Τι σημαίνει το origine στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης origine στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του origine στο Γαλλικά.
Η λέξη origine στο Γαλλικά σημαίνει προέλευση, προέλευση, καταγωγή, προέλευση, η αρχή των αξόνων, προέλευση, καταγωγή, αρχή, καταγωγή, καταγωγή, λόγος, καταγωγή, προέλευση, ρίζα, πηγή, αρχή, έναρξη, προέλευση, προέλευση, αρχή, αρχικό σημείο, ρίζα, πηγή, σκοτσέζικος, τροφιμογενής, εθνικότητα, Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς, Μεξικανός λαθρομετανάστης, Μεξικανή λαθρομετανάστρια, συχνή αιτία, κοινή αιτία, γενέτειρα,πατρίδα, ευγενής καταγωγή, αρχική κατάσταση, κόστος αγοράς, χώρα καταγωγής, ίδρυμα που εκδίδει τον τίτλο σπουδών, γενέτειρα, υδατογενής νόσος, Ελληνοκύπριος, Ελληνοκύπρια, Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή, εντοπίζω από που προέρχεται, ευθύνομαι για κάτι, προέρχομαι, κρύβομαι πίσω από κτ, ελληνοκυπριακός, των Αμερικανών δεύτερης γενιάς με ιαπωνική καταγωγή, μεξικανοαμερικανικός, κοινή προέλευση, χώρα προέλευσης, ηγούμαι, συγγενικός, σχετικός, ο τόπος μου, εντοπίζω, ανακαλύπτω, ανάγω κτ σε κτ, αρχικός, πρώτος, πιστοποιητικό προέλευσης, επιτόπιος, έναυσμα, Αμερικανοασιάτης, Αμερικανοασιάτισσα, βασικό σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης origine
προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est souvent intéressant de découvrir l'origine d'une expression. Είναι συχνά ενδιαφέρον να ανακαλύπτεις την προέλευση ενός ιδιωματισμού. |
προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le nouveau venu était un homme d'origine inconnue. Ο νεοαφιχθείς ήταν ένας άνδρας μυστηριώδους προέλευσης. |
καταγωγή, προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John est anglais, mais son nom de famille est Evans, ce qui laisse penser qu'il est d'origine galloise. Ο Τζον είναι Άγγλος, αλλά το επίθετό του είναι Έβανς πράγμα που υποδηλώνει ότι είναι ουαλικής καταγωγής. |
η αρχή των αξόνωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'origine du mot « afford » est le vieil anglais. |
καταγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Emily affirme être d'origine aristocrate. Η Έμιλυ ισχυρίζεται πως είναι αριστοκρατικής καταγωγής. |
αρχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Leur rivalité trouve son origine au tout début de leur scolarité. Η αντιπαλότητά τους έχει τις ρίζες της στα πρώτα σχολικά τους χρόνια. |
καταγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mes parents viennent d'une des plus vieilles familles turques. |
λόγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La raison du malentendu était une méchante rumeur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του. |
καταγωγή, προέλευση(ligne généalogique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Plusieurs jeunes gens d'ascendance ukrainienne travaillent au café. |
ρίζα, πηγή(cause, origine) (μτφ: αιτία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχή, έναρξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fondation n'a cessé de nous venir en aide depuis son lancement en 1980. Το ίδρυμα βοηθά την κοινότητά μας από το ξεκίνημά της, το 1980. |
προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'origine du manuscrit ancien n'a jamais été déterminée. |
προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχή, αρχικό σημείο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le point de départ de ce projet a été le besoin de mettre au point une méthode de mesure fiable. |
ρίζα, πηγήnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La source du problème, c'est que Lauren ne voit simplement pas le point de vue de Tina. Η ρίζα του προβλήματος έγκειται στο ότι η Λορίν απλά δεν μπορεί να καταλάβει την άποψη της Τίνα. |
σκοτσέζικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τροφιμογενήςlocution adjectivale (από μολυσμένα τρόφιμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εθνικότηταnom féminin (εθνική καταγωγή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le sondage demandait au gens d'identifier leur origine ethnique (or: appartenance ethnique). |
Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Μεξικανός λαθρομετανάστης, Μεξικανή λαθρομετανάστριαnom masculin et féminin (κατά λέξη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συχνή αιτία, κοινή αιτία
Des maisons mal construites sont souvent à l'origine de procès. Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές. |
γενέτειρα,πατρίδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευγενής καταγωγήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρχική κατάστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κόστος αγοράςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώρα καταγωγήςnom masculin (άνθρωποι) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ίδρυμα που εκδίδει τον τίτλο σπουδώνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γενέτειραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υδατογενής νόσοςnom féminin |
Ελληνοκύπριος, Ελληνοκύπρια
|
Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εντοπίζω από που προέρχεταιlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ian a essayé en vain de trouver l'origine de cette rumeur calomnieuse. Les médecins espèrent trouver l'origine de l'épidémie de salmonellose. |
ευθύνομαι για κάτιlocution verbale |
προέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) D'où l'idée d'écrire ce livre tire son origine ? Πώς γεννήθηκε η ιδέα σου να γράψεις το βιβλίο; |
κρύβομαι πίσω από κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qui est à l'origine de cette manifestation ? |
ελληνοκυπριακόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
των Αμερικανών δεύτερης γενιάς με ιαπωνική καταγωγή(Américain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεξικανοαμερικανικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινή προέλευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On pense que toutes les langues indo-européennes ont une origine commune. |
χώρα προέλευσηςnom masculin (προϊόντα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Logan fut désigné pour mener le nouveau projet au sein du département marketing. |
συγγενικός, σχετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ο τόπος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πάντα θεωρεί το Ντιτρόιτ τον τόπο της. |
εντοπίζω, ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise de gaz essaie d'identifier l'origine de la fuite. Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής. |
ανάγω κτ σε κτlocution verbale Grace peut retracer l'origine de sa famille au seizième siècle. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο. |
αρχικός, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adam et Eve ont commis le péché originel. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι Μαορί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας. |
πιστοποιητικό προέλευσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιτόπιοςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils utilisent un processus de récupération sur place pour extraire l'huile du sable qui la contient. |
έναυσμα(figuré : de la croissance...) (για κάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Αμερικανοασιάτης, Αμερικανοασιάτισσα
|
βασικό σχέδιοnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του origine στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του origine
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.