Τι σημαίνει το general στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης general στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του general στο ισπανικά.
Η λέξη general στο ισπανικά σημαίνει γενικός, γενικός, στρατηγός, πτέραρχος, στρατηγός, γενικός, καθολικός, ευρύς, αδρός, γενικός, συνολικός, απλός, καθολικός, συνήθως, γενικά, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, επικρατούσα άποψη, Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, σχέδιο, κοινός τόπος, για μαζική κατανάλωση, γενικά, συνολικά, γενικά, συνολικά, γενικώς, ευρέως, γενικά μιλώντας, κυρίως, ως επί το πλείστον, σε γενικές γραμμές, Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αρχηγείο, γενικός εισαγγελέας, γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, δείκτης τιμών καταναλωτή, επίσημη πρόβα, τελική πρόβα, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα, γενική ιδέα, ευρύτερη κοινότητα, τάση υποχώρησης, στρατηγός τεσσάρων αστέρων, γενική αναισθησία, γενική συναίνεση, γενικές γνώσεις, γενική ιατρική, γενικός γιατρός, κοινό, γενικός κανόνας, γενική απεργία, θεωρία της σχετικότητας, ευρύ κοινό, υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ευρύ κοινό, αρχηγός αστυνομίας, αρχιχειρούργος, ευρυγώνια φωτογραφία, γενικός διευθυντής επιχειρήσεων, γενικός διευθυντής, ευρύτερη έννοια, γενική αναισθησία, Τμήμα Επιχειρήσεων, υπεύθυνος λειτουργίας, Εισαγγελία, ευρύ καταναλωτικό κοινό, γενικός διευθυντής, αρχιστράτηγος, υποστράτηγος, Ετήσια Γενική Συνέλευση, ετήσια γενική συνέλευση, αρχηγείο, αρχιστράτηγος, αντιεισαγγελέας, εισαγγελέας, η μεγάλη εικόνα, γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία, γενικός ρυθμός απωλειών, αρχηγείο, γενικές γνώσεις, αδιαθεσία, δυσφορία, κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, αδειάζω,ξεκαθαρίζω, συνολικά, γενικά, ομόρρυθμος εταίρος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, γενικής χρήσης, γενικά, γενικώς, ψήφοι, Γενικός Γραμματέας, αντιεισαγγελέας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης general
γενικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La opinión general es que él cometió un grave error. Η γενική αίσθηση είναι ότι έκανε μεγάλο λάθος. |
γενικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Por lo general, toda la gente encuentra trabajo tarde o temprano. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που ισχύει για όλους τους υπαλλήλους μου. |
στρατηγόςnombre masculino (στρατός ξηράς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El general dio a sus sargentos la orden de avanzar. Ο στρατηγός είπε στους λοχίες του να προχωρήσουν. |
πτέραρχοςnombre masculino (αεροπορία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El general dirigió algunas palabras de aliento a todos los comandantes. |
στρατηγόςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γενικός, καθολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los ciudadanos expresaron su rechazo general a los productos genéticamente modificados. Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα. |
ευρύςadjetivo (γενικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tenía un interés general en todos los deportes, no sólo en el fútbol. Έδειχνε ευρύ ενδιαφέρον για όλα τα αθλήματα, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο. |
αδρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este útil librito da una visión general de la historia de Egipto. Αυτό το χρήσιμο βιβλιαράκι παρέχει μια χοντρική περιγραφή της ιστορίας της Αιγύπτου. |
γενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las quejas eran genéricas y no señalaban a nadie. |
συνολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La escuela apunta a ofrecer una educación total para sus alumnos. Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του. |
απλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es un simple trabajador, no es el jefe. |
καθολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Encontrar vida inteligente en otro planeta sería de global importancia. |
συνήθως, γενικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La primavera aquí normalmente es fresca con lluvias frecuentes. Η άνοιξη εδώ είναι συνήθως κρύα με συχνές βροχοπτώσεις. |
ως κανόνας, γενικά, συνήθως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Generalmente, los días de semana nos acostamos temprano. |
επικρατούσα άποψη
El consenso es que deberíamos construir un nuevo patio de recreo. Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι πρέπει να φτιάξουμε μια καινούρια παιδική χαρά. |
Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου(sigla) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σχέδιο(representación) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este es el boceto para el nuevo parque. Αυτό είναι το βασικό σχέδιο για το νέο πάρκο. |
κοινός τόποςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για μαζική κατανάλωσηlocución adjetiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El informe no estaba escrito para el público en general. |
γενικά, συνολικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En general, hizo un buen trabajo. Γενικά (or: συνολικά) έκανε αρκετά καλή δουλειά. |
γενικά, συνολικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las ganancias de la recaudación de fondos beneficiarán a la comunidad en general. |
γενικώς, ευρέως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En términos generales, Juan no está de acuerdo con el partido conservador. |
γενικά μιλώνταςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κυρίως, ως επί το πλείστονlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por lo general me gustan los perros, pero el perro de mi hermana es un espécimen violento y desagradable. |
σε γενικές γραμμέςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης(Inglaterra, Gales, Irlanda del Norte) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los estudiantes de Inglaterra, Gales e Irlanda del Norte toman varios cursos para obtener el Certificado General de Educación Secundaria. |
αρχηγείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En la sede central, el jefe estaba ideando un nuevo plan. |
γενικός εισαγγελέας(EE.UU.) |
γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια(abreviatura) El Dir. Gral. de la empresa está fuera del país esta semana. |
γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέαςlocución nominal con flexión de género Eric H. Holder, Jr. juró su cargo como Procurador General de los Estados Unidos el 3 de febrero de 2009. |
δείκτης τιμών καταναλωτή
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
