Τι σημαίνει το montée στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης montée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του montée στο Γαλλικά.
Η λέξη montée στο Γαλλικά σημαίνει αυξάνομαι, συναρμολογώ, τοποθετώ, μοντάρω, ιππεύω, αυξάνομαι, ανεβαίνω, παίρνω ύψος, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω, ανηφορίζω, ανεβαίνει η στάθμη, στήνω, μοντάρω, ανεβαίνω, ιππεύω, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, μπαίνω μέσα, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, κορυφώνομαι, μπαίνω, βουρκώνω, δακρύζω, συναρμολογώ, ιππεύω σε αγώνες, αυξάνομαι, ανεβάζω, στήνω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, ανεβάζω, μπαίνω, τοποθετώ, κορνιζάρω, αναβλύζω, αναβρύζω, συναρμολογώ, συναρμολογώ, αυξάνομαι, στήνω, δένω, διοργανώνω, στήνω, στήνω, διεξάγω, πραγματοποιώ, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ, παραφουσκώνω, ξεκινώ, αρχίζω, συναρμολογημένος, αύξηση, ανήφορος, ανύψωση, ανηφόρα, άνοδος, αύξηση, κλιμάκωση, κλιμάκωση, ανηφόρα, οικονομική ανάπτυξη, κύμα, έκρηξη, καβαλάω, καβαλώ, σκαρφαλώνω, είμαι καβάλα σε κτ, μεθυστικός, ιππασία, εκφράζω έντονα τη γνώμη μου, φτιάχνω πρόχειρα, ανεβαίνω, χοροπηδώ, τη φέρνω σε κπ, συσπειρώνομαι, ανεβαίνω κτ γρήγορα, πατώ, πατάω, θέλει να βγει στη σκηνή, αυτοσυναρμολογούμενος, μέχρι τη μέση, πάνω, επάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης montée
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'air chaud monte. Η ζέστη αυξάνεται. |
συναρμολογώverbe transitif (des objets) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Christina était fière d'avoir monté la commode toute seule. Η Χριστίνα ήταν υπερήφανη που συναρμολόγησε τη συρταριέρα μόνη της. |
τοποθετώ(une pièce, une exposition) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου. |
μοντάρωverbe transitif (sur un support) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George a monté la photo et l'a mise dans un cadre. Ο Τζωρτζ μόνταρε την φωτογραφία και την έβαλε σε κορνίζα. |
ιππεύωverbe intransitif (Équitation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle adore monter, elle a son propre cheval. Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο. |
αυξάνομαι(tension) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pression est montée dans le réservoir d'air. Η πίεση αυξήθηκε στη δεξαμενή αερίου. |
ανεβαίνωverbe intransitif (marée) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La marée monte. |
παίρνω ύψος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'avion monta (or: prit de l'altitude) après le décollage. |
σκαρφαλώνωverbe transitif (με δυσκολία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vieil homme montait lentement les escaliers. |
ανεβαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avant de pouvoir descendre dans la vallée, nous devons encore monter (or: grimper). Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα. |
καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω(un cheval) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chevalier a monté le cheval. Ο ιππότης ανέβηκε στο άλογο. |
ανηφορίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sentier monte (or: grimpe) à partir d'ici. Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα. |
ανεβαίνει η στάθμηverbe intransitif (rivière, fleuve) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand la neige fond, la rivière monte (or: grossit). Όταν λιώνουν τα χιόνια, συχνά φουσκώνει το ποτάμι. |
στήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le général a monté les canons sur les murs. |
μοντάρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβαίνωverbe intransitif (prix,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les cours boursiers ont augmenté de 2 % aujourd'hui. Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα. |
ιππεύωverbe transitif (Équitation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jockey chevauchait (or: montait) son cheval préféré. Ο τζόκεϊ ίππευε το αγαπημένο του άλογο. |
σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a toujours très peur de monter sur une échelle. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα. |
μπαίνω μέσα
On part à la plage. Si tu veux venir, monte (or: grimpe). |
ανεβαίνωverbe intransitif (dans un véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand le bus pour la plage est finalement arrivé, nous sommes montés. |
ανεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό. |
ανεβαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle te plaît ma moto ? Monte, je t'emmène faire un tour. |
κορυφώνομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνωverbe intransitif (dans un véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai ouvert la porte et je suis monté. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. |
βουρκώνω, δακρύζωverbe intransitif (larmes) (μάτια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les larmes montèrent aux yeux de Tina quand elle entendit la nouvelle. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της Τίνας όταν έμαθε τα νέα. |
συναρμολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai monté une étagère à partir de planches et de briques. Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους. |
ιππεύω σε αγώνεςverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Samantha choisit son cheval préféré quand elle monte. |
αυξάνομαι(sentiment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανεβάζωverbe transitif (un spectacle) (θεατρικό, παράσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le théâtre du coin monte une production de Hamlet. Ανεβάζουν μια παραγωγή του «Άμλετ» στη θεατρική σκηνή της περιοχής. |
στήνωverbe transitif (σκηνή, σκάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les scouts ont monté leur tente dès qu'ils sont arrivés sur le campement. Cette entreprise de construction monte un nouvel immeuble près de la rivière. Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό. |
αναπτύσσομαι, εξελίσσομαιverbe intransitif (σταδιακά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La musique commence à monter en intensité. |
ανεβάζωverbe transitif (un spectacle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La troupe de théâtre a monté une comédie l'automne dernier. |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les quelques derniers passagers sont montés et le bus est parti. |
