Τι σημαίνει το quedarse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quedarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quedarse στο ισπανικά.
Η λέξη quedarse στο ισπανικά σημαίνει απομένω, μένω, ταιριάζω, συναντιέμαι, βρίσκομαι, μου κάνει, μου χωράει, ταιριάζω, είμαι διατυπωμένος, βρίσκομαι, συνεχίζω να υπάρχω, πηγαίνω, συναντιέμαι, μένω, μένω με κτ, συναντάω, συναντώ, μένω, απομένω, καταλήγω, μειώνομαι, έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία, -, -, εφαρμόζω, ερωτευμένος με κπ/κτ, σχετικά κοντινός σε, σε έλλειψη, σε σύγκρουση, αποτυγχάνω, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, γίνομαι ρόμπα, εκτίθεμαι σε κάτι, πέφτω σε αχρηστία, βαράω διάλυση, μένω κενός, παραμένος κενός, πέφτω στη δυσμένεια κπ, ξεμένω από κτ, ταιριάζω, εκκρεμώ, ξεκουρδίζομαι, μένω έγκυος, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, απελευθερώνομαι, γίνομαι μούσκεμα, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, αδυνατίζω, μένω πίσω, αποτυγχάνω, δε χωράω, δε χωρώ, κολλάω, βουλιάζω, γκαστρώνω, μένω πίσω, τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένος, δεν εκπληρώνομαι, διπλώνω, εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω, μένω πίσω, κανονίζω να κάνω κτ, βουλιάζω, βυθίζομαι, γλείφω, φαρδαίνω, γλιτώνω, την σκαπουλάρω, αναλαμβάνω, ξεμένω από κτ, Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία., πίσω από, ξεφτιλίζομαι, ρεζιλεύομαι, ταιριάζω, σακουλιάζω, πιάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quedarse
απομένω, μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quedan tres porciones de pizza. Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα. |
ταιριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sí, ese vestido te queda bien. Ναι, αυτό το φόρεμα σου πηγαίνει πολύ. |
συναντιέμαι, βρίσκομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quedemos en el puente a las siete, ¿te parece? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μακάρι να μπορούσα να βλέπω τους φίλους μου συχνότερα, αλλά είναι δύσκολο να βρούμε μια ώρα για να συναντηθούμε (or: βρεθούμε) όλοι μαζί. |
μου κάνει, μου χωράει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mis zapatos ya no me quedan. Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια. |
ταιριάζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese traje te queda bien. |
είμαι διατυπωμένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El acuerdo ha quedado de la siguiente manera. |
βρίσκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estamos en la esquina de las calles Elm y Main. Βρισκόμαστε στην γωνία της Ελμ και της Μέιν. |
συνεχίζω να υπάρχω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La boda salió muy bien, gracias. Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ. |
συναντιέμαι(citarse en algún lugar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Dónde te gustaría que nos encontrásemos? Που θέλεις να βρεθούμε; |
μένω(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando era niño, los hermanos de Barry le pusieron "Bud" de apodo y desde entonces se le pegó. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα αδέρφια του του έβγαλαν το ψευδώνυμο Bud όταν ήταν μικρός και του κόλλησε. |
μένω με κτ(εγώ ο ίδιος) El abrigo costó treinta y cinco dólares y los zapatos veinte, por tanto solo nos sobran cinco dólares. Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μας απέμειναν μόνο πέντε δολάρια. |
συναντάω, συναντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se van a encontrar en el cine con sus amigos. Θα συναντήσει τις φίλες της στον κινηματογράφο. |
μένω, απομένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sólo hay tres pastelitos de sobra. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχουν μόνο τρία κεκάκια ακόμα. |
καταλήγω(posición) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo llegaste a ser un biólogo marino? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
μειώνομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ningún equipo ganó el partido. Empataron. Καμία ομάδα δε νίκησε. Ήρθαν (or: έφεραν) ισοπαλία. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Estamos sin azúcar, me temo que no puedo darte nada. Φοβάμαι ότι δεν μπορείς να δανειστείς ζάχαρη, έχουμε ξεμείνει. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha estado en la cárcel un año pero sale la semana que viene. Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα. |
εφαρμόζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ese vestido te sienta muy bien. Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία. |
ερωτευμένος με κπ/κτlocución verbal Quedó encantado con ella al terminar la cena. |
σχετικά κοντινός σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El parque no está lejos de aquí, sigue en esta calle y luego da vuelta a la izquierda. Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά. |
σε έλλειψηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε σύγκρουση(figurado) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los planes de boda de la pareja se echaron a perder cuando la locación les canceló. |
αποτυγχάνωexpresión (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sintió que todos sus esfuerzos habían quedado en la nada. Ένιωθε πως όλες οι προσπάθειές του ναυάγησαν. |
μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi hermana se fue de compras con su amiga y yo quedé atrapada cuidando a sus dos niños. Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της. |
