000 dólares del almacén. // Los ladrones les robaron las billeteras a los turistas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι πορτοφολάδες έκλεψαν τα πορτοφόλια των τουριστών.

κλέβω

(ζώο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω ζώα

ληστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω lead

locución verbal (béisbol)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los corredores generalmente intentan robar bases cuando tienen dos outs.
Οι δρομείς παίρνουν lead με δύο άουτ.

φεσώνω κπ με κτ, φεσώνω κτ σε κπ

(figurado) (καθομιλουμένη)

Tamsin le clavó a Paul diez dólares.

κλέβω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σουφρώνω κτ από κπ/κτ

(coloquial)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του robo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.