τοποθετώverbe transitif (une porte) (πόρτα σε μεντεσέδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les menuisiers montèrent la porte sur ses gonds. |
κορνιζάρωverbe transitif (sur un support) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναβλύζω, αναβρύζωverbe intransitif (eau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La petite fille creusa un trou dans le sable et regarda l'eau remonter dedans. Το κοριτσάκι έσκαψε μια τρύπα στην άμμο και έβλεπε το νερό να αναβλύζει. |
συναρμολογώ(des éléments) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai acheté une balançoire à mon fils et j'ai dû la monter dans le jardin hier. Αγόρασα για τον γιο μου ένα σετ με κούνιες και χρειάστηκε να το συναρμολογήσω στην αυλή χθες. |
αυξάνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avec l'amélioration du marché, le prix des actions va monter. Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών. |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pleuvait à torrents et Wendy a réalisé qu'elle devrait monter (or: installer) un abri pour se protéger. Έβρεχε πολύ και η Γουέντι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κατασκευάσει (or: φτιάξει) κάτι για να μπει από κάτω και να προστατευτεί από τη βροχή. |
δένωverbe transitif (Joaillerie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joaillier a monté (or: a serti) la pierre sur la monture. |
διοργανώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La communauté monte (or: organise) un festival chaque année. |
στήνωverbe transitif (une tente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les campeurs ont décidé de monter (or: planter) leur tente près du ruisseau. |
στήνω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a monté une tente entre deux arbres. |
διεξάγω, πραγματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée est prête à effectuer une invasion demain. |
ανεβαίνω, ανέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il peut être de plus en plus difficile à respirer au fur et à mesure que l'on s'élève en ballon. Η αναπνοή δυσκολεύει καθώς ανεβαίνουμε (or: ανερχόμαστε) με το αερόστατο. |
ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η γάτα σκαρφάλωσε στο δέντρο. |
παραφουσκώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise a augmenté son chiffre d'affaires. |
ξεκινώ, αρχίζω(une réunion, un match,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a démarré la réunion. |
συναρμολογημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αύξησηnom féminin (pression) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La montée de la pression du gaz est dangereuse. |
ανήφορος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La côte est raide sur 500 mètres. Η ανηφόρα είναι απότομη και συνεχίζει για ένα μίλι. |
ανύψωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pente de la rue d'est en ouest était à peine visible. |
ανηφόραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άνοδος, αύξηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La montée de la valeur des actions est due à la stabilité relative du marché. |
κλιμάκωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On constate une escalade de la violence dans le pays ces derniers mois. |
κλιμάκωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'escalade des hostilités dans la région inquiète le reste du monde. |
ανηφόρα(προς τα πάνω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gravit la longue côte qui menait à la ville. Ανέβηκε τον μεγάλο ανήφορο προς την πόλη. |
οικονομική ανάπτυξη(économie, idée) Le développement du pays était stupéfiant au vu de ses anciens problèmes. |
κύμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mark a eu un accès de colère quand il a vu son ennemi. |
έκρηξη(αιφνίδια άνοδος, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'économie a connu une amélioration après l'accord commercial. |
καβαλάω, καβαλώ(Équitation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les filles adorent monter à cheval. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχεις ξανακαβαλήσει πόνυ, ή είναι η πρώτη σου φορά; |
σκαρφαλώνω(dans un arbre,...) (κάτι ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est monté (or: a grimpé) dans l'arbre. Σκαρφάλωσε στο δέντρο. |
είμαι καβάλα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Son fils aime monter sur ses épaules. |
μεθυστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιππασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un de mes activités préférées en été était de faire de l'équitation. Μία από τις αγαπημένες μου καλοκαιρινές δραστηριότητες ήταν η ιππασία. |
εκφράζω έντονα τη γνώμη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιάχνω πρόχειρα
|
ανεβαίνω, χοροπηδώ(un véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand je vais en ville, je prends généralement un bus plutôt que la voiture. Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο. |
τη φέρνω σε κπ(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il n'est pas revenu avec les marchandises j'ai su que j'avais été roulé. |
συσπειρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le serpent s'enroula sur lui-même, prêt à attaquer. Το φίδι κουλουριάστηκε έτοιμο να επιτεθεί. |
ανεβαίνω κτ γρήγορα
L'infanterie a grimpé la colline à la rencontre de l'ennemi. Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση. |
πατώ, πατάω(les planches,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soir de la première, de nombreux acteurs fouleront les planches pour la première fois. |
θέλει να βγει στη σκηνή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτοσυναρμολογούμενοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέχρι τη μέσηlocution verbale (liquide) (για υγρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La rivière arrive à la taille (or: monte jusqu'à la taille) ici. |
πάνω, επάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va en haut et range ta chambre. Πήγαινε επάνω και καθάρισε το δωμάτιό σου. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του montée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του montée
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.