Τι σημαίνει το mariage στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mariage στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mariage στο Γαλλικά.
Η λέξη mariage στο Γαλλικά σημαίνει γάμος, γάμος, γάμος, γάμος, ζευγάρωμα, γάμος, γάμος, μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου, ταίριασμα, γαμήλιος, συνδυασμός, προγαμιαίος, ενδογαμία, γαμήλια δεξίωση, συζυγικός, νόθος, εξώγαμος, νυφικός, Ευτυχισμένη επέτειο!, επέτειος γάμου, κατάστημα ειδών γάμου, γέννηση εκτός γάμου, λευκός γάμος, γάμος λόγω εγκυμοσύνης, θρησκευτικός γάμος, πολιτικός γάμος, πολιτικός γάμος, δεξίωση γάμου, καταναγκαστικός γάμος, γάμος ομοφυλοφίλων, δεσμοί γάμου, διαφυλετικός γάμος, γαμήλια τελετή, προγαμιαίο συμβόλαιο, άδεια γάμου, πρόταση γάμου, διαφυλετικός γάμος, μητρώο, επέτειος γάμου, αναγγελία γάμου, γαμήλιο τραπέζι, γαμήλια τούρτα, ημέρα γάμου, καλεσμένος, γαμήλια δεξίωση, προσυμφωνημένος γάμος, πιστοποιητικό γάμου, ανοιχτός γάμος, ιερότητα του γάμου, γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμου, δώρο γάμου, προσκλητήριο γάμου, κουμπάρος, κουμπάρα, γαμήλια φωτογραφία, πρόβα γάμου, κατάστημα ειδών γάμου, γαμήλιοι όρκοι, γαμπριάτικα, γαμήλιοι όρκοι, κάνω πρόταση γάμου, ενώνω με τα δεσμά του γάμου, κάνω πρόταση γάμου, παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ, επιμειξία, γαμήλιες καμπάνες, αποκτώ κτ με το γάμο μου, επιγαμία, της επετείου, για την επέτειο, κάνω πρόταση γάμου σε κπ, πολιτικός γάμος, πολιτικός γάμος, έχω λίστα γάμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mariage
γάμοςnom masculin (institution) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'institution du mariage a peu changé au cours des siècles. Ο θεσμός του γάμου δεν έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες. |
γάμος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mariage a eu lieu le 27 mars. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η γαμήλια τελετή έγινε σε στενό κύκλο. |
γάμος(vie maritale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Leur mariage a duré 50 ans. Ο γάμος τους κράτησε 50 χρόνια. |
γάμοςnom masculin (cérémonie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) M. et Mme Stevens sont heureux de vous annoncer le mariage de leur fille Sarah Jane à Christopher Smith. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κύριος και η κυρία Στίβενς θα ήθελαν να ανακοινώσουν το γάμο της κόρης τους, Σάρα Τζέιν, με τον Κρίστοφερ Σμιθ. |
ζευγάρωμαnom masculin (παλαιό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γάμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le couple vit heureux dans son mariage. |
γάμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταίριασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαμήλιος(général) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce photographe fait de magnifiques photos de mariage. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι φωτογραφίες του γάμου ήταν όμορφες. |
συνδυασμός(figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nos produits sont le parfait mariage entre style et fonctionnalité. Τα προϊόντα μας είναι ο τέλειος συνδυασμός στυλ και λειτουργικότητας. |
προγαμιαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενδογαμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γαμήλια δεξίωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συζυγικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νόθος, εξώγαμος(enfant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νυφικός(robe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ευτυχισμένη επέτειο!interjection |
επέτειος γάμουnom masculin (κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Chaque année, mes parents partent en croisière fêter leur anniversaire de mariage. Κάθε χρόνο, οι γονείς μου πηγαίνουν κρουαζιέρα για την επέτειο γάμου τους. |
κατάστημα ειδών γάμουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα καταστήματα ειδών γάμου αναφέρουν τη συνηθισμένη ανοιξιάτικη αύξηση της εμπορικής κίνησης. |
γέννηση εκτός γάμουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λευκός γάμοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La royauté a toujours préféré les mariages de convenance (or: de raison) aux mariages d'amour. |
γάμος λόγω εγκυμοσύνηςnom masculin (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oui, c'était vraiment un mariage précipité : la mariée a accouché pendant la réception. |
θρησκευτικός γάμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le mariage civil a eu lieu en juin mais elle veut encore un mariage religieux. |
πολιτικός γάμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Αυτοί προτιμούσαν έναν απλό πολιτικό γάμο στο δημαρχείο, αλλά η μητέρα της επέμεινε σε έναν μεγάλο θρησκευτικό γάμο. |
