Τι σημαίνει το étude στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης étude στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του étude στο Γαλλικά.
Η λέξη étude στο Γαλλικά σημαίνει μελέτη, μελέτη, μελέτη, μελέτη, σπουδή, προσχέδιο, γραφείο, έρευνα, σπουδή, έρευνα, έρευνα, αίθουσα μελέτης, σκέψη, μελέτη, παρατήρηση, έρευνα, επιστήμη συμπεριφοράς, απορριματολογία, Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος, αναγνώριση, υπό εξέταση, υπό εξέταση, υπό εξέταση, υποτροφία, case study, έρευνα αγοράς, μελέτη του φυσικού κόσμου, δοκιμή, προκαταρκτική εξέταση, προπαρασκευαστική μελέτη, μελέτη Αγίας Γραφής, τυφλή δοκιμή, επιτόπια μελέτη, μελέτη επιπτώσεων, συμβούλιο ελέγχου, μελέτη ασφαλείας, αθλητική υποτροφία, φοιτητική άδεια, σπουδαστική άδεια, εκπαιδευτική άδεια, εκπαιδευτικό ταξίδι, βιολογία άγριας πανίδας, επιστήμη διαχείρισης άγριας πανίδας, σχεδιασμός πυραύλων, ευρήματα της έρευνας, συμπεράσματα της έρευνας, τελώ υπό αξιολόγηση, τελώ υπό έλεγχο, βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, κοστολόγηση, νυχτερινή μελέτη, επιτόπια μελέτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης étude
μελέτηnom féminin (document) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre département a présenté une étude à la conférence. Το τμήμα μας παρουσίασε μια μελέτη στο συνέδριο. |
μελέτηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jane était perdue dans sa réflexion sur la pauvreté. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τσαρλς ξεχάστηκε με τη μελέτη ενός φύλλου. |
μελέτηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La botanique est l'étude des plantes. Η βοτανική είναι η μελέτη των φυτών. |
μελέτηnom féminin (activité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'avocat fait d'abord une étude du dossier. |
σπουδήnom féminin (Musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le prochain morceau est une étude pour piano en la mineur. |
προσχέδιοnom féminin (Art : exercice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Léonard de Vinci a dessiné de nombreuses études du corps humain. |
γραφείο(lieu de travail) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon bureau est au troisième étage. Το γραφείο μου είναι στον τρίτο όροφο. |
έρευνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le Dr Morton aidera les scientifiques dans leurs recherches. Ο Δόκτωρ Μόρτον θα βοηθήσει τους επιστήμονες στην έρευνά τους. |
σπουδήnom féminin (Musique) (μουσική σύνθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έρευναnom féminin (επιστημονική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une étude récente a révélé que la discrimination est encore courante dans plusieurs lieux de travail. |
έρευναnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont réalisé une étude sur la dépendance aux jeux de hasard. |
αίθουσα μελέτηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μετά από λίγη σκέψη για την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε. |
μελέτη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Étudier nécessite de bien planifier son temps. |
παρατήρηση(écrit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le Professeur Jones a écrit un exposé sur l'accouplement des chats-huants. Ο καθηγητής Τζόουνς έχει γράψει μια σύντομη παρατήρηση για τις συνήθειες ζευγαρώματος των πεπλογλαυκών. |
έρευνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nos recherches sur la maladie montrent qu'elle est d'origine génétique. Οι έρευνές μας έδειξαν ότι η ασθένεια είναι γενετική. |
επιστήμη συμπεριφοράς(συνήθως πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απορριματολογία(peu courant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναγνώριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπό εξέτασηadjectif invariable (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le prochain sujet à l'étude est le nouveau pont. |
υπό εξέτασηlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Une nouvelle route est à l'étude pour réduire la congestion. Vos suggestions sont actuellement à l'étude. |
υπό εξέτασηlocution adjectivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υποτροφίαnom féminin (Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La famille de James n'est pas riche ; il peut aller dans cette école parce qu'il a reçu une bourse d'étude. Η οικογένεια του Τζέιμς δεν είναι πλούσια. Έχει τη δυνατότητα να φοιτά ει σε εκείνη τη σχολή επειδή πήρε υποτροφία. |
case studynom féminin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Pour vous aider à comprendre le processus de traduction, j'ai préparé une étude de cas d'une traduction de livre. Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε τη διαδικασία της μετάφρασης, έχω προετοιμάσει μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με τη μετάφραση ενός βιβλίου. |
έρευνα αγοράςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Une récente étude de marché a révélé que les consommateurs recherchent des prix toujours plus bas. |
μελέτη του φυσικού κόσμουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δοκιμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προκαταρκτική εξέτασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπαρασκευαστική μελέτηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une étude préliminaire sur les fonctions chimiques sera conduite par l'équipe. |
μελέτη Αγίας Γραφήςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυφλή δοκιμή
|
επιτόπια μελέτηnom féminin |
μελέτη επιπτώσεωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La loi française exige que les projets d'aménagement du territoire ayant une incidence notable sur l'environnement soient précédés d'une étude d'impact. |
συμβούλιο ελέγχουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μελέτη ασφαλείαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αθλητική υποτροφίαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φοιτητική άδεια, σπουδαστική άδεια, εκπαιδευτική άδειαnom masculin |
εκπαιδευτικό ταξίδιnom masculin Il rentre le mois prochain de son voyage d'étude au Danemark. |
βιολογία άγριας πανίδαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιστήμη διαχείρισης άγριας πανίδαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σχεδιασμός πυραύλων
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ευρήματα της έρευνας, συμπεράσματα της έρευναςnom masculin pluriel (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les résultats de cette étude indiquent un lien clair entre niveau socio-culturel et revenu. |
τελώ υπό αξιολόγηση, τελώ υπό έλεγχο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le nouveau plan est à l'étude au niveau du rapport coût-efficacité. |
βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο
Les changements proposés à la loi sont encore à l'étude. Οι προτεινόμενες αλλαγές του νόμου εξετάζονται ακόμη. |
διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευναlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοστολόγησηnom féminin (comptabilité analytique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour réaliser des économies, la Direction a commandé une étude des coûts. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ιδανικός υποψήφιος θα πρέπει να έχει εμπειρία στην κοστολόγηση και την εξόφληση λογαριασμών. |
νυχτερινή μελέτηnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιτόπια μελέτηnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του étude στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του étude
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.