επίσημη πρόβα, τελική πρόβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No podré asistir a la obra mañana, pero espero poder ir al ensayo general. |
κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή(άποψη των περισσότερων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los científicos tienen un acuerdo general en cuanto a que el Big Bang se produjo hace 17 mil millones de años. |
γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Contrariamente a la creencia general, los pingüinos no solo viven en condiciones de frío extremo. |
γενική ιδέαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No comprendió el ensayo en su totalidad, pero se hizo una idea general sobre él. |
ευρύτερη κοινότηταlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La comunidad en general está pidiendo a la policía que haga algo sobre el aumento de los crímenes. |
τάση υποχώρησηςlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στρατηγός τεσσάρων αστέρωνlocución nominal común en cuanto al género (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γενική αναισθησία
|
γενική συναίνεσηlocución nominal masculina No se puso a voto, pero hubo un acuerdo general de que se cancelara el picnic. |
γενικές γνώσειςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El equipo ganó la trivia gracias a su amplia cultura general. |
γενική ιατρικήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γενικός γιατρόςlocución nominal masculina Todos deberían ver a un médico general para hacerse chequeos regulares. |
κοινό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El parque está cerrado al público en general. |
γενικός κανόναςlocución adverbial (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La regla general es que los padres de la novia paguen la boda. Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι γονείς της νύφης πληρώνουν το γάμο. |
γενική απεργίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μια γενική απεργία θα μπορούσε εύκολα να ρίξει την κυβέρνηση. Η γενική απεργία ήταν πολύ εντυπωσιακή: ουσιαστικά κανένας σε όλη την πόλη δεν πήγε στη δουλειά εκείνη την ημέρα. |
θεωρία της σχετικότηταςlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευρύ κοινό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nos gusta pensar que nuestros famosos no son público en general. |
υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίαςlocución nominal masculina (ES) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευρύ κοινό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A la inauguración asistieron sólo las autoridades, después dieron entrada libre al público en general. |
αρχηγός αστυνομίαςlocución nominal con flexión de género (ES) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El comisario general de policía dio las instrucciones generales de funcionamiento a las distintas comisarías de la ciudad. |
αρχιχειρούργοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ευρυγώνια φωτογραφίαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El director se decidió por un plano general en lugar de un primer plano. |
γενικός διευθυντής επιχειρήσεων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γενικός διευθυντήςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Todas las transacciones deben ser aprobadas por el gerente general. |
ευρύτερη έννοιαlocución adverbial |
γενική αναισθησία(ιατρική) El paciente estará bajo anestesia general durante la cirugía. |
Τμήμα Επιχειρήσεωνnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπεύθυνος λειτουργίαςlocución nominal común en cuanto al género (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
Εισαγγελία
(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) La Procuraduría General decidió no presentar acusación de asesinato contra Sandra por que las pruebas no eran concluyentes. |
ευρύ καταναλωτικό κοινό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Rediseñaron el auto para el gusto del público general. Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό. |
γενικός διευθυντής
|
αρχιστράτηγοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υποστράτηγος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
Ετήσια Γενική Συνέλευσηlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ετήσια γενική συνέλευσηlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρχηγείοlocución nominal masculina (στρατού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρχιστράτηγος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αντιεισαγγελέας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εισαγγελέας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
η μεγάλη εικόνα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tenemos que enfocarnos en el panorama completo y no solamente en los detalles. |
γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία
|
γενικός ρυθμός απωλειών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρχηγείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γενικές γνώσειςlocución nominal femenina Honestamente no sé de dónde saca toda esa cultura general. Πραγματικά απορώ πώς αποκτά όλες αυτές τις γενικές γνώσεις! |
αδιαθεσία, δυσφορίαlocución nominal masculina (σωματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής(ES, legal) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέαςlocución nominal con flexión de género La republicana Pam Bondi fue elegida Procuradora General de Florida. |
αδειάζω,ξεκαθαρίζωlocución verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no haces una limpieza general del garage pronto, no tendré lugar para estacionar el auto. Αν δεν αδειάσεις το γκαράζ σύντομα, δε θα μπορέσω να παρκάρω το αμάξι μου. |
συνολικά, γενικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En general, las cosas salieron bien. Γενικά, τα πράγματα εξελίχθηκαν μια χαρά. |
ομόρρυθμος εταίρος
|
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
γενικής χρήσηςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γενικά, γενικώςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A Amy le gusta la música, el teatro, la literatura, en general cualquier cosa artística. |
ψήφοι
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Su partido ganó gran parte del voto general. Το κόμμα της κέρδισε ένα μεγάλο μέρος των ψήφων. |
Γενικός Γραμματέαςlocución nominal con flexión de género |
αντιεισαγγελέαςlocución nominal con flexión de género (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του general στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του general
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.