Τι σημαίνει το offre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης offre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του offre στο Γαλλικά.
Η λέξη offre στο Γαλλικά σημαίνει προσφορά, προσφορά, προσφορά, προσφορά, πρόταση, προσφορά, προσφορά, προσέγγιση, προσφορά, πρόγραμμα, πρόταση, προσφέρω, προσφέρω, προσφέρω, προσφέρω, προσφέρω, προσφορά, τοποθεσία, βάση, υποβάλλω, κέρασμα, προσφέρω, κάνω προσφορά, προσφέρω, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, υποβάλλω προσφορά για κτ, υψηλότερη χρηματική προσφορά, τιμή προσφοράς, προσφορά εξαγοράς, εργασιακή ευκαιρία, δημόσια προσφορά, αντικείμενο προμήθειας, προσφορά και ζήτηση, προσφορά, ζήτηση εργασίας, αγγελία για θέση εργασίας, κάνω προσφορά, κάνω προσφορά, κάνω οικονομική προσφορά, προσφέρω τιμή αγοράς, πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ, πλειοδοτώ, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι, σετ, υποβάλλω προσφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης offre
προσφοράnom féminin (enchères) (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son offre n'étant pas la plus élevée et donc, il n'a pas remporté l'enchère. Η προσφορά του δεν ήταν η υψηλότερη, κι έτσι δεν κέρδισε τη δημοπρασία. |
προσφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Θα έπρεπε να δεχτείς την προσφορά του να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά. |
προσφοράnom féminin (d'argent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'offre de 5000 livres pour la voiture a été rejetée par le vendeur. Η προσφορά των πέντε χιλιάδων λιρών για το αυτοκίνητο δεν έγινε δεκτή από τον πωλητή. |
προσφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόταση, προσφοράnom féminin (économie, finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a proposé quinze euros pour la table et j'accepte son offre. |
προσφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'offre de la firme a été acceptée et elle a obtenu le contrat. |
προσέγγιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσφοράnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'offre d'actions de cette entreprise suscite beaucoup d'intérêt auprès des investisseurs. |
πρόγραμμα(programme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peut-être devrais tu te renseigner auprès de ta banque pour ouvrir un plan d'épargne. |
πρότασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Laura a accepté l'offre d'emploi de Karen. Η Λώρα δέχθηκε την πρόταση της Κάρεν για δουλειά. |
προσφέρωverbe transitif (de l'aide,...) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je lui ai offert mon aide. Του πρόσφερα τη βοήθειά μου. |
προσφέρωverbe transitif (un sacrifice) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils l'ont offert comme sacrifice aux dieux. |
προσφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Merci à tous ceux qui ont offert leur temps et leur talent pour faire de ce projet un succès. Ευχαριστούμε αυτούς που πρόσφεραν τον χρόνο και το ταλέντο τους για να καταστήσουν επιτυχές αυτό το έργο. |
προσφέρωverbe transitif (une vue,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cet appartement offre une belle vue de la ville. Αυτό το διαμέρισμα προσφέρει ωραία θέα στην πόλη. |
προσφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle offrit son aide pour le week-end. |
προσφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τοποθεσία(des monuments,...) (όπου βρίσκεται κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mars abrite le plus grand volcan de notre système solaire. Ο Άρης είναι το μέρος με το μεγαλύτερο ηφαίστειο στο ηλιακό μας σύστημα. |
βάση(des monuments,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Caroline du Nord abrite nombreuses entreprises, dont la Bank of America. Η Βόρεια Καρολίνα αποτελεί τη βάση πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας των ΗΠΑ. |
υποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune homme a présenté ses remerciements à la famille pour leur gentillesse. |
κέρασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Θες να πάμε για ένα ποτάκι; Κερνάω εγώ! |
προσφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω προσφορά(enchères) (ποσό για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fit une offre de cent euros pour le tableau vendu aux enchères. Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία. |
προσφέρωlocution verbale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils nous ont fait une offre de trois cent mille pour la maison. Μας πρόσφεραν τριακόσιες χιλιάδες για το σπίτι. |
κάνω προσφορά(enchères) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le public enchérit avec enthousiasme pendant la vente aux enchères. |
υποβάλλω προσφοράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La collectivité territoriale propose un contrat lucratif et notre entreprise a l'intention de faire une offre. |
υποβάλλω προσφορά για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sheila a fait une offre sur un vase à une vente aux enchères. |
υψηλότερη χρηματική προσφοράnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai pu réserver le tableau à la vente aux enchères car j'ai fait une offre supérieure à celle des autres. |
τιμή προσφοράςnom masculin (bourse) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσφορά εξαγοράς
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La société qui commercialise mon chocolat préféré a décliné l'OPA de son concurrent. |
εργασιακή ευκαιρία
|
δημόσια προσφοράnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντικείμενο προμήθειας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si l'ensemble des composants est incomplet, l'entreprise enverra les composants manquants au client. |
προσφορά και ζήτηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσφοράnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζήτηση εργασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγγελία για θέση εργασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω προσφορά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai fait une offre aux enchères sur l'élan empaillé et je l'ai remporté. |
κάνω προσφοράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vais à l'agence pour faire une offre pour la maison. J'aimerais te faire une offre pour cette voiture. |
κάνω οικονομική προσφοράlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'étais prêt à faire une offre, mais le vendeur s'est retiré au dernier moment. |
προσφέρω τιμή αγοράςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah est allée aux enchères et a fait une offre sur le lot 305. |
πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les grands supermarchés peuvent vendre moins cher (or: proposer une meilleure offre) que les magasins familiaux. |
πλειοδοτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον(σε δημοπρασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα. |
κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι(σε δημοπρασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σετnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
υποβάλλω προσφοράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Plusieurs entreprises soumettent une offre pour ce contrat. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του offre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του offre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.