πολιτικός γάμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δεξίωση γάμουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταναγκαστικός γάμοςnom masculin |
γάμος ομοφυλοφίλων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le sénat vote pour savoir s'il faut autoriser ou non le mariage homosexuel. |
δεσμοί γάμουnom masculin pluriel (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφυλετικός γάμοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les mariages mixtes étaient interdits en Afrique du Sud pendant l'apartheid. |
γαμήλια τελετήnom féminin |
προγαμιαίο συμβόλαιοnom masculin Il insista pour que son épouse future signe un contrat de mariage pour protéger sa fortune familiale. |
άδεια γάμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il est recommandé de se rendre au palais de justice environ une semaine avant le mariage pour obtenir un certificat de non-opposition au mariage. |
πρόταση γάμουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Elle accepta sa demande en mariage sans aucune hésitation. |
διαφυλετικός γάμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Autrefois, les mariages mixtes étaient interdits dans les états du sud des États-Unis. |
μητρώο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επέτειος γάμουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le 9 novembre, c'est notre anniversaire de mariage. |
αναγγελία γάμουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γαμήλιο τραπέζιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαμήλια τούρταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ημέρα γάμουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλεσμένοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γαμήλια δεξίωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η γαμήλια δεξίωση θα ακολουθήσει το μυστήριο. Η οικογένεια προσέλαβε ένα συγκρότημα να παίξει στη γαμήλια δεξίωση του ζευγαριού. |
προσυμφωνημένος γάμοςnom masculin Il ne veut pas l'épouser, c'est un mariage arrangé. |
πιστοποιητικό γάμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ανοιχτός γάμοςnom masculin (μτφ: παράλληλες σχέσεις) |
ιερότητα του γάμουnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δώρο γάμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Nous avons reçu des dizaines de cadeaux de mariage. |
προσκλητήριο γάμουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κουμπάρος, κουμπάρα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
γαμήλια φωτογραφίαnom féminin |
πρόβα γάμουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάστημα ειδών γάμουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαμήλιοι όρκοιnom masculin pluriel |
γαμπριάτικαnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
γαμήλιοι όρκοιnom masculin pluriel |
κάνω πρόταση γάμουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand est-ce qu'il va lui faire sa demande ? Ça fait longtemps qu'ils sortent ensemble. |
ενώνω με τα δεσμά του γάμου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πρόταση γάμουverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il envisage de la demander en mariage bientôt mais pour l'instant, il a le trac ! Elle était très émue lorsqu'il l'a demandée en mariage. |
παντρεύομαι και μπαίνω σε κτverbe intransitif (σε οικογένεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sophie est entrée dans une famille italienne par mariage. |
επιμειξίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γαμήλιες καμπάνες(μεταφορικά) |
αποκτώ κτ με το γάμο μουverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William a acquis une vie de richesses et de privilèges grâce à son mariage (or: En se mariant, William a acquis une vie de richesses et de privilèges). Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια. |
επιγαμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
της επετείου, για την επέτειοlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour leur fête d'anniversaire de mariage, Maude et James ont sollicité le musée pour pouvoir accueillir tous leurs amis et leur famille. Ενόψει της γιορτής της επετείου τους η Μωντ και ο Τζέιμς νοίκιασαν το μουσείο για να κάνουν ένα πάρτι για όλους τους φίλους και την οικογένειά τους. |
κάνω πρόταση γάμου σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il m'a demandé en mariage sur la plage à minuit. Μου έκανε πρόταση γάμου τα μεσάνυχτα στην παραλία. |
πολιτικός γάμοςnom masculin |
πολιτικός γάμοςnom masculin |
έχω λίστα γάμουlocution verbale (fiancés) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le couple a déposé une liste de mariage au grand centre commercial, donc vous pouvez voir ce qu'ils veulent sur le site du magasin. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mariage στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mariage
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.