Τι σημαίνει το monnaie στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης monnaie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του monnaie στο Γαλλικά.
Η λέξη monnaie στο Γαλλικά σημαίνει ρέστα, ψιλά, νόμισμα, κέρματα, νόμισμα, χρήματα για μικροέξοδα, ρευστό, νόμισμα, κέρματα, χαλάω, αλλάζω, πορτοφολάκι για κέρματα, δόση, γεύση, ιδέα, πορτοφόλι, διαδεδομένος, συχνός, όρος για να δείξει ότι η πράξη κάποιου θα επιφέρει χρήματα, νομισματοκόπος, νομισματοκοπία, μηχάνημα που δίνει ψιλά, πλαστό χρήμα, χαρτονόμισμα, μία σου και μία μου, λίγα ψιλά, κάτι ψιλά, συλλογή νομισμάτων, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα, χάλκινο κέρμα, χάλκινο νόμισμα, νόμισμα αναφοράς, ψιλά, διαπραγματευτικό χαρτί, πλαστό νόμισμα, βάζω το χέρι στην τσέπη, τα ρέστα δικά σου, δίνω λάθος ρέστα, εκδικούμαι, ανταποδίδω, νομισματική παραγωγή, ξένο συνάλλαγμα, κοινός, χάλκινο κέρμα, ανταποδίδω, ξεπληρώνω, τσέπη, ποσό προς κατάθεση, παραστατικό χρήμα, χαλάω, κόβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης monnaie
ρέσταnom féminin (χρήματα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Avez-vous la monnaie sur un billet de cinquante dollars ? Έχεις ρέστα για χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων; |
ψιλάnom féminin (κέρματα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Gus a beaucoup de monnaie dans la poche. Ο Γκας έχει πάντα ψιλά στην τσέπη του. |
νόμισμα(Finance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai besoin de devises étrangères pour mes vacances. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ευρώ. |
κέρματαnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
νόμισμαnom féminin (devise) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un grand nombre de pays européens ont maintenant la même monnaie : l'euro. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν πλέον το ίδιο νόμισμα: το Ευρώ. |
χρήματα για μικροέξοδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nous gardons notre petite monnaie dans une petite caisse métallique cadenassée. |
ρευστό
Tu as de l'argent ? |
νόμισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En campagne, les gens font souvent du travail pour leurs voisins en échange de bois ou de légumes, ces choses étant utilisées comme une sorte de devise informelle. |
κέρματα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il est recommandé d'avoir sur soi des billets et des pièces de monnaie. |
χαλάω, αλλάζωlocution verbale (δίνω μικρότερα νομίσματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pouvez-vous me faire de la monnaie sur un billet de cinq ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά. |
πορτοφολάκι για κέρματαnom masculin invariable (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δόση, γεύση, ιδέα(de mauvaises nouvelles,...) (μεταφορικά: από κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πορτοφόλιnom masculin invariable (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rachel a sorti son porte-monnaie pour payer l'addition. |
διαδεδομένος, συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pauvreté est répandue dans cette ville. |
όρος για να δείξει ότι η πράξη κάποιου θα επιφέρει χρήματαinterjection (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Nous venons de vendre notre maison : par ici la monnaie ! |
νομισματοκόποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νομισματοκοπίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχάνημα που δίνει ψιλάnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλαστό χρήμαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαρτονόμισμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μία σου και μία μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λίγα ψιλά, κάτι ψιλάnom féminin pluriel (petite somme d'argent) (καθομ: χρήματα) J'ai donné quelques pièces au fils des voisins qui m'avait aidé à laver la voiture. |
συλλογή νομισμάτωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματαnom masculin (service) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματαnom masculin (appareil) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάλκινο κέρμα, χάλκινο νόμισμαnom féminin |
νόμισμα αναφοράςnom féminin (μετατροπή νομισμάτων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) D'après les accords de Bretton Woods (1944), seul le dollar US, monnaie pivot, pouvait être converti en or. Les autres monnaies n’étant, quant à elles, pas converties en or, étaient rattachées au dollar. |
ψιλάnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Deux euros, c'est trop ; il me faudrait de la petite monnaie pour le parcmètre. |
διαπραγματευτικό χαρτίnom féminin (figuré) |
πλαστό νόμισμαnom féminin Le faux-monnayeur a fabriqué de la fausse monnaie. |
βάζω το χέρι στην τσέπη(μεταφορικά) Soyez généreux : c'est pour une bonne cause ! |
τα ρέστα δικά σουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω λάθος ρέστα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκδικούμαι, ανταποδίδωlocution verbale (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour lui rendre la monnaie de sa pièce, elle a eu une aventure avec son frère. Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του. |
νομισματική παραγωγήnom féminin |
ξένο συνάλλαγμαnom féminin (familier : fausse monnaie) |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι γλάροι είναι συνηθισμένο θέαμα στις παραθαλάσσιες πόλεις της Βρετανίας. |
χάλκινο κέρμαnom féminin Toutes les machines à sous dans cette salle prennent la petite monnaie. Όλα τα μηχανήματα στο κατάστημα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια παίρνουν χάλκινα κέρματα. |
ανταποδίδω, ξεπληρώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après que John a fait honte à Susan, elle s'est vengée en lui jouant un tour. Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα. |
τσέπηnom masculin (figuré : moyen financier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai bien peur que ce soit trop cher pour mon portefeuille. |
ποσό προς κατάθεσηnom féminin (banque) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παραστατικό χρήμαnom féminin |
χαλάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu faire la monnaie sur un dollar ? |
κόβωlocution verbale (νομίσματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Réserve fédérale a battu de la nouvelle monnaie cette année. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του monnaie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του monnaie
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.