Τι σημαίνει το puesto στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης puesto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του puesto στο ισπανικά.
Η λέξη puesto στο ισπανικά σημαίνει τοποθετώ, ακουμπάω, αφήνω, ακουμπώ, βάζω, θέτω, γεννάω, βάζω, παίρνω, τοποθετώ, βάζω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, γεννάω, ρυθμίζω, στρώνω, τακτοποιώ, στήνω, στήνω, ορίζω, εκφράζω, διατυπώνω, -, βάζω, βάζω, αναθέτω, στήνω, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, σημειώνω, γράφω, τσοντάρω, δίνω, στήνω, βάζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, στερεώνω, απλώνω κτ πάνω σε κτ, τσοντάρω, τσοντάρω, βάζω, τσοντάρω, παίζω, βάζω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, περνάω σε κλωστή, αντιστοιχίζω, παρκάρω, κρεμάω, κρεμώ, αφήνω, υποβάλλω, τοποθετώ, παρέχω, πάγκος, καλοντυμένος, που έχει μείνει αναμμένος, πάγκος, σειρά, κατάταξη, πάγκος, φτιαγμένος, κατηγορίας, κλάσης, θέση, αξίωμα, θέση, πόστο, φυλάκιο, στρατόπεδο, ανοιχτή θέση, κενή θέση, μαστουρωμένος, -, λάβετε θέσεις, θέση, θέση, θέση, θέση, θέση, μαγαζί, κατάστημα, θέση, προσαρτημένος, καρότσι, κάρο, γραφείο, κάνω ευθανασία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βάζω κπ/κπ να κάνει κτ, βάζω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, βάζω, επανασυσκευάζω, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, εκθέτω, παρουσιάζω, απελευθερώνω, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, τσαντίζω, παίρνω πόδι, βλέπω, την κάνω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, το σκάω, εξαπατώ, προβάλλω αντίρρηση, γυρίζω σε ύπτια θέση, πατάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης puesto
τοποθετώ, ακουμπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él puso su vaso en el borde de la mesa. Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού. |
αφήνω, ακουμπώ(objeto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patsy puso los bolígrafos sobre la mesa. Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια. |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él puso todos sus asuntos en orden antes de irse a Australia. Έβαλε σε τάξη όλες τις υποθέσεις του πριν φύγει για την Αυστραλία. |
θέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando se lo diga a ella, lo pondré de una manera que no la afecte. Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω. |
γεννάωverbo transitivo (huevos) (αβγό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una gallina puede poner unos cuantos huevos a la semana, creo. Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω. |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes poner un CD? Me gustaría escuchar algo de música. Βάζεις κανένα CD; Θα μου άρεσε ν' ακούσω λίγη μουσική. |
παίρνω(ύφος, έκφραση) Mi perro siempre pone una cara triste cuando quiere comida. Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό. |
τοποθετώ, βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso el vaso en el borde de la mesa. Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού. |
υποκρίνομαι, προσποιούμαι(coloquial: voz, cara) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso una voz aguda para molestar a su hermana. |
γεννάωverbo transitivo (γεννάω αβγά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gallina ya no pone huevos. Αυτή η κότα δε γεννάει πια. |
ρυθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acabo de cambiar las pilas del reloj, así que tengo que volver a ponerlo en hora. |
στρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Niños, poned la mesa para la cena. Hacen falta platos y tazones. |
τακτοποιώ, στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso las piezas de ajedrez en su sitio. |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso una ratonera para el ratón en su apartamento. |
ορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pongamos la fecha de la boda para junio. |
εκφράζω, διατυπώνωverbo transitivo (decir, expresar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podrías ponerme eso en inglés común y corriente? No entiendo tus palabras técnicas. Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Deberías poner tus destrezas de idiomas en uso traduciendo o interpretando. Θα πρέπει να εφαρμόσεις τις γλωσσικές δεξιότητές σου όταν μεταφράζεις ή κάνεις διερμηνεία. |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a ponerle fin a esta discusión. Ας δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη διαφωνία. |
βάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los activistas están poniendo micros para llevar a los manifestantes a Londres. Οι ακτιβιστές βάζουν πούλμαν, για να μεταφέρουν τους διαδηλωτές στο Λονδίνο. |
αναθέτω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor les puso a sus alumnos varias tareas. |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños pusieron las fichas de dominó en posición vertical. |
τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Normalmente extiende los planos sobre la mesa. Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι. |
σημειώνω, γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anotaré la información en mi cuaderno. Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου. |
τσοντάρω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los padres de Charlotte aportaron 1.000 libras para sus gastos de viaje. Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της. |
δίνω(παράδειγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías dar un buen ejemplo a tu hermano menor. |
στήνω, βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vinieron los contratistas a colocar los cimientos del edificio. Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου. |
στοιχηματίζω, ποντάρω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apostó cincuenta dólares a ese caballo. Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο. |
ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No puedo creer que pusimos 200 pesos para ver este espectáculo malísimo. |
στερεώνω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Déjame poner este afiche en la pared. Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο. |
απλώνω κτ πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jack puso protector solar en sus brazos. |
τσοντάρω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si cada uno pone $5, tendremos suficiente dinero. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν βάλουμε όλοι από 5 δολάρια, θα μαζευτούν αρκετά χρήματα. |
τσοντάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos pidiendo a todos que pongan $5 para el regalo del jefe. Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού. |
βάζω(ταχύτητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miguel puso primera y se fue. |
τσοντάρω(en un fondo común) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cada uno puso 100 euros y le compraron a su madre un viaje a Grecia. Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα. |
παίζω, βάζω(αναμετάδοση, αναπαραγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a poner el nuevo CD en el equipo. Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό. |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si todos ponemos 15 libras cubrimos el costo de la factura. Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό. |