γίνομαι ρόμπα(αργκό, μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Jim hizo el ridículo cuando llegó al trabajo con medias de diferente color. |
εκτίθεμαι σε κάτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Llamé al doctor tan pronto como me enteré que había entrado en contacto con alguien que había tenido la gripe porcina. Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή. |
πέφτω σε αχρηστία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los reproductores de cintas de 8 pistas cayeron en desuso cuando aparecieron los grabadores de cassettes. |
βαράω διάλυσηexpresión (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De no ser por las ayudas, muchos bancos se hubieran quedado patas para arriba. |
μένω κενός, παραμένος κενόςlocución verbal (θέση εργασίας) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πέφτω στη δυσμένεια κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Agnes quedó mal con su jefe cuando se negó a hacer horas extras. |
ξεμένω από κτ(καθομιλουμένη) Espero que encontremos una gasolinera pronto porque a este auto le queda poca gasolina. |
ταιριάζωlocución verbal (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκκρεμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκουρδίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω έγκυοςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aunque ya tenía dos niños, quería quedar embarazada nuevamente. |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
απελευθερώνομαι(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quedó libre de verdad cuando se fue de su casa. |
γίνομαι μούσκεμαexpresión (coloquial) No pensé que llovía tanto, pero quedé hecho una sopa con sólo ir de la casa al auto. Νόμιζα ότι δε βρέχει δυνατά αλλά έγινα μούσκεμα απλά πηγαίνοντας από το σπίτι στο αμάξι μου. Μας έπιασε βροχή και γίναμε μούσκεμα. |
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía debe mucho dinero y probablemente pronto quede en bancarrota. |
αδυνατίζω(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω πίσωlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si no estudio dos horas cada noche, corro el riesgo de retrasarme con mi tarea. Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου. |
αποτυγχάνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Creí que el trato iba a ser rentable para mi negocio, pero a último minuto quedó en la nada. Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή. |
δε χωράω, δε χωρώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A mi hijo, la ropa de bebé le quedó pequeña a los pocos meses. |
κολλάω, βουλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Otra vez el coche quedó atrapado en el barro. |
γκαστρώνωlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un montón de adolescentes que quedan embarazadas escogen dar sus bebés en adopción. |
μένω πίσωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quedé atrás cuando empezó la Revolución Digital. |
τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένοςlocución verbal (figurado, coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando el negocio se fue a la bancarrota, veinte años de duro trabajo quedaron en la nada. |
δεν εκπληρώνομαιlocución verbal (ambición) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διπλώνω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quedé exhausta luego de caminar unos pocos metros. |
μένω πίσω
El corredor empezó a retrasarse cuando se dobló el tobillo a dos millas de haber comenzado la carrera. |
κανονίζω να κάνω κτ(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No te he visto en mucho tiempo. Deberíamos arreglar para hacer algo. Δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει να κανονίσουμε να κάνουμε κάτι. |
βουλιάζω, βυθίζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las tropas quedaron atrapadas en el barro. |
γλείφω(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está intentando conseguir un ascenso y está haciéndose amigo del jefe. |
φαρδαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los pantalones de Dan le quedaron flojos cuando perdió peso. Το παντελόνι του μπαμπά του φάρδυνε επειδή έχασε βάρος. |
γλιτώνω, την σκαπουλάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom quedó a cargo como gerente después de que despidieron a Jim. Ο Τομ ανέλαβε διευθυντής μετά την απόλυση του Τζιμ. |
ξεμένω από κτ
Tenemos poca tinta de impresora. Ξεμείναμε από μελάνι για τον εκτυπωτή. |
Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.(αριθμός που έχει απομείνει) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Nos queda sólo un café, ¿podrías comprar más cuando salgas? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχω μόνο δύο καλαμάκια, μπορείς ν' αγοράσεις ένα πακέτο; |
πίσω απόexpresión (μεταφορικά) Esos tiempos difíciles ya han quedado atrás. |
ξεφτιλίζομαι, ρεζιλεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El abrigo te queda muy bien. Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου. |
σακουλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta camisa me queda holgada a la altura de la cintura. |
πιάνω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mosca quedó atrapada en la telaraña. Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quedarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του quedarse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.