Τι σημαίνει το match στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης match στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του match στο Γαλλικά.

Η λέξη match στο Γαλλικά σημαίνει αγώνας, αγώνας, ποδόσφαιρο, αγώνας, πλέι-οφ, φιλικός αγώνας, άνισος, αποφασιστικός, επαναληπτικός αγώνας, εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί, γύρος αποκλεισμού, χωρίς πόντους, χωρίς σκορ, εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε, αγώνας μποξ, match point, επαναληπτικός αγώνας, αγώνας πάλης, συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας, αγώνας μπέιζμπολ, ποδοσφαιρικός αγώνας, αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου, αγώνας τένις, αγώνας βόλεϊ, αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλων, αγώνας εκτός έδρας, αγχωτικός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ισοπαλία, αγώνας μπέιζμπολ, νίκη με πολύ μικρή διαφορά, αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ, αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ, διπλό, έρχομαι ισοπαλία, έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία, ισοπαλία, ισοπαλία, το πιο κρίσιμο σημείο, η πιο κρίσιμη στιγμή, ο τελικός αγώνας σε σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων, είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης match

αγώνας

(Sports)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tu vas voir le match samedi ?
Θα πας στο ματς αυτό το Σάββατο;

αγώνας

(Sports)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tu veux regarder le match de tennis plus tard ?
Θα παρακολουθήσουμε το παιχνίδι τένις αργότερα;

ποδόσφαιρο

nom masculin (de foot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγώνας

nom masculin (Boxe) (πυγμαχίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ali et Frazier se sont affrontés dans le combat du siècle en 1971.

πλέι-οφ

(Sports, anglicisme) (αθλήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φιλικός αγώνας

nom masculin (Cricket, anglicisme)

L'Angleterre a bien joué dans le test-match contre l'Inde.

άνισος

nom masculin (Sports) (αγώνας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La rencontre était un match très inégal : l'équipe locale n'avait aucune chance de de gagner.
Ο αγώνας ήταν εντελώς άνισος, η γηπεδούχος δεν είχε καμιά πιθανότητα.

αποφασιστικός, επαναληπτικός αγώνας

nom masculin (Sports) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le jeune joueur espagnol a gagné sa place au match décisif.

εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί

nom masculin (sport)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γύρος αποκλεισμού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χωρίς πόντους, χωρίς σκορ

(Sports) (αθλητικό παιχνίδι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε

(spectacle)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Η ομάδα ακύρωσε τον αγώνα και πρόσφερε εισιτήρια για την εκδήλωση που αναβλήθηκε σε όσους είχαν ήδη εισιτήρια.

αγώνας μποξ

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Regarder un match (or: combat) de boxe à la télévision n'est pas comparable au fait de le voir en vrai.

match point

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Federer n'a eu besoin que d'une seule balle de match pour l'emporter sur Nadal.

επαναληπτικός αγώνας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous avons perdu le premier match 5-0, espérons faire mieux au match retour.

αγώνας πάλης

nom masculin (sport)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Οι θεατές απολάμβαναν τον αγώνα πάλης.

συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας

nom masculin (sport américain) (αθλητισμός, ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les étudiants participent à un regroupement d'avant-match avant chaque match de football.

αγώνας μπέιζμπολ

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποδοσφαιρικός αγώνας

Chelsea a remporté le match de foot 2-0.

αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγώνας τένις

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγώνας βόλεϊ

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας εκτός έδρας

nom masculin (Sports)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγχωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin (où le 1e ne peut être rattrapé)

ισοπαλία

nom masculin (Sports) (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait toujours match nul entre les deux équipes quand la nuit est tombée.
Οι ομάδες ήταν ισοπαλία όταν έπεσε το σκοτάδι.

αγώνας μπέιζμπολ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Quand mon père m'emmène au match de base-ball, il m'achète toujours un hot-dog.

νίκη με πολύ μικρή διαφορά

(σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le Super Bowl est le dernier match de football américain de la saison de la ligue professionnelle.

αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
As-tu regardé le match de hockey hier soir ?

διπλό

nom masculin (αγώνας ανάμεσα στους συμπαίκτες)

Avant le premier match officiel, l'équipe fera un match d'entraînement.

έρχομαι ισοπαλία

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι δύο ομάδες ήρθαν ισοπαλία.

έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία

(Sports, Jeu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aucune des équipes n'a gagné : elles ont fait match nul.
Καμία ομάδα δε νίκησε. Ήρθαν (or: έφεραν) ισοπαλία.

ισοπαλία

(Sports, Jeu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le combat s'est terminé en match nul.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας έληξε με ισοπαλία.

ισοπαλία

(Sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aucune des deux équipes n'était contente du match nul à 2 partout.
Καμία ομάδα δεν ήταν ικανοποιημένη με την ισοπαλία 2-2.

το πιο κρίσιμο σημείο, η πιο κρίσιμη στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο τελικός αγώνας σε σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων

nom masculin (μπριτζ, ουίστ, κρίκετ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος

(Sports) (ικανότητες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'équipe canadienne a fait match nul contre les Français.

nom masculin (Sport : partie)

Le match de foot a connu des prolongations. Demain, mon match de tennis est programmé pour 17 heures.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του match στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του match

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.