περνάω σε κλωστήverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los niños pusieron cuentas de colores en una cuerda para decorar la clase. Τα παιδιά περνούσαν πολύχρωμες χάντρες σε κλωστές για να στολίσουν την τάξη. |
αντιστοιχίζω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Teodoro puso números a los puntos en la lista según el orden de importancia. Ο Θίοντορ αντιστοίχισε τους αριθμούς με τα πράγματα στη λίστα με βάση τη σειρά προτεραιότητας. |
παρκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso el trasero en el sofá y se quedó dormido. |
κρεμάω, κρεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En Navidad, siempre ponemos (or: colocamos) luces alrededor de la casa. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποβάλλω(demanda) (μήνυση, αγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella puso una demanda contra su patrón. |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El camarero puso una rodaja de limón en el borde del vaso. |
παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo proveeré la tienda de campaña si tú provees la comida. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα μία φορά την εβδομάδα. |
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los chicos abrieron un puesto de limonada. ⓘEsta oración no es una traducción de la original.Ο πωλητής έστησε τον πάγκο με τα πράγματα του. |
καλοντυμένοςadjetivo (coloquial) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) ¿A dónde vas tan puesta? |
που έχει μείνει αναμμένοςparticipio pasado (επιλογή με βάση το είδος της συσκευής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las luces del coche quedaron puestas y se descargó la batería. |
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hay un puesto en el mercado que vende queso francés. Στην αγορά έχει έναν πάγκο που πουλάει γαλλικό τυρί. |
σειρά, κατάταξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El puesto de John en el maratón estaba entre la segunda mitad de los corredores. |
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Julie tiene un puesto donde vende fruta y verduras. Η Τζούλι έχει ένα πάγκο στη λαϊκή αγορά, όπου πουλάει φρούτα και λαχανικά. |
φτιαγμένος(coloquial) (αργκό, μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κατηγορίας, κλάσης(προηγείται επίθετο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέσηnombre masculino (εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El cargo directivo era el puesto que todos ellos deseaban. Η θέση εργασίας στην επιτροπή ήταν μια θέση που ήθελαν όλοι. |
αξίωμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El candidato a gobernador nunca se ha postulado para un puesto superior. Ο υποψήφιος κυβερνήτης δεν είχε θέσει ποτέ πριν υποψηφιότητα για υψηλό αξίωμα. |
θέση(εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Contrataron a Lee para un puesto en el gobierno. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το πόστο του είναι στην αποθήκη και σηκώνει βάρη όλη μέρα. |
πόστοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Él fue enviado a un puesto en el extranjero. |
φυλάκιοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los soldados fueron enviados a un puesto de vigilancia cerca de la frontera. Οι στρατιώτες στάλθηκαν σε ένα φυλάκιο παρακολούθησης κοντά στην πρώτη γραμμή. |
στρατόπεδο(militar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El sargento es respetado en su puesto. Ο λοχίας χαίρει εκτίμησης σε αυτό το στρατόπεδο. |
ανοιχτή θέση, κενή θέση
Tenemos un puesto para un auxiliar de oficina. |
μαστουρωμένος(καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ben estaba puesto de metanfetaminas cuando robó la tienda. |
-participio pasado (verbo: poner) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Fred ya tiene el abrigo puesto. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ρίξε κάτι πάνω σου. |
λάβετε θέσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A sus puestos; listos; ¡ya! Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε! |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todos los niños estaban en sus puestos. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Busco un puesto en el negocio editorial. |
θέσηnombre masculino (trabajo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Steve espera tener un puesto en ventas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι μεγάλη εταιρεία, όλο και κάποια θέση θα υπάρχει για σένα. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El año pasado, Janine ayudó a construir pozos en su puesto en África. |
θέση(κενή, ανοιχτή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He estado revisando nuestra plantilla y creo que tenemos un puesto para ti. |
μαγαζί, κατάστημαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Han abierto un nuevo puesto de zumos cerca del campus. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσαρτημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El precio del sello fijado no era suficiente y el destinatario tuvo que pagar la diferencia. |
καρότσι, κάρο(venta ambulante) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Joe empujó el carretón fatigosamente colina arriba hasta el mercado. |
γραφείο(para trabajar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω ευθανασία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El veterinario tuvo que sacrificar a nuestro conejillo de indias porque estaba muy enfermo. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Musicalizaron el poema. |
βάζω κπ/κπ να κάνει κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El jefe puso a sus empleados a trabajar en el proyecto. Το αφεντικό έβαλε τους υπαλλήλους του να αρχίσουν να δουλεύουν το προτζεκτ. |
βάζωlocución verbal (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor pon la correspondencia en la ranura del buzón. |
αναγκάζω κπ να κάνει κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El cuerpo de tanques puso a la infantería enemiga a correr. |
βάζω(designar a alguien para que haga algo) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a poner a John a trabajar en esta tarea. |
επανασυσκευάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No me gustó la cámara, así es que la voy a reempacar para devolverla. |
θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En cuanto nos des la luz verde, iniciamos el proyecto. |
εκθέτω, παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esa camisa ajustada exhibe sus músculos de una manera muy atractiva. |
απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Recuerdas en qué año liberaron a Nelson Mandela? |
κρατάω απόσταση από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσαντίζω(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω πόδι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
την κάνω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, το σκάω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los niños se largaron cuando su madre empezó a gritar. |
εξαπατώ(AmL) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβάλλω αντίρρηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυρίζω σε ύπτια θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para detener el auto, debes poner el pie en el pedal de freno y apretar. Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του puesto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του puesto
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.